Κρίση και ηρωίνη: Σχέση… εξάρτησης

Μια οικονομική κρίση αποτελεί την -πεπερασμένου χρόνου- συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, μας διδάσκει η κλασική πολιτική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια, η χώρα έχει αποτελέσει τεκμήριο ανασκευής του ορισμού αυτού ως προς την χρήση της λέξης “πεπερασμένου” αλλά και εμπλουτισμού του με κοινωνικές αναφορές. Παρατηρώντας μια διχασμένη κοινωνία (ο ένας πόλος της οποίας απαιτεί κρατικοποιήσεις κατανοώντας αυτές ως κοινωνικοποιήσεις ενώ ο άλλος βλέπει στην άνευ όρων ιδιωτικοποίηση την επέκταση των ατομικών ελευθεριών) δε μοιάζει άτοπη η ανησυχία περί μη περιορίσιμης – πολλαπλής ύφεσης.

Το συστατικό που αποτελεί την συγκολλητική ουσία του διπόλου είναι η απουσία οξυμένου πολιτικού κριτηρίου, θύμα και αυτό της πολύχρονης κρίσης του τόπου. Ίσως η αμεσότερη προβολή της παραπάνω διαπίστωσης στην κοινωνική λειτουργικότητα να είναι η άμβλυνση της κοινωνικής μας ενσυναίσθησης.

Μέγιστο θύμα, αυτό το οποίο “κλώτσησε” στο δρόμο η γενικευμένη πλέον κατάσταση, είναι οι πιο αδύναμοι χαρακτήρες της εποχής, αυτοί που βάλλονται από κάθε πλευρά των οικονομικών και κοινωνικών πτυχών της ζωής τους και καθώς μη αντέχοντας το βάρος της καταφεύγουν στη χρήση σκληρών ναρκωτικών ουσιών.

Αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό, ίσως ανεπιστρεπτί, οι τοξικοεξαρτημένοι κείτονται εγκαταλειμμένοι σε πεζοδρόμια αστικών περιοχών, κυρίως στα περίχωρα πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, με μοναδική συντροφιά την ηρωίνη και μαζί με αυτή τον έμπορό της. Είναι αυτός που σπρώχνει εκατοντάδες ανθρώπων στο πεζοδρόμιο, να πωλούν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους για να διασφαλίσουν μια δόση του θανάτου τους.

Κι’ όμως, από την αρχή της δεκαετούς -πλέον- ύφεσης έως σήμερα, η καθημερινή φθορά των παραπάνω ατόμων είναι η εικόνα της κρίσης στην κοινωνική ζωή που, αν και από τις σημαντικότερες, έχει τονιστεί ίσως λιγότερο και από μια πρόσφατη -δήθεν- ρατσιστική επίθεση οπαδού προς έναν αθλητή. Είναι εμφανές πως το αισθητήριο της κοινωνικής ευαισθησίας μιας μάζας φτωχοποιημένων πολιτών, βρίσκεται σε σύγχυση ιεραρχιών αλληλεγγύης. Και αυτό σε καμία περίπτωση δε μειώνει την ανάγκη πάταξης των -πραγματικών- ρατσιστικών φαινομένων.

Έτσι, όταν οι ίδιες οι κοινωνίες αδιαφορούν, για ποιό λόγο να επέμβει η πολιτεία; Αν δεν πρόκειται για φαινόμενο που πλήττει επιχειρηματικά ή συνδικαλιστικά συμφέροντα, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των δυο προαναφερθέντων πόλων δεν αναγνωρίζουν τον λόγο επαναφοράς του θέματος στην ημερήσια διάταξη. Αυτό ίσως γίνει σε κάποιο δελτίο επικαιρότητας, όταν οι πρυτανείες αποφασίσουν να βγάλουν τις ετήσιες (σχεδόν οργουελικές) ανακοινώσεις “αφύπνισης” προς την πολιτεία. Το αποτέλεσμα τέτοιων δράσεων περιορίζεται απλώς σε μια ισχνή αύξηση της τηλεθέασης.

Εφόσον κοινωνία και πολιτεία απέτυχαν παταγωδώς, κρύβοντας το πρόβλημα “κάτω από το τραπέζι” με αλόγιστο κόστος, ίσως έχει έρθει η ώρα η επίλυση του προβλήματος να αναληφθεί από την οικονομική επιστήμη. Με την παραπάνω πρόταση, εννοείται η αντιμετώπιση της κατάστασης με άμεσο χτύπημα στη γενεσιουργό αιτία της, στα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την δραστηριοποίηση στην “αγορά” των ναρκωτικών.

[widget id=”text-6″]

Ας μπούμε έτσι στην καρδιά του ζητήματος. Κάθε ορθολογιστής με μεγαλύτερη ή μικρότερη οξυδέρκεια μπορεί να διακρίνει πως η δίωξη των ναρκεμπόρων μέσω αστυνομικών επιχειρήσεων εκκαθάρισης, δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο μιας βραχύβιου χρόνου πρόταση λύσης. Οι συλλήψεις κάθε χρόνο αυξάνονται, αλλά παράλληλα και το μέγεθος του προβλήματος, σχήμα οξύμωρο. Τα καρτέλ ναρκωτικών συνεχίζουν να ισχυροποιούνται, χρησιμοποιώντας ως εξιλαστήρια θύματα “μισθωτούς” μικροεμπόρους – εκτελεστικά όργανα παράνομης διακίνησης. Και όλα αυτά κάτω από την ομπρέλα της πλήρης επίγνωσης ενός καταρρέοντος κρατικού μηχανισμού, που εθελοτυφλεί στη βάση μιας αποτυχημένης απαγόρευσης χρήσεως των παραπάνω ουσιών.

Η ρεαλιστική πρόταση επίλυσης δεν μοιάζει πλέον να είναι άλλη πέραν της δημιουργίας μικρών μονάδων του Εθνικού Συστήματος Υγείας που θα διαθέτουν και θα παρέχουν ηρωίνη και αντίστοιχες ναρκωτικές ουσίες σε τοξικοεξαρτημένους ανθρώπους σε τιμές μηδενικού κόστους από την μεριά της ζήτησης, υπό καθεστώς ανωνυμίας, πλήρους ασφάλειας και σε υγειονομικά άψογες συνθήκες. Παράλληλη πρέπει να είναι και η ενίσχυση, τόσο οικονομική όσο και γνωστική, των κέντρων απεξάρτησης για εκείνους που θα το επιλέξουν.

Αποτέλεσμα των παραπάνω τομών, η δραστική μείωση των εμπόρων του θανάτου και σταδιακά η εξαφάνισή τους. Ο λόγος είναι εύληπτος και ο συλλογισμός σαφής: Ποιός χρήστης θα προτιμήσει μια -συγκριτικά- ακριβή και νοθευμένη ουσία, η χρήση της οποίας γίνεται κάτω από συνθήκες πλήρους απαξίωσης και υγειονομικής αθλιότητας, έναντι μιας καθαρής και ανέξοδης δόσης σε ένα ασφαλές για τον ίδιο περιβάλλον; Περαιτέρω, τα οικονομικά εργαλεία οδηγούν στην ασφαλή πρόβλεψη εξάλειψης των παρεμπόρων, μέσω του μηχανισμού της “αγοράς”. Η κατάργηση των μονοπωλιακών συνθηκών θα τους αποβάλει αυτόματα από τις τάξεις των κερδοφόρων δραστηριοποιήσεων, καθώς ο ανταγωνισμός της μηδενικής τιμής είναι οικονομικά αβάσταχτος.

Πολλά ερωτήματα είναι αναμενόμενο να διεγερθούν στη σκέψη της παραπάνω ανάλυσης. Μερικοί θα αντιδράσουν επιφυλακτικά στη βάση της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτές τις μονάδες του ΕΣΥ. “Θα μπορεί ο καθένας -ακόμα και ένα παιδί- να έρθει σε επαφή με ναρκωτικά και άρα να δοκιμάσει, ” ίσως σκεφτούν. Τέτοιου τύπου κριτικές παραπέμπονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1920 και της ποτοαπαγόρευσης. Όπου η ελευθερία αντιμετωπίστηκε ως κίνδυνος, μέσω του εκάστοτε νόμου Βόλστιτν, και η καταστολή ως προστατευτική πράξη, το αποτελέσματα ήταν η ανάδυση του εκάστοτε Αλ Καπόνε. Δεν φέρνει η ελευθερία τον εθισμό, αλλά τα σαθρά μιμητικά κριτήρια που τελικά προκύπτουν από μια κακή εκπαίδευση και μια άστοχη καθοδήγηση. Αναπαράγονται έτσι ασταθείς ψυχοσυνθέσεις έτοιμες για εκμετάλλευση από το παρεμπόριο ψυχών.

Σε κάθε περίπτωση είναι λογικό το παραπάνω μοντέλο να ξενίζει. Αντίστοιχα προγράμματα όμως, έχουν αρχίσει να λαμβάνουν χώρα σε διάφορα άλλα κράτη. Μελετώντας τα παραδείγματα της Ελβετίας και της Πορτογαλίας (χώρες πρωτοπόρες στην εφαρμογή συστημάτων αντίστοιχων της παραπάνω πρότασης) βλέπουμε πως στην πρώτη, από το 65% του πληθυσμού που θεωρούσε τα ναρκωτικά μείζον πρόβλημα για την χώρα, μετά την εφαρμογή παρόμοιων μέτρων, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 15%. Ακόμα, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Δικαστικής Επιστήμης και Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου της Λωζάνης, ο αριθμός των τοξικομανών που σχετίζονταν με τη διακίνηση μειώθηκε κατά 2/3 και οι νέοι δεν προσελκύστηκαν καθώς η μέση ηλικία των ασθενών ανέβηκε στα 45 χρόνια. Τέλος, οι οροθετικοί χρήστες δεν ξεπερνούν πλέον το 10%, πέφτοντας από το μακρινό 50%.

Το δεύτερο παράδειγμα, της Πορτογαλίας, συνεχίζει τα θετικά δείγματα. Κατάφερε να αυξήσει τον μέσο όρο ηλικίας της πρώτης επαφής με ναρκωτικές ουσίες από τα 12 στα 16 έτη. Ακόμα, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα ναρκωτικά, κατέγραψε το 2015 αναλογία έξι νεκρών από υπερβολική δόση ανά εκατομμύριο κατοίκων, τρεις φορές μικρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αντίστοιχα στοιχεία τεκμηρίωσης της δραστικότητας του αναλυθέντος μοντέλου μπορούν να βρεθούν και σε διάφορες άλλες χώρες. Αν επιθυμούμε την αποτελμάτωση της κοινωνίας από τη χρόνια νάρκωση στα έξω-οικονομικά (και μη λαϊκιστικά) ζητήματα, πρέπει να σταθούμε με θάρρος δίπλα στους λιγότερο ψυχολογικά δυνατούς ανθρώπους, προκειμένου να βοηθηθούν στην επανένταξή τους στον κοινωνικό ιστό. Σε έναν κοινωνικό ιστό όμως, που θα νοιάζεται για τον συνάνθρωπο και θα στέκεται αρωγός στις αδυναμίες του. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι αποχωρήσεις από αυτόν θα γίνουν περισσότερες από τις εντάξεις.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο