Dunkirk, κριτική λίγο πριν τα Όσκαρ

Δουνκέρκη, Μάης του 1940. Τα γερμανικά στρατεύματα αφού κατέλαβαν όλη τη Γαλλία,απέκλεισαν τις Συμμαχικές Δυνάμεις στο βόρειο λιμάνι της Γαλλίας,στο στενό της Μάγχης. Κατόπιν εντολής του Τσώρτσιλ ξεκίνησε η διάσωση των 400.000 στρατιωτών (επιχείρηση Ντιναμό). Το λιμάνι της Δουνκέρκης ήταν το τελευταίο οχυρό των Συμμάχων και η κατάκτηση του από τους Γερμανούς θα τους έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη Βρετανία,γεγονός που καθιστούσε απαραίτητη τη διάσωση των στρατιωτών,με κάθε μέσο ακόμη και με τη συνδρομή απλών πολιτών με δικά τους σκάφη. Αυτή η καθολική αρωγή και πράξη αυτοθυσίας ενέπνευσε τον Κρίστοφερ Νόλαν να αποτυπώσει στον κινηματογραφικό φακό το πολεμικό του έπος που δεν έχει πρωταγωνιστές και μας καλεί να ταυτιστούμε με τους απλούς στρατιώτες που βρίσκονται στο έλεος των Γερμανών και κάνουν έκκληση για σωτηρία.

Η ταινία αναπτύσσεται σε τρεις θεματικούς άξονες  με την αφήγηση να χωρίζεται σε πλάνα στη ξηρά,στη θάλασσα και τον αέρα με διαφορετικές όμως χρονικές ταχύτητες και συχνές αναδρομές με επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις που δίνουν βάση στις λεπτομέρειες προκειμένου να αποτυπωθεί η αγωνία των πρωταγωνιστών και ο προσωπικός τους αγώνας για επιβίωση. Στην παραλία γνωρίζουμε έναν από τους στρατιώτες,τον Τommy (Fionn Whitehead),ο οποίος θα κάνει τα πάντα προκειμένου να επιβιβαστεί σε ένα από τα πλοία,ακόμη και να παραστήσει τον τραυματιοφορέα ώστε να τρυπήσει στο πλοίο. Ο Whitehead καταφέρνει να ενσαρκώσει πιστά το ρόλο του και να μας μεταφέρει την αγωνία που θα ένιωθε ένας στρατιώτης που αγωνίζεται να σωθεί αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μας καταπλήσσει.

Στη θάλασσα γινόμαστε μάρτυρες της αυτοθυσίας και αλληλεγγύης των απλών πολιτών που έσπευσαν να συνδράμουν στη διάσωση των στρατιωτών μέσω ενός πατέρα (Μark Rylance),του γιου του και ενός νεαρού που με το πλοιάριο τους θα συμβάλλουν στον αγώνα. Αυτοί θα περισυλλέξουν τους έρμαιους στο έλεος των Γερμανών στρατιώτες που βρίσκονται στη θάλασσα. Ανάμεσα τους και ένα στρατιώτη που βρίσκεται σε σοκ από τη δίνη του πολέμου (Cillian Murphy).

Ίσως,όμως η πιο αξιομνημόνευτη πλευρά της αφήγησης στην ταινία βρίσκεται στους αιθέρες με τις εντυπωσιακές σκηνές αερομαχίας μεταξύ ενός πιλότου της RAF (Tom Hardy) και ενός πιλότου της Luftwaffe (το πρόσωπο του οποίου δε βλέπουμε ποτέ). Ο Νolan χρησιμοποιώντας Imax κάμερες και αληθινά αεροπλάνα,καταφέρνει να αποδώσει επικίνδυνα ρεαλιστικά τις αερομαχίες σαν να βρισκόμαστε μέσα στο πιλοτήριο στη θέση του πιλότου. Οι σκηνές αυτές με τα spitfires μπορούν άνετα να συγκριθούν με τις αερομαχίες στην ταινία The battle of Britain και Red Baron,με ελιγμούς των αεροπλάνων που κόβουν την ανάσα και καθηλώνουν τον θεατή.

Οι τρεις αυτοί άξονες παρουσιάζονται ισόποσα αλλά το προσκήνιο θα έλεγε κανείς ότι είναι ο μόλος από όπου περιμένουν να διασωθούν οι στρατιώτες. Από αυτόν ξεκινά και η ταινία,με το πλάνο της απέραντης παραλίας που αποτυπώνεται φωτογραφικά σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος και οι στρατιώτες να είναι παγωμένοι συντεταγμένοι σε σειρές περιμένοντας τη διάσωση τους. Στη ξηρά πέρα από τον Tommy δρά έστω και λίγο ο Kenneth Branagh στο ρόλο του διοικητή Bolton,χωρίς όμως να επικρατεί στην αφήγηση με την ερμηνεία του.

Παρόλο που πρόκειται για μια πολεμική ταινία που αναφέρεται σε γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,σπάει τους κανόνες των ταινιών αυτού του είδους και θέτει νέες βάσεις. Κατ΄αρχάς,έχει πολύ μικρή διάρκεια,γεγονός παράδοξο καθώς έχουμε συνηθίσει σε πολεμικές-ιστορικές ταινίες μεγάλου μήκους. Ακόμη,αν και διαθέτει ηχηρά ονόματα ηθοποιών (Tom Hardy, Kenneth Branagh,Cillian Murphy) αυτοί δεν μονοπωλούν την αφήγηση ούτε μπορούν να θεωρηθούν άμεσα πρωταγωνιστές. Η βάση δίνεται στη μάζα των στρατιωτών και αυτό αποδεικνύεται και από το σχεδόν ανύπαρκτο σενάριο. Συνήθως τέτοιου είδους ταινίες στηρίζονται στις προσωπικές ιστορίες και ερμηνείες των πρωταγωνιστών αλλά όχι εδώ. Ο Nolan προτιμά να δώσει έμφαση στη δράση και όχι να μας παρουσιάσει τις προσωπικές ιστορίες των κύριων προσώπων. Κύριο μέλημα του είναι να μεταφέρει το μήνυμα ότι τελικά η επιβίωση είναι η πραγματική νίκη. Οι εικόνες όμως δεν θα έδεναν πραγματικά χωρίς την εξαιρετική μουσική επένδυση του Hans Zimmer,που μας φέρνει πιο κοντά στη ψυχολογία των στρατιωτών αλλά και τη φωτογραφία του Hoyte Van Hoytema που καταφέρνει να περάσει το δέος και την ατέρμονη προσπάθεια για επιβίωση. Παρ΄όλες όμως τις προσπάθειες του Νolan και των δύο προηγούμενων το στοίχημα της ταύτισης με τους στρατιώτες δεν επιτυγχάνεται. Αναγνωρίζονται η σκηνοθετική δεινότητα του Cristopher Nolan και η καθηλωτική μουσική σε συνδυασμό με την ωμή,ρεαλιστική φωτογραφία αλλά σε γενικές γραμμές η ταινία λόγω του καθολικού αφαιρετικού της τόνου αφήνει το θεατή απομακρυσμένο από το ιστορικό γεγονός και με την αίσθηση ότι κάτι λείπει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία που καταφέρνει να συναρπάσει με το παζλ των αριστοτεχνικά κολλημένων εικόνων υπό τον Nolan αλλά τελικά καταλήγει σε ένα άψυχο και ελλιπές αποτέλεσμα που μηχανικά οδηγεί στη λύτρωση των θεατών από το άχθος της τραγωδίας στη Δουνκέρκη.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο