
«Την λένε Εύα»… και ήταν αγόρι
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή, στις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου ή τυχόν ταμπού που σε στοιχειώνουν και σε εμποδίζουν από το να έρθεις πιο κοντά στο διπλανό σου ώστε αν όχι να τον αγαπήσεις, τουλάχιστον να τον καταλάβεις. Αν θέλεις δηλαδή να μην έχεις διπλά σταθμά, αλλά να αποδέχεσαι τους πάντες, τότε ναι, πρέπει να δίνεις έμπρακτα, χώρο στον καθένα. Μία από αυτές τις φορές, ανασκουμπώθηκα και αποδέχτηκα ότι ο πυρήνας της επόμενης συνέντευξης θα ήταν μία τρανσέξουαλ και η ζωή της.
Ήταν μια συνέντευξη που έμοιαζε περισσότερο με πρόκληση. Τουλάχιστον προσωπικά μιλώντας. Ωστόσο αυτό το μίνι ταξίδι που μας προσέφερε η θεατρική παράσταση «Την λένε Εύα»- στο θέατρο Αυλαία, στα πλαίσια του φεστιβάλ “Το αυλαία…πάει αυλαία” που διοργανώνουν οι όψεις πολιτισμού-και οι συντελεστές της, με έκαναν να αναθεωρήσω, να μάθω και να θυμάμαι πάντα, ότι πίσω από κάθε άνθρωπο κρύβεται μια (τραγική;) ιστορία, την οποία αν μη τι άλλο οφείλω να σεβαστώ.
Την Εύα Κουμαριανού λοιπόν, μία τρανσέξουαλ που έζησε κάνοντας φυλακή, πεζοδρόμιο και trash tv, μας σύστησε ο σκηνοθέτης του θεατρικού μονολόγου -βασισμένου σε πρότερη συνέντευξη- Αντώνης Μποσκοίτης.
–Η παράστασή σας «Την λένε Εύα» συνεχίζεται για δεύτερη πετυχημένη σαιζόν. Ήσασταν σίγουρος εξ αρχής για την επιτυχία που θα είχε η μεταφορά μιας συνέντευξης σε θεατρικό έργο ή διατηρούσατε τις επιφυλάξεις σας;
«Όταν ξεκινάει κανείς κάτι δεν είναι σίγουρος για το αν θα έχει επιτυχία ή όχι. Αλλά τα θεωρώ υπερβολικά όλα αυτά, δεν έχει κάνει καμία τρελή επιτυχία, εξακολουθούμε να είμαστε μια περιθωριακή παράσταση. Δεν έχουμε δηλαδή θεσμοθετηθεί, ούτε έχουμε επιχορηγήσεις από κάπου. Τώρα το ότι παιζόταν σε θέατρο 40 ατόμων και αρκετές φορές διώξαμε καμιά δεκαριά άτομα, γιατί είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 50, αυτό ναι, είναι μια επιτυχία».
–Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας έπεισε τον κόσμο να δει και να αγαπήσει την Εύα;
«Η αλήθεια της. Ο κόσμος που έρχεται στην παράσταση γελάει και δακρύζει. Περνάει καλά αλλά και προβληματίζεται. Επίσης, το κοινό έχει διευρυνθεί, ενώ αρχικά δηλαδή μιλούσαμε για ένα αμιγές gay κοινό, πλέον έρχονται αρκετοί «άσχετοι» που στο τέλος θέλουν να αγκαλιάσουν την Εύα. Μιλάμε για ένα ετερόκλητο κοινό, κάτι το οποίο επιτεύχθηκε σταδιακά».
–Είσαστε αισιόδοξος με την ανοχή του κόσμου ως προς τη διαφορετικότητα ή υπάρχει κάτι που σας φοβίζει;
«Ευχαριστημένος δεν είμαι, ο κόσμος έχει ακόμη πολλά ταμπού και προκαταλήψεις. Ειδικά στο θέμα ομοφοβία και τρανσοφοβία, η Ελλάδα έχει ακόμη πολλά χιλιόμετρα να διανύσει».
–Τι σας επηρέασε ώστε να βασίσετε μια συνέντευξη- θεατρικό στα βιώματα ενός εκπροσώπου της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (τρανς);
«Εμένα μου αρέσουν πολύ οι περιθωριακοί άνθρωποι. Η Εύα λοιπόν ανήκει σε μια μειονότητα, και μέσα από τη γνωριμία μου με αυτά τα άτομα συνειδητοποίησα το εξής: οι πιο αντισυμβατικοί και αναρχικοί είναι οι τρανς, γιατί ζουν σε μια συνεχή κόντρα με το νόμο, ενώ αγωνίζονται να επιβιώσουν. Αυτό και μόνο τους κάνει γοητευτικούς στα μάτια μου. Φυσικά με επηρέασε και η συνέντευξη από μόνη της, γιατί ήταν τέτοιος ο λόγος της Εύας που στο τέλος της συνέντευξης της είπα “Σας ευχαριστώ γιατί μόλις μου χαρίσατε ένα θεατρικό μονόλογο”».
–Και γιατί επιλέξατε να γίνει η μεταφορά στο θέατρο και όχι σε βιβλίο;
«Βιβλίο έχει ήδη γράψει η ίδια το οποίο είναι αρκετά απλοποιημένο. Εμένα ο λόγος μου είναι κάτι διαφορετικό και έτσι καλούπωσα το δικό της λόγο, ώστε να δραματοποιηθεί η συνέντευξη και τελικά να προκύψει ένα θεατρικό».
–Υπήρξε κόσμος που να ενοχλήθηκε ή ενδεχομένως σας σχολίασε αρνητικά τόσο εσάς όσο και την παράσταση;
«Παραδόξως όχι, αν και εγώ δέχθηκα κριτική. Δηλαδή μου είπαν μετά τη Γώγου και τη Νταντωνάκη, θα ασχοληθείς με μία τρανς; Εμένα δε με ενόχλησε καθόλου αυτό. Ίσα-ίσα από την παράσταση πέρασαν αρκετοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ποιητές και λογοτέχνες και όλοι έφυγαν με την καλύτερη εντύπωση».
–Στην παραγωγή σας συνεργάζεστε με αξιόλογα ονόματα, όπως είναι η Λένα Πλάτωνος και η Τάνια Τσανακλίδου, που έδωσαν σάρκα και οστά στο αντίστοιχο τραγούδι της παράστασης. Θεωρείτε ότι αυτό προσελκύει το κοινό;
«Όχι, θεωρώ ότι είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Αν ήταν ένα κακό τραγούδι, και ο οποιοσδήποτε να το έλεγε, και ο Μίκης Θεοδωράκης να το έγραφε, αν δεν ήταν δυνατό από μόνο του δε θα είχε την ίδια απήχηση. Στην περίπτωσή μας, υπήρξε μια ιδιαίτερη χημεία που το έκανε και έδεσε».
–Θα κάνατε ποτέ τη συγκεκριμένη παράσταση χωρίς να πρωταγωνιστεί η ίδια η Εύα Κουμαριανού;
«Όχι. Είχα μιλήσει και με άντρες που θέλησαν να υποδυθούν το συγκεκριμένο ρόλο, αλλά το θεωρώ φοβερά κακόγουστο έως και ομοφοβικό. Γιατί όχι μια τρανς; Άσε που αυτό το έργο είναι η ίδια η Εύα. Δε θα το έκανα, θα το άφηνα απλώς να υπάρχει σα θεατρικό έργο».
–Τι είναι αυτό που σας εντυπωσίασε στην Εύα;
«Συνήθως τα άτομα που εκδίδονται -όπως και η Εύα- έχουν ως υπέρτατη αξία το χρήμα και έπειτα το σεξ. Η Εύα όμως διέφερε, ήταν σαν να μην την ενδιέφεραν τα λεφτά, ήταν χορτασμένη και όχι φραγκοφονιάς.»
–Τελικά αν θέλαμε να συνοψίσουμε το παράπονο και την ελπίδα της Εύας, τι θα γράφαμε;
«Το παράπονό της είναι μάλλον ότι πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια της, αλλά δεν κράτησε μερικά ώστε τώρα να ζει πιο άνετα. Αυτό είναι κάτι που τη γεμίζει με ανασφάλεια. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν είχε μανία με τα λεφτά, δηλαδή δεν τη νοιάζουν, αν και τα ξοδεύει εύκολα. Η ελπίδα της είναι ότι και μόνο με το τραγούδι της παράστασης, θα μείνει στη ιστορία των τρανς. Η χαρά της αυτή είναι να γυρίζουμε παντού και να παίζεται το έργο».
Το κομμάτι της συνέντευξης ήρθε στο τέλος του, ωστόσο η παράσταση ήταν λίγες ώρες μακριά μας. Η ώρα εν τέλει ζύγωσε και η Εύα μας συστήθηκε στη σκηνή, κάνοντας μια χορταστική αναδρομή στο παρελθόν της. Μέσα από τις περούκες, τα πλαστικά μέλη και το θηλυπρεπή λίκνισμα των γοφών, μυήθηκα σε έναν κόσμο όπου τα όρια μεταξύ των φύλων είναι ρευστά και το μαύρο γίνεται εύκολα λευκό.
Δε μου ήταν εύκολο. Παρόλα αυτά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα εν τέλει είναι, ότι είναι καλύτερο να αφήσουμε το Θεό που εγώ -και άλλο τόσο η ίδια η Εύα πιστεύει με τόση δύναμη- να την κρίνει και εμείς απλώς να λουφάξουμε σε μια γωνιά. Γιατί;
Γιατί,
Την λένε Εύα και τη βίαζαν συστηματικά σε ηλικία 13 χρονών ώσπου να ματώσει.
Την λένε Εύα και δε γνώρισε ποτέ πατέρα, παρά μόνο ένα δάσκαλο ο οποίος αποπειράθηκε να την αποπλανήσει.
Την λένε Εύα και την έχουν κατουρήσει στο πρόσωπο αστυνομικοί ενώ την περιέπαιζαν και τη χτυπούσαν.
Την λένε Εύα και όταν ήταν μικρή στο κρατητήριο, της χτύπησαν τα πόδια με ξύλο τριανταφυλλιάς.
Την λένε Εύα και δεν αξίζει την κριτική, το μίσος και την απέχθεια κανενός.
Το φινάλε της παράστασης ήρθε με την Εύα να πετάει την περούκα στο πάτωμα και την αποκάλυψη του ξυρισμένου κεφαλιού της. Τα επόμενα τρία λεπτά ο κόσμος τη χειροκροτούσε ενώ εκείνη έκλαιγε τραυλίζοντας ότι «αυτά τα δάκρυα είναι αληθινά».
Της χαμογέλασα από το βάθος της αίθουσας σα να της έλεγα «σε πιστεύω» όπως κάνουμε στα μικρά παιδιά και από μέσα μου της ζητούσα συγγνώμη.
Ελπίζω κάποια μέρα να μας συγχωρέσει.