Κ. Μαρκουλάκης: «Η κωμωδία με αφορά, μόνο όταν πηγάζει από μια βαθιά αλήθεια»
Κάποιοι τον γνωρίζουν επειδή πρωταγωνίστησε σε τηλεοπτικές σειρές όπως το “Λόγω τιμής” ή το “Έτσι ξαφνικά“. Άλλοι, πιο πιστοί λάτρεις της “μοναδικότητας” του θεάτρου -όπως αναφέρει και ο ίδιος- τον γνωρίζουν επειδή έχει ενσαρκώσει από τον Οιδίποδα και τον Ορέστη έως τον Χατούριαν του Μακντόνα και τον Μίλον Τιντλ από το “Sleuth”. Αλλά όλα αυτά είναι ενδεικτικά. Είναι δύσκολο-σχεδόν ακατόρθωτο να απαριθμήσεις την επαγγελματική πορεία του Κ. Μαρκουλάκη, χωρίς να γεμίσεις σελίδες επί σελίδων μιλώντας πότε για την υποκριτική του ικανότητα και πότε για τη σκηνοθετική του δεινότητα -χωρίς όλο αυτό να μοιάζει με κουραστικό οδοιπορικό στις επιτυχίες ενός “πολυμήχανου Οδυσσέα”.
"Ο Θεός της Σφαγής"
Θέατρο Αριστοτέλειο
Παρασκευή 28/4
Σάββατο 29/4
Κυριακή 30/4
Έχοντας λοιπόν αυτά κατά νου και δεδομένου ότι η πόλη μας έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει την παράσταση “Ο Θεός της Σφαγής” στο θέατρο Αριστοτέλειο– μια παράσταση που παίζεται για δύο χρόνια με αξιοσημείωτη επιτυχία στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πολλές γωνιές της γης, συζητήσαμε με τον κ. Μαρκουλάκη για τον ανήλικο εαυτό, για το θέατρο αλλά και για τις πολλαπλές παραστάσεις που συμμετέχει, πότε καθήμενος στην καρέκλα του σκηνοθέτη και πότε γοητεύοντας στο σανίδι, πάντοτε όμως με μαεστρία έμπειρου ηθοποιού που δε σου αφήνει το περιθώριο της αμφισβήτησης. Για του λόγου το αληθές:
[widget id=”text-6″]
-Φέτος σκηνοθετείτε τον “Αύγουστο” του Τρέισυ Λέτς (στο Θέατρο “Δημήτρης Χορν”) όπου αποκαλύπτεται μια δυσλειτουργική οικογένεια. Ταυτόχρονα, σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε στο “Θεό της Σφαγής” όπου αντίστοιχα ξεγυμνώνονται τα προβλήματα δύο ζευγαριών (και των οικογένειών τους). Ήταν τυχαία αυτή η συγκυρία ή υπάρχει αναγκαιότητα να μιλάμε γι’ αυτά τα ζητήματα;
“Υπήρχε και η “Δεύτερη φωνή” των Ρέππα-Παπαθανασίου στο Αποθήκη που ήταν πάλι η ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας στην εποχή της μεταπολίτευσης αλλά και το “Για όνομα” στο Αλίκη που ήταν ένα γαλλικό νέο μπουλβάρ, που είχε όμως πάλι να κάνει με τις πολύ κοντινές σχέσεις, τις συγγενικές, τις οικογενειακές αλλά και τις πολύ-πολύ φιλικές. Έτσι λοιπόν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει κατόπιν εορτής έναν ιστό που μπορεί να συνδέει πράγματα, που στην αρχή μεταξύ τους να μοιάζουν ασύνδετα. Ένας ιστός που έχω βρει εγώ, είναι ότι με απασχολεί το ζήτημα των σχέσεων– είναι άλλωστε και πολύ κεντρικό ζήτημα στη δραματουργία. Το ζήτημα με άλλα λόγια των ανιόντων και των κατιόντων, των παιδιών και των γονιών καθώς και το πόσο πολύ μας διαμορφώνει και μας γεμίζει όλη αυτή η συνύπαρξη με τα όποια προτερήματα αλλά και τα όποια ελαττώματα και απωθημένα μας. Επειδή ακριβώς αυτό που είμαστε σαν ενήλικες, διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία, είναι κάτι το οποίο με αφορά, πράγμα το οποίο αντιλήφθηκα κατόπιν εορτής, αφότου δηλαδή τα έκανα. Ο “Θεός της Σφαγής” και ο “Αύγουστος” ήταν δικές μου επιθυμίες, ενώ τα άλλα δύο έργα που σου ανέφερα ήταν παραγγελίες, στα όποια παρ’ όλα αυτά βρήκα ένα κοινό τοπίο. Και κάτι ακόμη: Οι άνθρωποι, από το σπουδαιότερο δημιουργό έως τον πιο ελάσσονα, λέμε τις ίδιες ιστορίες, αυτές που είναι κεντρικές για εμάς. Είναι ένας τρόπος να βγει στην παράσταση αυτό που μας αφορά και αυτό που αποτελεί την ανθρώπινη σύστασή μας.”
-Προσωπικά ανιχνεύετε ομοιότητες με το χαρακτήρα τον οποίο υποδύεστε στο “Θεό της Σφαγής” (Αλαίν Ρέιγ);
“Στο συγκεκριμένο έργο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ομοιότητες με κομμάτια από τον καθένα από τους ήρωες. Μπορεί δηλαδή να ταυτιστεί με τον Αλαίν όταν διατυπώνει την θέση ότι το να τσακωθούν δύο παιδιά στο σχολείο είναι απόλυτα φυσικό -και μάλιστα υπάρχει ένα κομμάτι βίαιο το οποίο σιγά σιγά οργανώνεται και εκπαιδεύεται να λειτουργεί με κανόνες-, μπορεί όμως και να ταυτιστεί με την ανησυχία της Βερονίκης, με την προσπάθεια συναίνεσης και συγκράτησης των τρομερών νεύρων και απωθημένων του Μισέλ, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να ταυτιστεί με την παθητικότητα και αυτά που συσσωρεύει μέσα της η Ανέτ. Νομίζω ότι αυτό που κάνει πολύ έξυπνα το έργο είναι ότι δε δίνει σε κάποιον το δίκιο και σε κάποιον το άδικο αλλά αντίθετα τα μοιράζει σε τέσσερις πολύ αναγνωρίσιμους τύπους ανθρώπων, μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης του Δυτικού Πολιτισμού.”
–Στο σημείωμά σας για την παράσταση αναφέρετε ότι “Ο καλός, πολιτισμένος εαυτός μας δεν είναι μάσκα. Είναι το ίδιο ειλικρινής με τον πρωταρχικό και βίαιο. Απλώς, είναι κατασκευασμένος.” Θα θέλατε να μας εξηγήσετε;
“Αυτό το έργο δεν είναι ένα έργο για την υποκρισία των αστών, όπως μερικές φορές κατά τη γνώμη μου λανθασμένα έχει διατυπωθεί. Η επιθυμία να προχωρήσουμε στις κοινωνικές μας σχέσεις και να λύσουμε τις διαφορές μας χρησιμοποιώντας τα εργαλεία με τα οποία μας έχει εφοδιάσει ο πολιτισμός τις τελευταίες χιλιετίες (ανεκτικότητα, συναίνεση, ψυχραιμία, επιθυμία να καταλάβουμε τη θέση του άλλου, εσωτερικός καταναγκασμός)- όλα αυτά είναι εργαλεία απολύτως χρήσιμα, τα οποία ο εαυτός μας τα αξιοποιεί με συνείδηση αλλά και γνώση του ότι κάνουν καλό. Γιατί είναι χάρη σε αυτά τα εργαλεία που μπορούμε να ζούμε σε ομάδες. Χωρίς αυτά, θα είμαστε ζούγκλα. Αλλά δεν είμαστε μόνο ζούγκλα και βάρβαροι και πρωτόγονοι, αλλά ίσα ίσα, έχουμε και μια ειλικρινή επιθυμία να οργανώσουμε κοινότητες, ήδη από την εποχή της Αγροτικής Επανάστασης. Άρα ο εαυτός μας, που προσπαθεί να συνεννοηθεί και να κατασιγάσει τα πρωταρχικά του ένστικτα είναι μεν ειλικρινής αλλά και κατασκευασμένος. Ο μη κατασκευασμένος εαυτός μας (άσε ένα παιδί να μεγαλώσει στη ζούγκλα για παράδειγμα) θα μεγαλώσει και θα διαμορφωθεί ως ένα άγριο ζώο. Όλο το υπόλοιπο είναι μια κατασκευή,όχι όμως υποκριτική. Εάν π.χ εμείς οι δύο μαλώσουμε και εσύ δεν με χτυπήσεις, αλλά μαζί προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο συνεννόησης, δεν είναι μια υποκριτική, ψευδής συμπεριφορά, αλλά ένας εσωτερικός καταναγκασμός του πολιτισμένου ανθρώπου που μας βοηθά να προχωρήσουμε στις κοινωνίες μας. Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε αυτά τα εργαλεία, ωστόσο είναι κάποιες φορές τόσο μεγάλη η πίεση των προβλημάτων μας που δεν αντέχουμε και σπάμε. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι ορθολογικό ον αλλά έχει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα της λογικής επεξεργασίας.”
–Όπως και στο “Θεό της Σφαγής” αναφέρετε ότι κατά βάθος παραμένουμε ανήλικοι, έτσι και στον “Πουπουλένιο” επισημαίνετε ότι “Δεν υπάρχουν ενήλικες”. Το πιστεύετε σαν αρχή αυτό;
«Δεν υπάρχουν ενήλικες»
“Ναι, είναι μια θέση την οποία πιστεύω πολύ βαθιά. Αυτό συνδέεται με την πρώτη ερώτηση, που αναφερόταν στην κόκκινη κλωστή που δένει τα πράγματα και φανερώνει ποιοι είμαστε και τι πιστεύουμε σαν άνθρωποι. Με αυτή λοιπόν την ακραία, προβοκατόρικη φράση “Δεν υπάρχουν ενήλικες” εννοώ ότι είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο ανήλικος εαυτός μας, έχουμε διαμορφωθεί πάνω σε αυτόν. Εκεί βρίσκονται οι βαθύτερες επιθυμίες μας, οι ευγενέστερες φιλοδοξίες μας, τα χειρότερα απωθημένα- όλα πατούν πάνω σε αυτόν. Αυτός όμως σιγοκαίει και ξεσπά. Ταυτοχρόνως, είναι χρήσιμος για άλλα πράγματα-σκέψου ότι με αυτόν τον ανήλικο εαυτό δημιουργούμε οι καλλιτέχνες. Αυτός ο ανήλικος εαυτός λοιπόν, είναι που μας κάνει να χαιρόμαστε τη ζωή ή να κρατήσουμε ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τον κόσμο γύρω μας. Οπότε από τη μια πρέπει να τον φροντίζουμε, και από την άλλη οφείλουμε να τον ελέγχουμε και να τον κρατάμε περιορισμένο.”
–Ήταν εύκολο να “αποχωριστείτε” τον Πουπουλένιο, όντας αγαπημένο σας έργο αλλά ταυτοχρόνως και μεγάλη εμπορική επιτυχία;
“Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το αποχωριστούμε, κυρίως γιατί ήταν πολύ αγαπημένο μου έργο και οδήγησε σε μια πολύ σπάνια, ιδιαίτερη και ευτυχισμένη συγκυρία. Αναφέρομαι στην παράσταση που έγινε και στη συνάντηση με τους άλλους τρεις (Πυρπασόπουλος, Παπασπηλιόπουλος, Κουρής). Και όλα αυτά όχι μόνο λόγω της επιτυχίας, αν και η αποδοχή από το κοινό είναι όντως πολύ σημαντική-ειδικά όταν είναι απόλυτη και διαστρωματωμένη από τους κριτικούς και τους αυστηρά θεατρόφιλους. Πριν όμως από αυτό και ίσως πιο πάνω από αυτό, έρχεται η συνάντηση. Έρχεται κάτι, που συμβαίνει στη σκηνή και στην πλατεία και είναι πέρα από την επιτυχία. Δεν την αρνούμαι, απλώς πιστεύω ότι δεν πρέπει να συνδιαλέγεσαι με την επιτυχία. Αυτό που πρέπει να αναζητήσεις είναι το τι θέλεις να πεις και να το κάνεις με ειλικρίνεια, βρίσκοντας παράλληλα τους κατάλληλους συνεργάτες ώστε να το επιτύχεις. Ήταν εν τέλει δύσκολο να τον αποχωριστούμε, και η αλήθεια είναι ότι στη Θεσσαλονίκη παίξαμε την τελευταία μας παράσταση. Αυτό συνέβη πάλι φέτος, γιατί επιτύχαμε τη συνάντηση με τις δύο ηθοποιούς (Γουλιώτη, Μιχαλοπούλου) βρήκαμε το έργο και όλο αυτό λειτούργησε ίσως και καλύτερα από τον “Πουπουλένιο”. Είναι σαν αυτό που έχεις ερωτευτεί στα 16, όλο αυτό ολοκληρώθηκε και λες “Πάει, αυτή ήταν η ερωτική μου ζωή, δε θα ξανανιώσω ποτέ τόσο βαθιά.” Αλλά ξαναερωτεύεσαι και μάλιστα ένα πρόσωπο πολύ διαφορετικό και το μόνο που παραμένει ίδιο είναι ο ειλικρινής, αληθινός εαυτός σου. Έτσι βρισκόμαστε πάλι στην ίδια θέση, όπου πρέπει μετά από δύο χρόνια παραστάσεων, να αποχωριστούμε ένα έργο, το “Θεό της Σφαγής” για κάτι καινούργιο, το οποίο κιόλας είναι διαφορετικό- γιατί πρέπει κανείς να φροντίζει και αυτό: να βρίσκει διαρκώς κάτι νέο να παρουσιάσει στους θεατές του και να αποδεικνύει ότι όντως κουράζεται για να δημιουργήσει.”
–Οι κριτικές για τις σκηνοθετικές σας ικανότητες κάνουν λόγο για “εξισορρόπηση του κωμικοτραγικού”, για “μεταμοντέρνα τόλμη” και άλλα πολλά θετικά. Τι συνιστά για εσάς αφετηρία για τη σκηνοθεσία και διαφοροποιείται καθόλου όταν συμμετέχετε και ο ίδιος στην παράσταση;
«Εμένα με κινητοποιεί μονάχα ένα πράγμα: κάτι που θέλω να πω.»
“Κοίτα, όσον αφορά τις κριτικές, μπορεί να είναι από διθυραμβικές έως φοβερά αρνητικές, δε μπορείς ούτε να τις προβλέψεις, ούτε να κινηθείς με βάση αυτές. Εμένα με κινητοποιεί μονάχα ένα πράγμα: κάτι που θέλω να πω. Μια ιστορία που θέλω να διηγηθώ με άλλα λόγια, γιατί κάτι θέλω να πω μέσα από αυτή. Άλλωστε, για μένα το θέατρο είναι κατ’ εξοχήν τέχνη της ρητορικής, τέχνη που επικοινωνεί νοήματα. Βέβαια, αντιλαμβάνομαι ότι κανείς μπορεί να ξεκινήσει από τελείως διαφορετική αφετηρία, από τη φόρμα, από μια ιδέα αισθητικής, από μια σκηνογραφική σύλληψη ή και από μια εικόνα. Ο καθένας έχει έναν διαφορετικό τρόπο που δουλεύει αλλά και που βλέπει τον κόσμο. Για εμένα λοιπόν, ουσία έχει ένα νόημα, ένα περιεχόμενο. Τώρα το αν διαφοροποιείται η σκηνοθεσία όταν ταυτόχρονα παίζω, είναι τεχνικό ζήτημα. Χρειάζεται εμπειρία, έναν ηθοποιό που έχει περάσει πολλά χρόνια στη σκηνή, με ακονισμένα εκφραστικά μέσα και τεχνική και τέλος η ομάδα σου θέλει να είναι πολύ καλά μάτια. Γιατί ένα πρόβλημα που μπορεί να έχει ένας ηθοποιός που είναι και σκηνοθέτης, είναι ότι συνήθως ο σκηνοθέτης αδικεί το ρόλο του γιατί δεν έχει κάποιον να τον δυσκολέψει όπως κάνει ο ίδιος στους ηθοποιούς του. Με άλλα λόγια να τον μετακινήσει από κάτι που του είναι εντελώς φυσικό, από την ευκολία του. Γι’ αυτό πρέπει να είσαι και σε μεγάλη επαγρύπνηση και να έχεις πολύ καλά μάτια ανθρώπων πάνω σου.”
[widget id=”text-6″]
–Ένα έργο που σας έκανε να δακρύσετε πρόσφατα;
“Ο “Αύγουστος” είναι για μένα ένα πολύ συγκινητικό έργο. Είναι ένα έργο βαθύ. μαύρο αλλά ταυτόχρονα πολύ διασκεδαστικό. Εμένα μ’αρέσει πολύ αυτή η ισορροπία– υπήρχε στο “Θεό”και στον “Πουπουλένιο” επειδή ακριβώς υπάρχει και σε μένα. Δεν είναι ότι τα κάνω εγώ τα έργα έτσι, αλλά βρίσκω αντίστοιχα έργα. Αλλά και η ματιά μου έχει την επιθυμία για αυτή την κόψη- για κάτι πολύ σοβαρό,βαθύ,πικρό, απελπισμένο και γι΄αυτό μπορεί να είναι και αστείο. Δε ξέρω αν το παρατηρήσατε, αλλά στο “Θεό” δεν υπάρχει τίποτα αστείο, κάποιος που παίζει αστεία, δεν κάνουμε κωμωδία. Όταν κάνουμε κωμωδία, εννοούμε ότι παίζουμε δίπλα στο ρόλο, κάνουμε αστεία. Εμένα αυτό δε με αφορά.
–Δε σας αφορά η κωμωδία;
“Η κωμωδία με αφορά αλλά μόνο όταν πηγάζει από μια βαθιά αλήθεια. Νομίζω άλλωστε ότι αυτό είναι και μέρος της επιτυχίας του “Θεού”. Μπορεί δηλαδή να κάνει το κοινό να γελάσει αλλά ταυτοχρόνως να του σηκωθεί η τρίχα. Μ’αρέσει πάρα πολύ όταν δημιουργείται στο θεατή αυτή η αίσθηση που βιώνει κανείς όταν είναι στο τρενάκι του τρόμου ή στα roller coasters, όπου την ώρα που πέφτει το βαγόνι σου, τρομάζεις και την ίδια στιγμή γελάς. Αυτό λοιπόν το αίσθημα δεν είναι πάρα πολύ συχνό στο θέατρο, και χαίρομαι όταν συμβαίνει. Στην παράσταση μπορεί ο θεατής να γελάσει αλλά μετά σιωπά απότομα, γιατί αποκαλύπτεται κάτι βαθύ και απελπισμένο. Φυσικά για να το επιτύχει κανείς αυτό, χρειάζεται χημεία με τον άλλο, σχεδόν να κινείται στα τυφλά.”
–Τελικά, το θέατρο δε θα σταματήσει ποτέ να υπάρχει επειδή…
“Επειδή καταναλώνεται τη στιγμή που παράγεται. Επειδή είναι ζωντανοί άνθρωποι που πάσχουν μπροστά σε άλλους ζωντανούς ανθρώπους. Αυτό το καθιστά μοναδικό. Το ότι στο θέατρο εκφέρεται το νόημα μαζί με την αναπνοή και την ακούς, τη νιώθεις, και όταν ζεσταίνονται και ιδρώνουν οι ηθοποιοί στη σκηνή, το νιώθεις και εσύ, το εισπράττεις, είναι κάτι μοναδικό. Αυτό κουβαλάει μια αλήθεια που καμία τέχνη, όπως παραδείγματος χάρη ο κινηματογράφος που παρά τις τεχνικές και τα κόλπα του, δε μπορεί να αναπληρώσει. Το θέατρο είναι άλλο είδος, γι’ αυτό και δεν κινδυνεύει από την εποχή της εικόνας.”
Στο τέλος της συνέντευξης και ξυπνώντας μέσα μου το fangirl που, όταν είχε πρωτοδεί τον “Πουπουλένιο” έβαλε τα κλάματα με την αυτοθυσία του Μίκαλ και το θάνατο του Χατούριαν που σκεφτόταν μόνο τη διαφύλαξη των ιστοριών του, έβγαλα με περισσό θάρρος το λεύκωμα της αντίστοιχης παράστασης για υπογραφή. Όσο ο κ. Μαρκουλάκης υπέγραφε ανυποψίαστος, εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τη λέξη που χρησιμοποιεί η μητέρα μου για να χαρακτηρίσει ιερά τέρατα της υποκριτικής. “Θεατράνθρωπος” αποφάνθηκα, και του χαμογέλασα άτσαλα.
*Ο Θεός της Σφαγής θα παίζεται για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων μέχρι την Κυριακή 7 Μαΐου στο θέατρο Αριστοτέλειο. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.