Στην Α. (ή Παγκόσμια Μέρα κατά του Καρκίνου)

4 Φεβρουαρίου 2017

Σήμερα, που είναι Παγκόσμια μέρα κατά του Καρκίνου. Σήμερα που η μέρα ξεκίνησε με ήλιο και κατέληξε σε συννεφιά, με κάθισες σε ένα καφέ και μου είπες για τη φίλη σου που διαγνώστηκε με καρκίνο. «Τη φίλη σου εκείνη, που είχα γνωρίσει στο τάδε πάρτυ;» γνέφεις καταφατικά. Γνέφεις -τι άλλο να κάνεις, αφού δεν μπορείς να μιλήσεις.

Τρεις φορές πήγες να κλάψεις μέσα στο καφέ. Στο καφέ που όλοι σήμερα μου φαινόντουσαν αλλιώτικοι. Παράταιροι. Κάποιοι έπαιζαν τάβλι, ένα ζευγάρι φιλιόταν και μια οικογένεια σχεδίαζε που θα κάτσουν τα παιδιά. Χαμογελαστοί. Μια σκηνή θεατρική -η ζωή ολόκληρη να εξελίσσεται μπροστά μας. Αλλά Σήμερα, δεν τη μπορούσα -ένιωθα να μου βαραίνει τους ώμους, να με βουλιάζει σε ένα βούρκο χαμένης νιότης.

Στην αρχή –ίσως και να μην μπορούσα να καταλάβω ακόμη- ξεκίνησα τα παραγορητικά λόγια και ότι «όλα θα πάνε καλά» και «έχει ο Θεός». Τα πιστεύω αυτά, δεν το αρνούμαι. Απλώς να, τα βλέφαρά μου δεν κινήθηκαν καθόλου όσο μου μιλούσες για το πώς έγινε η διάγνωση, πώς πήγε το χειρουργείο και το τι θα ακολουθήσει. Όλα μπορούσα να τα φανταστώ μέσα από εικόνες ταινιών. Μια 18χρονη στα χαμένα, να μην ταιριάζει μέσα στις ιατρικές μπλούζες και στους σάπιους τοίχους, ούτε μέσα στις γέρικες αρρώστιες και την κατήφεια.

Μετά αλλάξαμε κουβέντα. Πόσο να στενοχωριέσαι, πρέπει να προχωρήσεις. Πανεπιστήμιο, ποτά, βόλτες –μικροπροβλήματα και καβγαδάκια. Αυτή ήταν η δική μας θεατρική παράσταση. Και τούμπαλιν. Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα ζούμε στην αβεβαιότητα τα υπόλοιπα χρόνια της ενήλικης ζωής μας. Ούτε αυτές που θα κάνουμε το νοσοκομείο δεύτερο (αν όχι πρώτο) σπίτι μας.

Στάθηκα βράχος και σε έκανα να πιστέψεις ότι είμαι ψύχραιμη και μπορώ να το διαχειριστώ. Φόρεσα τη μάσκα του σύγχρονου ανθρώπου που τα προβλήματά του είναι το τεσσάρι στη λογοτεχνία, τα unfollow στο instagram και το φαγητό της μαμάς που δεν είναι πάλι ζεστό -και σε ξεγέλασα.

[widget id=”text-6″]

Ξέρεις όμως τι έπαθα; Άκου, είναι σοβαρό. Βγαίνοντας από το καφέ, είχε αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος -αυτή την φορά επέμεινε. Κοίταξα γύρω μου και υπήρχαν παντού νέοι. Ξέγνοιαστοι. Όμορφοι. Χωρίς γυαλιά -αψηφούσαν τη λάμψη του ουρανού και έψαχναν για επίγειες λάμψεις- σε μάτια αγοριών και κοριτσιών.

Έτσι λοιπόν -μα πόσο απρόσεχτη- που τους κοιτούσα να περπατάνε κόντρα στο μεσημεριάτικο ήλιο, χέρι με χέρι σκέφτηκα τη φίλη σου, που πολύ θα τους Ζήλευε. Ζήλευε. Ζήλευε.

Τη βόλτα τους. Τη ξεγνοιασιά τους, την αφέλειά τους.

Και ενώ λοιπόν είχα προφυλαχθεί γερά με το ατσάλινο προσωπείο μου, είδα τα φρέσκα πρόσωπα να αντανακλάνε χρώματα και μουσικές -σα διάφανα μου φάνηκαν- και ένιωσα την προστασία μου να φεύγει.

Μέχρι να φτάσω σπίτι, το προσωπείο είχε πασαλειφθεί με ένα μάτσο απωθημένα δάκρυα. Σε ξεγέλασα γιατί ήθελα ένα σπίτι να κρυφτώ, να μην ξέρει κανείς πως υπάρχουν νεαρά θύματα. Να σκίσω τα εισιτήρια, τα βιβλία και τους στόχους μου -να γίνουν όλα ένα τίποτα και να μείνει μόνο μια αγκαλιά για τη φίλη σου.

Στην Α. που θα βγει νικήτρια. Στο λόγο μου.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο