Missions: Εμπειρίες απ’ τον πόλεμο
Ο Χρήστος Νταούλας συνάντησε τον Χρήστο Νταούλα! Ναι καλά είδατε! Ο Χρήστος-Παναγιώτης Νταούλας ετών 19 , δηλαδή ο γράφων, συνάντησε τον Χρήστο Νταούλα ετών 91, δηλαδή τον παππού του. Τόσα χρόνια πότε μου δεν είχα συνδυάσει την ηλικία του παππού μου με την χρονολογία 1940. Να όμως που ήρθε η στιγμή να μάθω τις εμπειρίες του παππού μου από τον πόλεμο. Μαζί με μένα όμως κι εσείς…
28η Οκτωβρίου 1940. Εσύ πόσο χρονών ήσουν;
Εγώ ήμουν 16 χρονών. Δούλευα από το ’36 ως το ’40 στα Τρίκαλα και έμενα στον Πυργετό. Κι εκείνη την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν στα Τρίκαλα.
Πως έμαθες ότι ξεκίνησε ο πόλεμος;
Ξέραμε από πριν. Μας ετοίμαζε ο Μεταξάς ότι θα έχουμε πόλεμο. Είχαν ετοιμαστεί όλοι. Είχαμε κάνει καταφύγιο στα Τρίκαλα. Ήταν η αεράμυνα που φύλαγε τα καταφύγια, με πήραν κι εμένα, μεγαλύτερο όμως. Μας είχαν πει ότι άμα κηρυχθεί πόλεμος θα χτυπήσουν οι σειρήνες, θα έρθουν τ’ αεροπλάνα, και εμείς έπρεπε να μπούμε στα καταφύγια. Αν έπεφτε δίπλα η βόμβα δεν πάθαινες κάτι, αν έπεφτε απάνω…πάει!
Εκείνη την στιγμή που ήσουν ακριβώς;
Ήταν Δευτέρα πρωί, ανοίξαμε τα μαγαζιά στις 8πμ, ήταν παζάρι. Εγώ δούλευα πίσω απ’ την πλατεία του ΟΤΕ, εκεί γινόταν η λαϊκή. Όλη η πλατεία ήταν γεμάτη. Μόλις χτύπησε η σειρήνα, δεν ξέραμε από πόλεμο κι εμείς, από κάτω απ’ την πλατεία είχε καταφύγιο, χωρούσαν 500 άτομα αλλά από φόβο δεν πήγε κανείς. Έφυγαν όλοι! Παρατήσαμε τα πάντα, τα μαγαζιά,τα πράγματα και φύγαμε όλοι προς το Λογγάκι, πήραμε τα βουνά. Μέχρι να φτάσουμε όμως πέρασαν τα ιταλικά αεροπλάνα, δεν βομβάρδισαν στα Τρίκαλα, πήγαν στην Λάρισα. Στην συνέχεια ξαναχτύπησαν οι σειρήνες να βγούμε, αλλά εμείς είχαμε φύγει όλοι (γέλια), γυρίσαμε το βράδυ. Μετά τ’ αεροπλάνα ερχόταν, αλλά εμείς είχαμε πάρει θάρρος. Δεν βομβάρδιζαν στα Τρίκαλα αλλά πήγαιναν στην Λάρισα, είχε στρατό εκεί. Τα βλέπαμε όμως και πηγαίναμε στα καταφύγια. Την ίδια μέρα είχε γίνει η γενική επιστράτευση. Όλοι μαζεύτηκαν στο σχολείο, απέναντι απ’ τον Άγιο Στέφανο. Δεν έδωσαν προσκλήσεις, όταν έδωσε διαταγή ο στρατός παρουσιάστηκαν όλοι, το Σύνταγμα 5. Εκεί γινόταν λόχοι, ντύνονταν, έπαιρναν εξοπλισμό και έφευγαν με τα ποδιά για την Αλβανία.
Εσύ πήγες;
Εγώ δεν πήγα. Ήμουν μικρός και δεν με έπαιρναν. Ήθελα να πάω, όλοι θέλαμε να πάμε αλλά δεν μας έπαιρναν. Ο κόσμος ήταν μονιασμένος!
Η ζωή εδώ πως ήταν;
Εδώ, καλά περνούσαμε αλλά φτωχά…
Περνούσαν τανκς;
Αυτά ήταν την άνοιξη με την εισβολή των Γερμανών, τώρα είχαμε πόλεμο με τους Ιταλούς.
[widget id=”text-6″]
Δηλαδή, όσο ήταν οι Ιταλοί, μόνο αεροπλάνα περνούσαν;
Πριν έρθουν οι Ιταλοί περνούσαν αεροπλάνα. Με το που κηρύχθηκε πόλεμος είχαν μπει στην Σαμαρίνα, αλλά ήταν λίγος στρατός εκεί. Αμέσως σε 1-2 μέρες έφτασε ο δικός μας στρατός στην Σαμαρίνα. Κι αυτοί πίστευαν ότι σε μία ώρα θα είναι στην Αθήνα. Αλλά τελικά βρήκαν μεγάλη αντίσταση εκεί και σιγά-σιγά οπισθοχωρούσαν. Έτσι, πήραμε θάρρος κι εμείς, ότι τους διώξαμε απ’ την Ελλάδα. Είχαν φτάσει στην Αλβανία. Στα Τρίκαλα ήταν μόνο δύο μεγάλα ραδιόφωνα. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν, όσοι θέλαμε να μάθουμε και στις 12:00μμ είχε απ’ το Γενικό Επιμελητήριο ειδήσεις. Αφού μαθαίναμε καλά νέα, φεύγαμε. Μάθαμε ότι μπήκαν οι Έλληνες στην Αλβανία, πήραν την Κοριτσά, την Χειμάρα… Κάθε βδομάδα και μία πόλη. Χτυπούσαν οι καμπάνες, ο κόσμος ήταν χαρούμενος, έβγαινε στις πλατείες. Οι εφημερίδες να γράφουν για τον Μουσολίνι. Πήραμε θάρρος, δεν φοβόμασταν!
Άρα, με τους Ιταλούς δεν καταλάβατε πόλεμο.
Πριν έρθουν, όχι. Απ’ τον Οκτώβρη του ’40 μέχρι και τον Απρίλη οι Ιταλοί ήταν εκεί. Δεν μπορούσαν να έρθουν εδώ. Είχε έρθει ο Μουσολίνι, μάζεψε χιλιάδες στρατό -τον καλύτερο- να κάνει επίθεση να μπει στην Ελλάδα. 9 Μαρτίου έγινε αυτή η μεγάλη επίθεση, ξέραμε κι εμείς και περιμέναμε. Περίμεναν να σπάσει το μέτωπο να μπουν στην Ελλάδα. Δεν μπόρεσαν όμως. Είναι αυτό το ύψωμα 7-31. Μου έλεγαν ότι γινόταν η μέρα-νύχτα. Αλλά δεν μπόρεσαν να ανεβούν τα τανκς πάνω. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν αλλά αυτοί κρυβόταν. Μέχρι και με την λόγχη έδιωχναν τους Ιταλούς. Δεν μπόρεσαν να μπουν στην Ελλάδα! Έκατσε μια βδομάδα ο Μουσολίνι. Άλλαξε όλους τους στρατηγούς. Δεν έγινε τίποτα όμως και έφυγε. Και αφού είδε ο Χίτλερ ότι δεν γινόταν τίποτα, ήρθαν οι Γερμανοί.
Συμπερασματικά, απ’ τον Οκτώβρη του ’40 μέχρι τον Απρίλιο, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να μπουν στην Ελλάδα, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Μόνο αεροπλάνα περνούσαν από εδώ πάνω. Μετά τον Απρίλιο οι Γερμανοί…
Εδώ μια βόμβα πέταξαν μόνο. Ποιος ξέρει, θα του έμμεινε και την πέταξε εδώ. Αυτό ήταν. Είχαμε πάρει θάρρος. Ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί. Σαν τώρα ήταν, Μεγάλη Εβδομάδα. Πριν έρθουν όμως βομβάρδισαν πρώτα τα Τρίκαλα. Εκείνη την ημέρα είχα τα βάλια (ζώο), δεν ξέρω, άδεια είχα απ’ το μαγαζί. Τα πήγαινα το πρωί να βοσκήσουν και τα έφερνα κατά τις 10 στο σπίτι.
Μόλις έφτασα, ήταν κάτι βατιώνες μεγάλες, έβλεπα αεροπλάνα πολύ χαμηλά, έφερναν γύρω και βομβάρδιζαν στα Τρίκαλα. Εγώ τα μέτρησα, ήταν 24. Κρύφτηκα σε μία βατιώνα, για να γλυτώσω. Βόμβες ήξερα, δεν ρίχνουν εδώ αλλά στα Τρίκαλα. Τα Τρίκαλα ως το βράδυ άδειασαν. Έφυγε και η αστυνομία και η αεράμυνα. Κανείς! Ερημιά! Πριν έρθουν οι Γερμανοί, απ’ τα χωριά πήγαιναν στα Τρίκαλα με τα κάρα και έκλεβαν, ρούχα, άλλα, τα φόρτωναν στα κάρα, τα ‘φερναν στα χωριά και τα έκρυβαν. Κανένας στα Τρίκαλα. Μετά από καμιά μέρα ήρθαν οι Γερμανοί. Εγώ με κάνα δυο άλλα παιδιά πήγαμε στο νεκροταφείο να τους περιμένουμε. Ε! Βαρούσαμε και παλαμάκια. Τι να κάνουμε!
Αλλά αυτοί ήταν κύριοι τότε στην αρχή, δεν πείραζαν! Ήρθαν με τα τανκς, με τα μηχανοκίνητα. Ερχόταν με αυτοκίνητα και άφηναν τους δικούς μας φαντάρους. Εκεί στο νεκροταφείο άφησαν έναν φαντάρο με τ’ όπλο του. Τον ρωτούσαν που θέλει να τον αφήσουν και τον άφησαν. Κατέβηκε αυτός και του λέμε “Δεν στο πήραν τ’ όπλο;”. “Τι όπλο, αυτοί έχουν μηχανοκίνητα” απάντησε. Κανείς στον κόσμο δεν είχε τέτοια. Μας έδωσαν μάρκα να πάμε να τους φέρουμε κοτόπουλα και αβγά. Τα πήραμε και ήρθαμε εδώ…
Μιλούσαν ελληνικά;
Όχι, δεν μιλούσαν. Καταλαβαίναμε με τα νοήματα που έκαναν. Κάμποσοι ήξεραν λίγο. Μέχρι να γυρίσουμε με τις κότες και τα αβγά έφυγαν τα τανκς. Ξεκίνησαν για να πάνε για την Καρδίτσα και την Αθήνα. Λέω τον άλλο να πάμε, να δούμε που θα πάνε. Πήγαμε από κοντά κι εμείς. Πέρασαν απ’ την Αγιαμονή κι έφτασαν στην παλιά γέφυρα, η οποία ήταν στενή. Μόλις έφτασαν εκεί σταμάτησαν. Ήταν Απρίλης μήνας και είχε πολύ νερό ο Πηνειός. Τα τανκς δεν τα χωρούσε. Κατεβαίνουν κάτι αξιωματικοί. Ο ένας βγάζει ένα βιβλίο. Τον λέει τον άλλο στα γερμανικά -εμείς καταλαβαίναμε απ’ τα νοήματα- “Θα πάμε απ’ εδώ στο ανάχωμα, στον Πυργετό στα χωράφια και θα βγούμε στο Βαλομάντρι”. Είχε λίγο νερό εκεί και κατέβαιναν και τα κάρα μέσα στον ποταμό. Εκεί έστριψαν και μετά τους παρατήσαμε δεν τους ακολουθήσαμε.
Οι Εβραίοι Στο Στόχαστρο
Ύστερα ερχόταν άλλοι, έμεναν στα Τρίκαλα… Αυτοί κυνηγούσαν πολύ τους Εβραίους. Μόλις ήρθαν κατ’ ευθείαν τους Εβραίους. Τους μάζεψαν και τους έβαζαν να σκουπίζουν τους δρόμους, ακόμα και πλούσιους Εβραίους. Ύστερα άρχισαν κι οι Εβραίοι έφευγαν στα χωριά, κρύβονταν. Μετά από κάνα δυο χρόνια δόθηκε η εντολή να τους πάρουν όλους να τους σκοτώσουν. Στην αρχή δεν το είχαν στο πρόγραμμα. Στην αρχή δεν πείραζαν ήταν κύριοι, μετά τους πείραζαν οι αντάρτες άρχισαν κι αυτοί… Άμα σκοτώνονταν ένας Γερμανός έπρεπε να πάνε να πάρουν κόσμο απ’ το καφενείο να σκοτώσουν. Όποιον έβρισκαν.
Ένας Γερμανός Για Πενήντα Έλληνες
Ήταν Πάσχα πάλι, μετά από κάνα δυο χρόνια, πριν ξυπνήσουμε, ακόμα κοιμόμασταν, έρχονται δυο Γερμανοί ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Μας σήκωσαν και πήραν εμένα και τον πατέρα μου. Την μάνα μου, τα κορίτσια και τα μωρά τα άφησαν. Ανοίγουν και το ντουλάπι, είχε πράγματα η μάνα μου εκεί, βρήκαν ένα μπουκάλι τσίπουρο και το ήπιαν. Μόλις το είδαν φώναζαν “Σναπς, Σναπς”, δύο νωματέοι και το ήπιαν όλο, χωρίς να ρωτήσουν. Μας μάζεψαν εκεί που γίνεται το καινούριο το σχολείο (στον Πυργετό) και τους άλλους στην εκκλησία. Εκεί μαζευτήκαμε περίπου 100 άτομα και μετά μας πήγαν και μας στην εκκλησία. Εκεί ήμασταν περίπου 250-300 άντρες και παιδιά. Περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει, νομίζαμε δεν θα γλυτώσουμε.
Έρχεται ο Γερμανός με τον Ματζούκα (Έλληνας καταδότης). Μόλις τον είδα τον γνώρισα. Εμείς στην σειρά, έρχεται ο Γερμανός διοικητής και γύρω Γερμανοί με τα πολυβόλα. Εκεί ήταν ένα υπόγειο, κάτω απ’ το παλιό σχολείο, και ήταν γεμάτο όπλα από αντάρτες. Ευτυχώς δεν το είδαν γιατί αλλιώς θα μας σκότωναν. Ήρθαν εκεί, δεν ξέρω τι έλεγαν, μιλούσαν γερμανικά. Ήρθε και ο παπάς που είχαμε, ο παπά-Θόδωρος, και ο Καραΐσκος ο γιατρός, ήξερε γαλλικά και συνεννοήθηκε. Λέει ο Γερμανός ότι σκοτώθηκε ένας Γερμανός εδώ στον Πυργετό και έπρεπε να πάρουν 50 να σκοτώσουν. Αυτή ήταν η διαταγή απ’ τον Χίτλερ. Λέει ο παπάς στον Καραΐσκο: “Πες τον Γερμανό ότι αυτό έγινε στον Πύργο, δεν είναι στον Πυργετό, να πάμε όλοι μαζί να δούμε κι αν είναι στον Πυργετό να σκοτώσουν εμένα πρώτα”. Δεν πήγαν να δουν τον πίστεψαν. Μετά ήταν δουλειά του Ματζούκα. Έκανε πάνω-κάτω. Στο τέλος λέει να βγουν όλοι οι “Νταουλαίοι” και οι “Βουτσελαίοι” έξω. Βγήκαν όλοι και ο πατέρας μου. Μόνο εγώ δεν βγήκα…ήμουν 16 χρονών, ποιος θα με μαρτυρούσε. Ο Ματζούκας δεν με γνώριζε. Δεν βγήκα! Καμιά πενηνταριά άτομα στην σειρά, στην γραμμή και κάτω στις φυλακές. Ήταν ένας διερμηνέας και λέει: ” Να φύγετε τώρα εσείς, να πάτε στα σπίτια σας και να μην βγείτε έξω για να μην σας σκοτώσουν”. Εμείς φύγαμε πήγαμε στα σπίτια μας και ο πατέρας μου κι οι άλλοι, δέκα μέρες φυλακή.
“Κάθε μέρα έπαιρναν για ανακρίσεις. Περιμέναμε πότε θα έρθει η ώρα να μας σκοτώσουν” μου έλεγε ο πατέρας. Αφού πέρασαν δέκα μέρες βάλαμε κάτι άλλους που τα είχαν καλά με τους Γερμανούς μπας και τους αφήσουν. Τίποτα δεν έγινε όμως.
Τα Γενέθλια Του Χίτλερ
Ένα πρωί έπιασαν πέντε άτομα εκ των οποίων αυτός ο Στεργιόπουλος, ήταν φίλος μου πολύ. Ήταν πολύ καλό παιδί. Τον είδαν οι Γερμανοί, είχε κάτι χαρτιά και τα έβαλε στο στόμα, γι’ αυτό τον πήρε η μπόρα. Αλλά τίποτα δεν είχε κάνει. Αγροφύλακας ήταν και μετέφερε χαρτιά. Τους πήραν και τους κρέμασαν στην Κεντρική Πλατεία. Το μάθαμε εμείς, αλλά δεν τολμούσαμε να πάμε.
Την επόμενη μέρα το πρωί, μου είχε πει ο πατέρας μου, πως πήγε ένας Γερμανός και τους λέει ότι επειδή ο Χίτλερ είχε τα γενέθλιά του, τους την χάριζε. Αρκεί όμως να περάσουν απ’ την Κεντρική Πλατεία, που ήταν κρεμασμένοι αυτοί κάνα δυο μέρες, και να φωνάξουν “Χάι Χίτλερ” και να βαρέσουν παλαμάκια και να φύγουν. “Βαρέσατε;”, λέω εγώ τον πατέρα μου(γέλια), “Τι να κάνουμε;” απάντησε. Εκεί στην Ασκληπιού ήταν δύο φανάρια τσιμεντένια και απάνω στα φανάρια έβαλαν ξύλα για να τους κρεμάσουν. Ο πατέρας μου τους είδε, εγώ όχι. Μετά τους πήραν και τους έθαψαν, δεν ξέρω που.
Ύστερα άρχισαν τα χειρότερα…πήγαιναν σε κάνα χωριό οι Γερμανοί, σκότωναν κανέναν οι αντάρτες και οι Γερμανοί έπιαναν 50 και τους σκότωναν. Πόσες φορές ερχόταν εδώ κι εμείς φεύγαμε… Μια μέρα, ήταν καλοκαίρι, σκότωσαν έναν στον Αμπελόκηπο. Το μάθαμε, παρατάμε τα πάντα και φεύγουμε προς τα πάνω. Όλο τέτοια είχαμε. Ερχόμασταν, φεύγαμε…
1941 – Η Πείνα Στην Κατοχή
Εμείς, δεν πεινάσαμε τόσο πολύ. Στα Τρίκαλα πέθανε κόσμος απ’ την πείνα, αλλά όχι στα χωριά. Είχαν τα χωριά! Και στα Τρίκαλα όμως όχι πολύς κόσμος. Στις μεγάλες πόλεις είχαν πρόβλημα. Η Αθήνα είχε πολύ μεγάλο. Εμείς είχαμε εδώ στον Πυργετό. Είχαμε πολύ μπομπότα, είχαμε γάλα, είχαμε τυρί. Ύστερα, ερχόταν απ’ την Αθήνα και τον Βόλο να ανταλλάξουν πράγματα απ’ το σπίτι τους με φαγητό. “Πάρε την ντουλάπα, το κρεβάτι και δώσ’ μας λίγο καλαμπόκι να ζήσω” έλεγαν.
[widget id=”text-6″]
Γιατί είχατε πείνα; Έπαιρναν το φαγητό οι Γερμανοί;
Δεν είχε λεφτά ο κόσμος, τίποτα! Δεν υπήρχε οικονομία. Έπαιρναν και οι Γερμανοί όμως. Ότι έβρισκαν έπαιρναν. Αλλά όχι τόσο πολύ. Δεν υπήρχε χρήμα. Οι Γερμανοί είχαν δικά τους απ’ τον στρατό. Αν δεν είχαν όμως έπαιρναν από εμάς. Μετά την πείνα, ότι φτιάχναμε πήγαινε 10%(φόρος) στους Γερμανούς. Στην Ένωση Συνεταιρισμών, από εκεί στις αποθήκες στο τρένο και από εκεί στους Γερμανούς.
Μία Χειροβομβίδα Στο Ποτάμι
Εγώ, ο Χρήστος κι ένας άλλος πήγαμε στην Λάρισα να πουλήσουμε κάτι -δεν θυμάμαι τι είχαμε- και να πάρουμε σιτάρι. Πήγαμε εκεί, πουλήσαμε ως το μεσημέρι και είπαμε ας καθίσουμε εκεί το βράδυ και να φύγουμε το πρωί. Σηκωθήκαμε το πρωί, ήταν νύχτα ακόμα, και ξεκινήσαμε απ’ την Λάρισα με το κάρο. Φτάσαμε στην Βούλα, εκεί ήταν όλο καλάμια και νερά, μετά το στράγγιξαν κι έγινε κάμπος. Φτάσαμε κατά τις 10πμ, ήλιος ήταν, και σταματήσαμε να ξεκουραστούμε, να φάνε και τα άλογα. Απ’ τον δρόμο 10 μέτρα πιο μακρυά ήταν ένα ποταμάκι, καθαρό, πεντακάθαρο. Τους είπα να περιμένουν να πάω να πιω λίγο νερό.
Όπως έπινα νερό, κοίταξα μέσα, ήταν μια χειροβομβίδα, κόκκινη. Ήταν απ’ αυτές τις αμυντικές, αν είχε βλήμα θα με σκότωνε. Είπα να την πάρω να την δώσω στον παππού, να βάζει μέσα τον καπνό, εγώ δεν κάπνιζα. Για τον παππού την ήθελα! Μαζεύω το παντελόνι, μπαίνω μέχρι το γόνατο, δεν την έφτανα όμως. Είχε πολύ νερό. Παίρνω ένα ξύλο και σιγά-σιγά την έφερα στην άκρη και την παίρνω στα χέρια. Μόλις την κράτησα συνειδητοποίησα ότι ήταν γεμάτη. Ήταν τραβηγμένος ο κρίκος. Δευτερόλεπτα έμεναν! Πως με βοήθησε η Παναγία! Μόλις την είδα κάτι κουνιόταν μέσα.
Σκέφτομαι ότι αν την κρατήσω θα μου κόψει τα χέρια και την πετάω προς τα εκεί που έτρωγαν οι άλλοι, δεν την πέταξα μέσα στο ποτάμι(γέλια). Και τραβάει ένα σκάσιμο… Έφτιαξε μία γούρνα μεγάλη. Πέταξε πέτρες, έβγαλε καπνό. Αυτοί δεν με έβλεπαν, αλλά τους άκουσα να λένε “Πάει τον σκότωσε”. Κοιτιέμαι εγώ..Μπα! Καλά ήμουν. Και τους φώναξα ότι ήμουν εντάξει.
1944 – Οι Γερμανοί Φεύγουν
Δεν πήρε χαμπάρι κανείς(στον Πυργετό). Μόνο οι Τρικαλινοί! Δεν ξέραμε πότε θα φύγουν. Μάθαμε ότι έφυγαν οι Γερμανοί… Άρχισαν να χτυπούν καμπάνες. Πολύ χαρά! Ο κόσμος ήταν στους δρόμους. Έφυγαν οι Γερμανοί με τα μηχανήματα για την Καλαμπάκα. Δεν ήξερε κανείς ότι θα φύγουν. Έφυγαν από μόνοι τους, επειδή οι Αμερικάνοι έκαναν απόβαση. Εγώ ήξερα για την απόβαση!
Ένα πρωί πήγα στο χωράφι -ήταν ένα χωράφι 32 στρέμματα, σβαρνισμένο πολύ καθαρό- και την νύχτα αγγλικά αεροπλάνα έριξαν προκηρύξεις. Το χωράφι γεμάτο προκηρύξεις, ήταν σαν εφημερίδα. Παίρνω και διαβάζω… “Είμαστε εκεί, θα κάνουμε απόβαση εκεί. Μην φοβάστε! Σε λίγο καιρό, θα είστε ελεύθεροι!”. Μάζεψα όλες τις προκηρύξεις και τις έκαψα. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, φοβήθηκα! Και κάπως έτσι και έγινε και έφυγαν οι Γερμανοί…