ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Νίκος Καζαντζάκης

Σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή 60 χρόνια πριν ένας άνθρωπος-σταθμός της νεολληνικής λογοτεχνίας, ο πολυγραφότατος Νίκος Καζαντζάκης.

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με εξέχον λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ευρύτερα γνωστός μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” και “Ο Τελευταίος Πειρασμός”. Υπήρξε πολυγραφότατοςΑσχολήθηκε σχεδόν με κάθε είδος λόγου: Ποίηση, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλληλογραφία, παιδικό μυθιστόρημα, μετάφραση , κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία, λεξικά, δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία.

 

Τα πρώτα βήματα


Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883, όταν ακόμα η περιοχή βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή. Φοίτησε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή Τιμίου Σταυρού, στη Νάξο, όπου και ήρθε σε επαφή με τον δυτικό πολιτισμό, την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα. Το 1902 μετακομίζει στην Αθήνα και το 1906 ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών με άριστα και με την υπογραφή του Κωστή Παλαμά, τότε γραμματέα του Πανεπιστημίου.

Το 1907 έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και 2 χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και αποπεράτωσε το διδακτορικό του, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη φιλοσοφία του Νίτσε περί Δικαίου. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλές εφημερίδες με ποικίλα ψευδώνυμα.

Το συγγραφικό του έργο ξενικά στα 1906. Το ντεμπούτο του στα ελληνικά γράμματα έγινε με το μυθιστόρημα “Όφις και Κρίνο“, ενώ ακολούθησαν αρκετά θεταρικά έργα και σύντομα, στα επόμενα χρόνια και τα πρώτα βραβεία.

 

Επόμενα χρόνια και ταξίδια στην Ευρώπη


Το 1910 ιδρύεται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, μέσω του οποίου λίγα χρόνια αργότερα ο Καζαντζάκης έρχεται σε επαφή με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Τον καιρό που ακολούθησε ο Καζαντζάκης συνέλεξε πλήθος εμπειριών, οι οποίες αποτυπώθηκαν αργότερα στα σημαντικότερα των έργων του.

Το 1915 και το 1917 κάποιες αποτυχημένες εμπορικές του δραστηριότητες και η γνωριμία του με τον εργάτη, Γιώργη Ζορμπά, μετουσιώθηκαν στο μέλλον στο αριστούργημα του, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το 1919, η εμπειρία του ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, επί Βενιζέλου, καταγράφηκε στο έργο του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται.

Μετά την αποτυχία της Κυβερνήσης των Φιλελευθέρων να επανεκλεγεί, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το πολιτικό προσκήνιο και για τα επόμενα χρόνια διενέργησε μια σειρά ταξιδιών στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε τη Γερμανία και την Ιταλία, ενώ την περίοδο 1923–1926 πραγματοποίησε αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια, ως ανταποκριτής εφημερίδων, στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!

Το 1925 ο Καζαντζάκης συνελήφθη στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή από το 1924, είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Μικρασιατική εκστρατεία. 

Το 1927 ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την Ασκητική, το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης, όντας αριστερός, έφυγε για τη Μόσχα προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Το 1928, στην Αθήνα μίλησε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ. Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την Ασκητική. Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ

 To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών που ονόμαζε κάντα. Αυτά ενσωματώθηκαν αργότερα σ’ έναν τόμο με τίτλο Τερτσίνες (1960). Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Λίγο αργότερα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας.

Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά.

 

Η έριδα με την Εκκλησία


Ο Νίκος Καζαντζάκης, παρ’ ότι ο ίδιος δήλωνε βαθιά θρησκευόμενος, βρέθηκε απόλογος στον Κλήρο εξ αιτίας του περιεχομένου δύο έργων του. Το πρώτο που κρίθηκε “αντιθρησκευτικόν” και “αντεθνικόν” ήταν το μυθιστόρημα Καπετάν Μιχάλης, ενώ το έργο Ο Τελευταίος Πειρασμός καταδικάστηκε πρώτα από το Βατικανό και συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απάντηση στην επιτροπή που απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου του με τη φράση του χριστιανού Απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».

Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνήδεισή σας τόσο καθαρή οσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συγκάλεσε πολλές συνόδους και επί σειρά ετών συζητούνταν το ζήτημα του αμφιλεγόμενου Καζαντζάκη, ωστόσο η ίδια δεν είχε δικαίωμα να αφορίσει τον συγγραφέα από το Σώμα της Εκκλησίας. Ο Καζαντζάκης γεννημένος στην Κρήτη και κάτοικος του εξωτερικού, υπαγόταν υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως, ο ίδιος δεν αφορίστηκε ποτέ από την Εκκλησία, η οποία όμως, δε δίστασε να προβεί στον αφορισμό των έργων του. Απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ»

 

Θάνατος και ταφή 


Ο “Τελευταίος Πειρασμός” κυκλοφόρησε, τελικά, στην Ελλάδα, το 1955. Λίγα χρόνια μετά την έκδοση του “Ζορμπά” στο Παρίσι και τη βράβευσή του στην Ελλάδα, ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς. Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών.

Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών.

Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος Β΄ απέρριψε, με τη δικαιολογία του ότι υπήρχαν σχετικοί φόβοι πρόκλησης επεισοδίων εκ μέρους παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Συνοδευόταν από την σύζυγό του, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κακριδή.

Το αεροσκάφος για τη μεταφορά διέθεσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Έπειτα από λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, η οποία εψάλη στις 11 το πρωί παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο στρατιωτικός ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης είκοσι ημερών,επειδή απουσίαζε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια.

Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχτηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο