
Η Αμερική του φόβου και των διακρίσεων
Ναι, ο Ντόναλντ Τραμπ νίκησε.
Με βάση τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας, φαίνεται ότι για σχεδόν 60 εκατομμύρια Αμερικανούς πολίτες, ο τρόπος να αντιμετωπίσεις το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα σου είναι να χτίσεις ένα τείχος γύρω από αυτή. Ο τρόπος να αντιμετωπίσεις τον φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία είναι να απαγορεύσεις την είσοδο στη χώρα σε όλους τους Μουσουλμάνους. Η αξία μιας γυναίκας μπορεί να μετρηθεί μόνο με βάση την εξωτερική της εμφάνιση, από 1 έως 10, ενώ η λογική “grab them by the pussy” είναι ένας εύλογος τρόπος να της δείξεις το ενδιαφέρον σου. Τα βασανιστήρια δεν είναι τόσο κακή ιδέα, παρότι είναι απαγορευμένα από το Διεθνές Δίκαιο και αποτελούν jus cogens. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα κατασκεύασμα, και, αν διαφωνείς με κάποιον πολιτικά, καλό θα ήταν είτε να αμφισβητήσεις την ιθαγένειά του, είτε να τον απειλήσεις ότι μετά την εκλογή σου θα βρεθεί στη φυλακή. 60 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες φαίνεται να συμφωνούν, ή τουλάχιστον να ανέχονται όλα τα παραπάνω.
Ή μήπως όχι;
Όλη η καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ βασίστηκε στον φόβο: στον φόβο για το διαφορετικό, στον φόβο για αυτόν που ανήκει στη μειοψηφία. Στη θέση ότι υπάρχει κάτι που είναι καλύτερο από το άλλο, κι ότι το “άλλο” δεν έχει θέση στη “νέα Αμερική” που θέλει να οικοδομήσει. Στη “σπουδαία Αμερική”. Η υπόσχεση αναβίωσης ενός ένδοξου παρελθόντος δεν είναι μια καινούργια τακτική. Στη Γερμανία του 1930, η οποία πλήττονταν από μεγάλη οικονομική ύφεση και βίωνε ακόμη τις συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αδόλφος Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενος ακριβώς αυτό. Η Γερμανία θα γινόταν πάλι δυνατή, θα αντιμετώπιζε την ανεργία, ενώ η -ταπεινωτική για τη Γερμανία- Συνθήκη των Βερσαλλιών θα ανατρεπόταν.
Η υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον έδωσε στον Τραμπ το απαραίτητο πάτημα. Μία αντιδημοφιλής προσωπικότητα που συγκέντρωνε στο πρόσωπό της τα χαρακτηριστικά που επιζητούσε ο Τραμπ για να αναπτύξει τη ρητορική μίσους του. Μια φιλόδοξη γυναίκα, που εκπροσωπούσε, για πολλούς, την πολιτική ελίτ, το ίδιο το σύστημα που είχε αγανακτήσει τους Αμερικανούς. Η ψήφος για τον Τραμπ, ήταν για αρκετούς ψηφοφόρους μια ψήφος τιμωρητική, μια ψήφος αντίδρασης προς το παλαιό πολιτικό σύστημα.
Είναι γεγονός ότι κανένας από τους δύο υποψήφιους δεν κατάφερε να εμπνεύσει τους ψηφοφόρους του με το όραμά του. Ο Τραμπ παρουσιαζόταν ως αδαής, μισαλλόδοξος, επιθετικός και προσβλητικός προς κάθε κοινωνική ομάδα πέραν του “Λευκού Αμερικανού Άνδρα”. Αλλά ούτε και η Κλίντον εμφανίστηκε πειστική. Της έλειπε το σταθερό ιδεολογικό υπόβαθρο και η προσωπική ακεραιότητα που θα κινητοποιούσε τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο, ιδιαίτερα τους νέους. Πολλοί προοδευτικοί που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς στις ενδοκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών επέλεξαν να απέχουν ή στράφηκαν προς το Κόμμα των Πρασίνων και την Τζιλ Στάιν, η οποία συγκέντρωσε 1,2 εκατομμύρια ψήφους, τριπλάσιες από τις αντίστοιχες που είχε λάβει στις εκλογές του 2012. Μια επιλογή που οι περισσότεροι δύσκολα θα ξαναέκαναν, αν γνώριζαν το εκλογικό αποτέλεσμα. Γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι απέτυχαν να συνειδητοποιήσουν ότι σε εποχές όπου διακυβεύονται τα ίδια τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το δημοκρατικό κεκτημένο, η αποχή δεν είναι λύση, και ότι, παρά τις όποιες πολιτικές διαφορές, πρέπει να υπάρχει συσπείρωση των δυνάμεων που θα περιφρουρήσουν τη Δημοκρατία.
Το εκλογικό σώμα, λοιπόν, ψήφισε υπέρ της αλλαγής. Όμως, η κατεύθυνση της συγκεκριμένης αλλαγής θυμίζει μελανά σημεία της παγκόσμιας ιστορίας και ο αμερικανικός λαός παρουσιάζεται για ακόμη μια φορά χωρίς μνήμη.
(Πηγή Φωτογραφίας: http://www.nytimes.com/2016/01/28/world/europe/trump-finds-new-city-to-insult-brussels.html)