1968, ένας αγώνας η Ελλάδα όλη
Υπάρχουν παιχνίδια με νικητές και χαμένους. Παιχνίδια που ξεχάστηκαν, που δίχασαν, αγώνες που θέριεψαν μίση και έδρεψαν έχθρες. Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι αγώνες, λίγοι τον αριθμό αλλά μεγάλοι σε αξία. Εκείνο το βράδυ του 4ης Απριλίου του 1968, δεν έπαιξε μόνο η ΑΕΚ ενάντι στους πανίσχυρους Γιουγκοσλάβους. Ήταν ένας αγώνας που δόθηκε για όλη την Ελλάδα, αυτή την πολύπαθη χώρα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς και της μαύρης χούντας του 67. Αυτή είναι η ιστορία τους.
Ο Μπουλμέτης είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπά τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της ζωής. Και δεν υπάρχει καλύτερο σκηνικό για να αφετηριάσεις μια τέτοια ιστορία, από ένα μπασκετικό αγώνα. Όμως ο σκηνοθέτης δεν θέλει απλά να προβάλει μια νίκη του ελληνικού αθλητισμού. Και τι έγινε; χάσαμε, κερδάμε μες στη ζωή, όσο κρίσιμο και αν είναι το ματς κάποτε θα ξεχαστεί. Το πάει λοιπόν πολύ παραπέρα. Σου λέει, μια μεγάλη νίκη βαστά αξία μιας πολύ μεγαλύτερης, τη νίκη της πληγωμένης Ελλάδας ενάντια σε όλους τους εχθρούς της, τόσο τους μες στο παρκέ αλλά πιότερο τους έξω από αυτό, και πάνω απ’όλα τον ίδιο της τον εαυτό.
Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που καταφέρνει να εισαγάγει το δράμα του ελληνισμού μέσα σε λίγες γραμμές διαλόγου, μέσα σε λίγα βλέμματα και ακόμη περισσότερη σιωπή. Προτιμά να αφήσει τις ηθοποιάρες που επέλεξε (ταινία με Καφετζόπουλο, Μάινα, Μιχαιλίδη, Γεωργίου δεν χάνει από κανέναν) να μετάφερουν μόνοι τους, μέσα από ελευθερία κινήσεων και λόγων το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, και κυρίως τι κουβαλούσε από πίσω αυτή η εποχή. Ένα μικρό προπατζίδικο, στέκι των τότε χρόνων, γίνεται μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, στα καλά της και στα κακά της.
Όμως περισσότερο και από τους ηθοποιούς, αυτοί που τελικά μιλάνε δεν είναι άλλοι από τους αληθινούς πρωταγωνιστές, αυτά τα σπουδαία ταλέντα όπως τον Τρόντζο και τον Αμερικάνο, που σήκωσαν οχτώ εκατομμύρια Έλληνες να πανηγυρίσουν και έβαλαν το μπάσκετ για τα καλά μες στις καρδιές τους. Αφηγητή του έργου δε, βάζει τον Γεωργίου, τον σχολιαστή εκείνου του αγώνα που άφησε παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές με την ιστορική του μετάδοση. Και ο Μπουλμέτης δεν σταματά ούτε εκεί.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα, λέει στον θεατή. Όλος ο κόσμος άλλαζε ταχύτατα εκείνα τα ταραγμένα χρόνια. Και πώς θα μπορούσε να κάνει ένα χρονικό τέτοιας αξίας και ιστορικής ακρίβειας, αν δεν το διάνθιζε μέσα από αποσπάσματα ντοκυμαντέρ καθιστώντας την αλήθεια συνέταιρο στη συγγραφή της ταινίας; Μέσα σε 94 λεπτά, προλαβαίνει να πλάσει σκηνές μεγάλου σινεμά, με δυο τρεις μάλιστα από αυτές να χτυπούν βαθειά μες στα πλευρά και το στομάχι, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις της ελληνικότητάς μας. Ζωή και θάνατος, μνήμη και λησμονιά, ελευθερία ή δικτατορία. Όσο για το τελευταίο προς τιμήν του το ότι επιτέλους, ένας χαφιές, ένας άνθρωπος του καθεστώτος δίνεται με ανθρώπινες διαστάσεις, με ένα βλέμμα περισσότερο κατανόησης παρά κατακεραύνωσης.
Οι λέξεις όμως δεν φτάνουν τα συναισθήματα. Το “1968” δεν είναι ένα αθλητικό χρονικό, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια καταγγελία της τάσης μας να ξεχνούμε και ένας ύμνος στη δύναμη όλων εκείνων που ποτέ δεν λυγίζουν απέναντι στα θηρία που βάνει η ζωή, όχι γιατί είναι ατρόμητοι, αλλά γιατί όπως ακούγεται μες στο έργο, “απλά δεν μπορούν να χάσουν”, είναι τέτοιο το βάρος της ιστορίας και της συνείδησής τους.
Και κάτι τελευταίο. Έχει μια σκηνή εκεί στο τέλος, που από την ζεμπεκιά της νίκης , ο auteur ( γιατί τέτοιος αποδείχτηκε και αναδείχτηκε ο Μπουλμέτης) κάνει μετάβαση στην μικραστιατική καταστροφή και από εκεί στη διεθνή επικαιρότητα. Αυτός είναι μεγάλος ελληνικός κινηματογράφος.
Υ.Γ. Προς όλους του “Πάνθηρες” τους πολλά βαρείς που δεν δέχτηκαν η ταινία να παιχτεί στη Νέα Σμύρνη. Ο Πανιώνιος όπως και η ΑΕΚ είναι ομάδες της προσφυγιάς. Και η ταινία αφορά τον ξεριζωμό και τη λησμονιά. Με τη στάση τους απέδειξαν πως δεν ανήκουν στο σωματείο του Ιστορικού και καλό θα ήταν να πάνε να βρούνε καμιά ομάδα που να ταιριάζει με τα δικά τους ιδεώδη. Κρίμα είναι να χαραμιζονται έτσι τα παιδιά.