
Victoria Hislop: “Καρτ Ποστάλς” από την Ελλάδα
Σε όλα τα βιβλιοπωλεία που επισκεπτόμαστε από μικροί, αφήνουμε στα ράφια τους -συνειδητά ή υποσυνείδητα- κομμάτια του εαυτού μας. Παίρνουμε μεν βιβλία, ωστόσο το θεωρητικό κενό που δημιουργούμε προς στιγμήν, γεμίζει από τις προσωπικές επιλογές, τα θέλω, τις φοβίες και τα απωθημένα του Γιώργου, του Γιάννη, της Μαρίας, της Κατερίνας κοκ.
Αυτήν τη φορά λοιπόν, αντί να μυρίσω ξένες σελίδες και να προδοθώ με αιώνιους εραστές και κλασικούς συγγραφείς, χάθηκα ανάμεσα στον κόσμο και περίμενα στωικά το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. Ανάμεσα σε στοίβες των καινούργιων της βιβλίων και με σπαστά -αλλά άλλο τόσο γοητευτικά- ελληνικά, η κ. Χίσλοπ έκανε την εμφάνισή της και απέσπασε ολόθερμα χειροκροτήματα και χαμόγελα
Αφορμή αποτέλεσε το νέο της μυθιστόρημα «Καρτ ποστάλς», -το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα– και είναι απαθανατισμένες -πού αλλού;- στην Ελλάδα, ενώ απεικονίζουν μία ρομαντική ιστορία με ένα μυστηριώδη άντρα και την πρωταγωνίστρια Έλι. Αλλά ήδη έχω μιλήσει αρκετά. Είναι ώρα να αφήσω την ίδια να ξεδιπλώσει με όλη της τη μαεστρία τα μυστικά της για «Το Νησί» -το πρώτο της best-seller- τα ταξίδια που τόσο αγαπά, αλλά και τους ανθρώπους, που όπως αναφέρει και εκείνη «δεν καθορίζονται από την εθνικότητά τους».
–Ο κόσμος σας ξέρει και σας αγαπάει μέσα από τα μυθιστορήματά σας. Παρ’ όλα αυτά γράφετε αρκετά ταξιδιωτικά άρθρα. Πώς καλλιεργήθηκε αυτή η αγάπη σας για τα ταξίδια;
«Μέχρι την ηλικία των 17 δεν είχα ταξιδέψει, ζούσα κατά βάση στην Αγγλία. Όταν λοιπόν μου δόθηκε η ευκαιρία (να ταξιδέψω) μου φάνηκε απίστευτο το να δω και να επισκεφτώ άλλα μέρη. Πλέον συνειδητοποίησα ότι όσο περισσότερο ταξιδεύεις, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και η επιθυμία σου για τα ταξίδια. Είναι σαν εθισμός. Και μάλιστα όταν έχεις να γράψεις για ένα μέρος, γίνεσαι πιο παρατηρητικός γιατί παρακολουθείς -δε διακοπεύεις- παρατηρείς πράγματα που θα τραβούσαν την προσοχή του αναγνώστη σου».
–Η Ελλάδα κυριαρχεί στην πλειονότητα των έργων σας. Θα θέλατε να μας δώσετε μια εξήγηση για τη σχέση σας αυτή με τη χώρα;
«Δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Δεν έχω ας πούμε συγγενείς στην Ελλάδα, αν και ζηλεύω αυτούς που έχουν (γελάει). Είναι πολύ βαθύ όλο αυτό που νιώθω, αλλά χωρίς λογική. Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω μια κατάλληλη απάντηση».
–Ας μιλήσουμε λιγάκι για «Το Νησί». Αρνηθήκατε την πρόταση ανθρώπων του Hollywood να μεταφέρουν το βιβλίο σας σε ταινία γιατί φοβηθήκατε ότι θα κατέληγε σε ταινία τρόμου. Ήταν επαρκής αυτός ο λόγος ώστε να επιλέξετε εναλλακτικά ένα μικρό ελληνικό κανάλι;
«Για μένα έχει σημασία να είσαι πιστός στην ιστορία ώστε να δείξεις με τον τρόπο σου σεβασμό ως προς τους ανθρώπους που βίωσαν κάτι αντίστοιχο. Δεν εμπιστευόμουν το Hollywood, γιατί δεν ενθαρρύνουν την πιστή μεταφορά βιβλίων. Υπάρχει μεγάλη διαφορά στις μεταφορές βιβλίων σε ταινίες, κάτι που είναι λυπηρό για το συγγραφέα. Απέρριψα λοιπόν τέτοιες προτάσεις, γιατί θα έφτιαχναν μια ταινία αλλά για τους λάθος λόγους. Και το αποτέλεσμα τελικά (από το Mega) ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό και ευαίσθητο. Αυτό που μου άρεσε κυρίως είναι ότι γυρίστηκε στην Κρήτη, με τους ντόπιους ανθρώπους της, με αποτέλεσμα να ενώνεται στον ίδιο χώρο η πραγματικότητα με τη λογοτεχνία».
–Προσωπικά πώς εξηγείτε την τεράστια επιτυχία του «Νησιού»;
«Είναι μυστήριο. Πάλι δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Μάλλον οι άνθρωποι διαβάζουν κάτι προσωπικό σε αυτό, εξού και η δημοτικότητά του σε τόσες χώρες. Στην πραγματικότητα είναι μια απλή ιστορία, μία ιστορία επιβίωσης που τελειώνει με happy end. Δε θα έγραφα το βιβλίο εάν ήξερα ότι δεν υπάρχει θεραπεία και οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τελικά τη Σπιναλόγκα».
–Είστε πρέσβειρα καλής θελήσεως για την καταπολέμηση της λέπρας. Παρόλο που στις μέρες μας άλλες ασθένειες, όπως ο καρκίνος ή το AIDS, προκαλούν περισσότερους θανάτους, εσείς επιλέξατε τη συγκεκριμένη ασθένεια. Γιατί;
«Αρχικά η ιστορία του νησιού με επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Είχα δει βέβαια και στο παρελθόν ασθενείς, στην Ινδία για παράδειγμα, αλλά δεν ήξερα ότι έπασχαν συγκεκριμένα από λέπρα. Από τότε που το βιβλίο κυκλοφόρησε στη Μ. Βρετανία, συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα επειδή ο κόσμος έμαθε για το πρόβλημα. Ακόμη υπάρχουν σχεδόν μισό εκατομμύριο ασθενείς στον κόσμο. Είναι σοκαριστικό γιατί ενώ υπάρχει θεραπεία, το πρόβλημα είναι το στίγμα, το οποίο επιτίθεται και παραμορφώνει το σώμα, με αποτέλεσμα ο κόσμος που πάσχει να κρύβεται και να μην αντιμετωπίζει την ασθένεια, επειδή ακριβώς ντρέπεται».
–Στα περισσότερα βιβλία σας χρησιμοποιείτε κάποια ελληνική πόλη ή περιοχή. Εκτός από να επισκεφτείτε το μέρος, διεξάγετε και κάποια ιστορική έρευνα αναφορικά με αυτό και το παρελθόν του;
«Ναι όσο μπορώ. Διαβάζω περισσότερο στα Αγγλικά και Γαλλικά, αλλά όχι ακόμη στα Ελληνικά. Πάντως προσπαθώ».
–Στο νέο σας μυθιστόρημα (Καρτ Ποστάλς) ένας μυστηριώδης άντρας, στέλνει καρτ ποστάλς από την Ελλάδα στην ηρωίδα Έλι. Είναι απλώς ένα love story ή κάτι παραπάνω;
«Υπονοείς ότι ένα love story δεν είναι αρκετό; (γελάει) Είναι μία ιστορία αγάπης αλλά στο τέλος δεν ξέρεις πραγματικά τι θα συμβεί μεταξύ των δύο. Το αφήνω ανοιχτό στον αναγνώστη, και είναι η πρώτη φορά που γράφω κάτι αντίστοιχο. Ο πρωταγωνιστής πιστεύει ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά ευτυχισμένος, επειδή η κοπέλα του τον παράτησε. Και στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το να ζεις με κάποιο σύντροφο, αυτό είναι το happy ending για σένα. Όπως πολλά κορίτσια θεωρούν ότι η μέρα του γάμου τους είναι η πιο σημαντική και ότι αυτό είναι το happy ending για εκείνες».
–Η πρώην υπουργός Παιδείας, κ. Κλαίρη Αγγελίδου ήταν αρκετά επικριτική απέναντι στο βιβλίο σας «Η Ανατολή», καθώς (κατά την ερμηνεία της) παρουσιάζετε τους Ελληνοκύπριους σας κλέφτες και πονηρούς, ενώ τους Τουρκοκύπριους σαν αλτρουιστές, ανιδιοτελείς και συμπονετικούς. Θεωρείτε ότι πρόκειται για μία λανθασμένη οπτική ή όντως υπάρχει κάποια αλήθεια στη δήλωσή της;
«Θα είμαι πολύ ειλικρινής: Δεν είμαι σίγουρη ότι διάβασε το βιβλίο. Διότι προφανώς απέτυχε να παρατηρήσει ότι το θέμα αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν είναι η εθνικότητα αυτή που σε κάνει καλό ή κακό, αλλά το τι είδους άνθρωπος είσαι ανεξάρτητα από όλα αυτά. Το βιβλίο μιλάει για δύο οικογένειες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που επιβίωσαν μαζί. Φυσικά υπήρχαν επιθέσεις και θάνατοι και από τις δύο πλευρές. Ένας Ελληνοκύπριος μου είπε ότι τα γεγονότα της σφαγής κατά των Τούρκων έχουν νοθευτεί, κάτι που είναι σαν να κάνεις το μαύρο, άσπρο. Αν όλα αυτά, εκείνη τα αποκαλεί προπαγάνδα, εγώ τα αποκαλώ ιστορία».
–Κλείνοντας, θα θέλαμε να μάθουμε ποια είναι τα θέματα τα οποία σας προβληματίζουν και ταυτόχρονα σας γοητεύουν ώστε να τα συμπεριλάβετε σε μια ιστορία.
«Θα πρέπει να συνδυάζουν το σκοτάδι με το φως. Πρέπει να υπάρχουν στιγμές ανησυχίας και απειλής, δεν μπορεί να είναι όλα ιδανικά. Αυτός ο συνδυασμός είναι κάτι που συναντάς στην Ελλάδα».
Καθώς μάζευα τα πράγματά μου και ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω, συνειδητοποίησα ότι τελικά σε ένα βιβλιοπωλείο δεν αφήνεις απλώς κομμάτια του «είναι» σου. Αλλά, ακόμη περισσότερο, όταν συναντάς ανθρώπους και συγγραφείς σαν την κ. Hislop, ταξιδεύεις σε διάφορους σταθμούς του τώρα και του τότε, με το πιο εύκολο και φτηνό μέσο: το χαρτί. Και είναι κάτι τέτοιοι άνθρωποι στους οποίους οφείλεις τον πλούτο των θεαμάτων που σου χάρισαν, έστω και νοερά. Τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τοποθετήσεις με ευλάβεια τον πάκο με τα χαρτιά -που σε πήγε και σε έφερε σώο και αβλαβή σε άγνωστα μέρη- στη βιβλιοθήκη σου και να πεις ένα μεγάλο ευχαριστώ στο δημιουργό αυτής της «σχεδίας» σου.
Κυρία Hislop, σας ευχαριστούμε από καρδιάς. Για όλα.
Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το νέο της βιβλίο αλλά και την ίδια, επισκεφτείτε την ιστοσελίδα της: www.victoriahislop.com ή στη σελίδα του εκδοτικού οίκου Διόπτρα, απ’ όπου κυκλοφορεί και το αντίστοιχο βιβλίο :https://www.dioptra.gr/
*Ευχαριστούμε επίσης το βιβλιοπωλείο “Νέστωρ” για την ευγενική φιλοξενία και διάθεση