Πηγή Φωτογραφίας

Το τελευταίο ταγκό στη… ζωή (;)

Στην ερώτηση της φίλης μου «Να βάλω βούτυρο στα μακαρόνια;» δαγκώθηκα ασυναίσθητα. Περιεργάστηκα λίγο το ερώτημα σα να πρόκειται για απορία πάνω στην κβαντική φυσική και έγνεψα καταφατικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια που εκείνη μου μιλούσε, δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τον κύβο που έλιωνε μέσα στα μακρουλά σπαγγέτι. Ένιωθα το στομάχι μου να γυρνάει σαν καταζητούμενος από εδώ και από εκεί, καθώς αντίκριζα το λευκό υλικό και φανταζόμουν πώς θα ένιωθε η Μαρία Σνάιντερ, όταν κάποιος άλλος αποφάσιζε να εισέλθει βίαια μέσα της με το βούτυρο ως ισχυρό σύμμαχο και βοηθό του.

Είναι γνωστό πλέον. Έγινε viral, όπως θα λέγαμε ως εξευρωπαϊσμένοι Έλληνες κάτοικοι. Η σκηνή του βιασμού στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» ήταν αληθινή. Φρόντισε να μας διαβεβαιώσει για αυτό ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας, Μπερνάντο Μπερτολούτσι ο οποίος, με τη δικαιολογία της ρεαλιστικής απεικόνισης ενός βιασμού και την ιταμή φράση «Ήθελα να νιώσει τον εξευτελισμό και την οργή και όχι να υποδυθεί», αποκάλυψε ότι η πρωταγωνίστρια δεν ήταν ενήμερη για τις λεπτομέρειες του γυρίσματος. Γιατί αν ήταν, εξηγεί ο σκηνοθέτης, δε θα ήταν το ίδιο πειστική φωνάζοντας απλώς «Όχι, όχι» όταν ο Μπράντο θα ασελγούσε πάνω της.

Και τελικά; Στο βωμό της Τέχνης, μια κοπέλα βιάστηκε, έχασε δημοσίως την αξιοπρέπειά της και στιγματίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής της, μισώντας παράλληλα το Μπερτολούτσι. Δε θα κοιτάξω το θέμα από κάποια φεμινιστική σκοπιά γιατί κάτι τέτοιο περισσεύει στην προκειμένη. Γιατί απλούστατα, η υπόθεση χρήζει ανθρωπιστικής ευαισθησίας. Παραβλέπω το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, φρέσκια δραπέτης από την εφηβεία (ήταν μόλις 19) και θα υπογραμμίσω ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά της να γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί.

Και αυτό είναι φασισμός για τον απλούστατο λόγο ότι ο Μπερτολούτσι «δούλευε» αν θες, χρησιμοποιούσε σαν μούσα του ή δανειζόταν καλύτερα, το σώμα της. Άρα θα έπρεπε να έχει τη συναίνεσή της για οποιοδήποτε σενάριο του ερχόταν στο μυαλό. Αν μάλιστα της εξηγούσε πώς ακριβώς επιθυμούσε τη σκηνή και την εμπιστευόταν ως προς τις υποκριτικές της ικανότητες, θα μπορούσε η ίδια να του προσφέρει έναν ερμηνευτικό εξευτελισμό, που πάλι θα στεκόταν αρκετός για να σοκάρει και να πείσει το θεατή.

Αλλά προφανώς μια τέτοια πιθανότητα δεν υπήρχε για το Μπερτολούτσι, ο οποίος βασιζόμενος στην απολυταρχία του δημιουργού και σκηνοθέτη, διέταξε να γυριστεί η σκηνή κατά τις βουλές του. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να κινηματογραφούνται σκηνές δολοφονίας, να περιλαμβάνουν δηλαδή αληθινούς και χειροπιαστούς φόνους, αν είναι να μας σερβίρει ο σκηνοθέτης μια πειστική αντίδραση και απεικόνιση ενός αδίστακτου φονιά. Αυτό δε μας διδάσκει ο Ιταλός πλην καταξιωμένος κατασκευαστής του «Ταγκό»;

Αλλά δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στην περιβόητη σκηνή με τα πουλιά, χρησιμοποίησε κανονικά εκπαιδευμένα πτηνά τα οποία επιτέθηκαν στην πρωταγωνίστρια με κίνδυνο να τραυματίσουν σοβαρά το μάτι της. Στη «Λάμψη» η Shelley Duvall ήρθε αντιμέτωπη με νευρική κατάρρευση λόγω των συνθηκών, ενώ η Bjork έφτυνε σε καθημερινή βάση τον Λανς Φον Τρίερ στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι».

[widget id=”text-6″]

Όλα αυτά συνηγορούν και ενισχύουν τη θέση ότι στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» καταπατήθηκαν στυγνά τα δικαιώματα ενός ανθρώπου με όλους εμάς μάρτυρες σε μια πρωτόγονη και βίαιη σκηνή, όντας ανίκανοι να κατηγορήσουμε τον υπεύθυνο με το φόβο της εξουσίας που του έχει δοθεί. Και είναι αυτή η εξουσία που εκτιμάει την Τέχνη-αλήθεια αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο αυτή τη «θεά» ή πρόκειται για υποκειμενικές δοξασίες;– ως πιο «ακριβή» και βαρύτιμη από μια ανθρώπινη ζωή η οποία ενδεχομένως να είναι και αναλώσιμη αν είναι να εξυπηρετηθεί το μεγαλείο της πρώτης. Μια Τέχνη- γάγγραινα για τους φορείς της δεν εγγυάται ρεαλισμό και άρα μεγαλύτερες (εισπρακτικές) επιτυχίες. Αντίθετα στερεί από τους ανθρώπους την αληθινή τους ζωή.

Είσαι σίγουρος ότι θα επέτρεπες σε μια απομίμηση να αποφασίσει έτσι αυθαίρετα για το αυθεντικό;

Προσωπικά ουδέποτε.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο