Star Wars: Τhe last Jedi
Η νέα περιπέτεια που μας βυθίζει στον γoητευτικό κόσμο των Τζεντάι είναι εδώ! Και το ερώτημα που ανακύπτει εύλογο. Το The Last Jedi όντας μια ταινία που έχει την εμπορική επιτυχία στο τσεπάκι της, πόσο μπορεί να σταθεί και να ξεχωρίσει ανάμεσα στις υπόλοιπες του saga; Η απάντηση μάλλον μας απογοήτευσε λιγάκι τελικά.
Η ιστορία εκκινεί εκεί που μας άφησε το A New Hope. Η Ρέι (Daisy Ridley), ταξιδεύει σε έναν ερημικό πλανήτη για να βρει τον άνθρωπο που θα τη βοηθήσει να χειριστεί τις νεαποκτηθείσες δυνάμεις της, τον γερασμένο δάσκαλο Τζεντάι Λουκ Σκαιγουόκερ και κυρίως να ανακαλύψει την πραγματική της ταυτότητα. Ίσως μέσα από την επαφή της με την Δύναμη να καταφέρει να ρίξει φως στο άγνωστο παρελθόν της, ενώ παράλληλα δείχνει να μην να ξεχάσει την αναμέτρησή της με τον Kάιλο Ρεν(Adam Driver), τον πρώην μαθητή του Λουκ. Την ίδια στιγμή όμως, η Αντίσταση δέχεται ισχυρή επίθεση από τις συντριπτικές δυνάμεις του Πρώτου Τάγματος, με το μέλλον της Δημοκρατίας να διαγράφεται δυσοίωνο.
Από το πρώτο λεπτό, αποκαλύπεται ο κύριος θεματικός άξονας του έργου που ακολουθεί την πλοκή μέχρι και το τελευταίο λεπτό: Η Δύναμη και η ηθική μάχη που δίνουν οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας,η Ρέι και ο Κάιλο, αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Eκεί όμως εντοπίζεται και το κύριο πρόβλημα της ταινίας. Οι διάλογοι είναι προσχηματικοί, η τελική επιλογή δεν πείθει το θεατή καθώς τα όποια διλήμματα επιλύεται με υπερβολική ευκολία και εφηβική αφέλεια, που συνιστά και το κύριο target group. Από την άλλη, οι δευερεύουσες ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα με την κύρια πλοκή είναι ασύνδετες έως ίσως δεν έχουν και λόγο ύπαρξης- χαρακτηριστική η περίπτωση της καταδίωξης στον πλανήτη-καζίνο, με αποτέλεσμα, παρά τον ομολογουμένως υψηλό αφηγηματικό ρυθμό της ταινίας, η καθαρή εξέλιξη της υπόθεσης να μην ξεπερνά το μισάωρο, δυσανάλογα μικρό κομμάτι για ένα έργο τέτοιας χρονικής διάρκειας.
Στο δεύτερο σκέλος της ταινίας και βασικό κομμάτι της σειράς, η επιλογή του σχετικά άγνωστου Rian Johnson, αποδεικνύεται ορθή. Και αυτό φυσικά δεν είναι άλλο από τις μάχες που μάλιστα δίνονται σε δύο επίπεδα. Σε μεγάλη κλίμακα οι αερομαχίες, και σε μικρή οι μονομαχίες με τα φωτόσπαθα, οι σκηνές των οποίων είναι προσεγμένες μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια,παραδιδοντας μερικές άρτια εκτελεσμένες σκηνές δράσης. Επίσης, θα ήταν άδικο να μην λεχθεί πως υπάρχουν στην ταινία ορισμένα ευφυή σκηνοθετικά ευρήματα, που της δίνουν πόντους ενόψει της συνέχειας, και κυρίως μια σκηνή που θα αφυπνίσει μια γλυκειά νοσταλγία σε όσους έχουν ήδη γευτεί την μαγεία των Star Wars.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι επίσης μια στροφή στο κωμικό, επηρρεασμένη πιθανόν από τις τελυταίες περιπέτειες της Marvel, όπως είδαμε πρόσφατα στο Thor:Ragnarok. Αυτή η ύπαρξη των comic relief , αν και λειτουργεί ανακουφιστικά από την ένταση της δράσης, είναι ξένη στον κόσμο των Star Wars, και θα αφήσει αρκετούς παραπονεμένους. Επιπλέον, μια δεύτερη αλλαγή που βλέπουμε επί της οθόνης για πρώτη φορά απομακρύνοντάς την από τις υπόλοιπες, είναι η καρτουνοποίηση του περιβάλλοντα χώρου και των δρώντων μέσα σε αυτόν χαρακτήρων. Για παράδειγμα, χαριτωμένα ζωάκια, σαν ξεπεταγμένα από τον “Βασιλιά των Λιονταριών” εμφανίζονται πολλάκις καθώς εξελίσσεται η περιπέτεια. Σε αυτό το σημείο είναι προφανής η παρουσία της Disney ως παραγωγού στη νέα τριλογία, και κυρίως η προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί στο έπακρο εμπορικά το franchise, ακόμη και σε μια τέτοια λεπτομέρεια(τα όμορφα πλασματακια θα κάνουν σίγουρες πωλήσεις ως λούτρινα στις μικρότερες ηλικίες).
Και κάτι τελευταίο. Για άλλη μια φορά, παρακολουθούμε μια καθαρόαιμη περιπέτεια , που ωστόσο δεν πολυεξηγεί το λόγο που λαμβάνει χώρα. Και με αυτό αναφέρομαι κυρίως στο Κακό και όσους το εκπροσωπούν. Θα ήθελα προσωπικά σαν θεατής κάτι παραπάνω από το σύνηθες μοτίβο περί υποδούλωσης των πάντων κάτω από την κυριαρχία του ενός. Από την άλλη βέβεια υπάρχει και ο αντίλογος πως τέτοιες ταινίες δεν επιδέχονται λογικής ανάλυσης, ούτε σκοπός τους είναι προβληματίσουν το θεατή. Μόνο να τον ψυχαγωγήσουν.
Το The Last Jedi λοιπόν δεν είναι σίγουρα από τα κορυφαία της σειράς, κατ’εμέ είναι πολύ κατώτερο και του πρόσφατου Rogue One. Παρά τον άρτιο τρόπο εκτέλεσής του, δεν καταφέρνει να σταθεί ψηλά στις προτιμήσεις μας, γιατί στερείται εν τέλει ευρηματικότητας. Όλα έχουν ήδη ειπωθεί και ξαναεκτελεστεί και μάλιστα πολύ πιο πετυχημένα. Παραμένει όμως μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα και δημιουργεί την απαραίτητη έξαψη μέχρι τον ερχομό του φινάλε.