ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Οδυσσέας Ελύτης
Σαν σήμερα γεννήθηκε, το 1911, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ήταν ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Το 1979 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όντας ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί, κ.ά. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και είχε καταγωγή από τη Λέσβο. Το 1914 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί ο Ελύτης τελείωσε το σχολείο με δασκάλους, μεταξύ άλλων, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι. Κακριδή.
Η οικογένεια του υπήρξε έντονα πολιτικοποιημένη, στο πλευρό του Βενιζέλου, γι αυτό και μετά την πτώση του, στα 1920, αντιμετώπισε σοβαρές διώξεις. Ταξίδεψαν οικογενειακώς στην Ευρώπη, οπότε και ο Ελύτης γνώρισε από κοντά τον εξόριστο, τότε, Βενιζέλο.
Ξεκίνησε σπουδές Χημείας στην Αθήνα, ωστόσο, σύντομα, η επαφή του με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου, αλλά και η γοητεία που του ασκούσε η αρχαία λυρική ποίηση, τον ώθησαν να εγκαταλείψει το αντικείμενο κι έτσι στράφηκε στη Νομική.
Σημαντική για τη λογοτεχνική του πορεία, στάθηκε η γνωριμία του με τον Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο του περιοδικού “Νέα Γράμματα”. Μέσα από αυτόν γνώρισε το 1935 τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο ανέπτυξε μια πολύ ισχυρή φιλία.
Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά
Στα χρόνια του Πολέμου κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Γνώρισε τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.
Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει ήδη να παράγει μεγάλο και σημαίνον μέρος του έργου του. Ήδη από τη νεότητα του είχε καταπιαστεί με τη μετάφραση του ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ενώ είχαν εκδοθεί και κάποια από τα μεγαλύτερα έργα του, “Ήλιος ο Πρώτος”, “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του “Άξιον Εστί”.
Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».
Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Στις 18 Μαρτίου του 1996, πέθανε από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.