Το πρόσημο του Οικογενειακού Δικαίου
Σε Δημόσια Διαβούλευση τέθηκε πριν λίγες ημέρες το Σχέδιο Νόμου για το Οικογενειακό Δίκαιο. Αποτελεί για πολλούς μια προοδευτική ρύθμιση που προάγει τα δικαιώματα, κατά κύριο λόγο, του πατέρα. Και, όντως, στο πρώτο άκουσμα για “υποχρεωτική συνεπιμέλεια”, έτσι φαίνεται. “Επιτέλους, μια διάταξη που θα μεριμνήσει για τις αποξενωμένες σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους και θα επανενώσει τις οικογένειες” θα σκεφτούν πολλοί. Και, αν δεν υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επιτρέπουν την παράθεση και την αντιπαράθεση απόψεων και επιχειρημάτων σε συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι περισσότεροι ενδεχομένως να συμφωνούσαμε με το νομοσχέδιο.
Ήταν οι σφοδρές αντιδράσεις από κάθε φεμινιστική οργάνωση, οι διαδικτυακές εκδηλώσεις που έγιναν για συζήτηση με αφορμή το σχέδιο νόμου και τα αρκετά άρθρα που γράφτηκαν και αποτύπωναν βασικά στοιχεία με σαφή τρόπο, που γέννησαν την ανάγκη για αναζήτηση των λόγων που οι προοδευτικοί άνθρωποι, τελικά, εναντιώνονται στις βλέψεις της κυβέρνησης για το Οικογενειακό Δίκαιο. Συγκεκριμένα:
- Στον πυρήνα του όρου “συνεπιμέλεια”, με την ερμηνεία που αυτός αποκτά από την παρούσα διάταξη, εμπεριέχεται το συμφέρον του τέκνου. Αυτό, όμως, αποτελεί αόριστη νομική έννοια και οφείλει να λαμβάνεται υπόψη τόσο από τους γονείς κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, όσο και από το δικαστήριο κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Εντούτοις, σύμφωνα με το Νομοσχέδιο, το συμφέρον του τέκνου εξυπηρετείται πρωτίστως από την ουσιαστική συμμετοχή των γονέων στην ζωή του. Είναι προφανές ότι, με μια τέτοια διάταξη, το κάθε παιδί δεν αντιμετωπίζεται ως μια μοναδική ιστορία και η δικαστική απόφαση καθοδηγείται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.
- Παραμερίζει τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα που οφείλει να έχει απ’ άκρη σε άκρη το Οικογενειακό Δίκαιο (σύμφωνα με τον Ν.1329/1983), προάγοντας την ισότητα των γονέων υπό την εξισωτική, ισοπεδωτική της μορφή και εισάγοντας εκ πλαγίου την ισόχρονη διαμονή με καθέναν από τους δύο γονείς (“εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα”, άρθρο 7) με εναλλασσόμενη κατοικία. Επί της ουσίας, μετατρέπει το παιδί σε “μπαλάκι” μεταξύ των δύο γονέων, κάτι που δεν αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου για κάθε περίπτωση, ειδικά όταν γίνεται λόγος για μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των δύο κατοικιών, για ανομοιότητες στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των γονέων, για αδυναμία λήψης αποφάσεων με σκοπό την διαπαιδαγώγηση και την γαλούχηση του τέκνου ή για περιπτώσεις έντονων συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ των γονέων. Η εφαρμογή των διατάξεων του νομοσχεδίου μπορεί να οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση του τέκνου, ενώ εγείρει ερωτηματικά αναφορικά με τα κίνητρα θέσπισης αυτών, καθότι μια τέτοια ρύθμιση, τελικά, θα μειώσει το ύψος των καταβαλλόμενων διατροφών.
- Προβλέπει την υποχρεωτική προσφυγή σε διαμεσολάβηση με σκοπό την εξεύρεση κοινών αποδεκτών λύσεων, όταν αυτό δεν καθίσταται δυνατό από τους ίδιους τους γονείς. Η επίτευξη αυτού του στόχου, όμως, προϋποθέτει γονείς οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για την ισορροπημένη ανατροφή των παιδιών τους. Ο κίνδυνος να παραμείνει η εν λόγω διάταξη τελείως τυπολατρική είναι ουσιαστικός, εφόσον δεν ορίζονται μηχανισμοί λειτουργίας.
- Τροποποιεί το άρθρο 56 του Α.Κ., προσθέτοντας την ρύθμιση για υποχρεωτική επίδοση εγγράφων που αφορούν το τέκνο σε οποιονδήποτε εκ των δύο γονέων (άρθρο 3). Προφανώς, αυτό δεν λαμβάνει υπόψη τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο γονέας διεκδικεί κάποια αξίωση από το τεκνό ή τις περιπτώσεις τελείως αποξενωμένων γονέων-παιδιών που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την μη γνωστοποίηση της ύπαρξης των εγγράφων. Είναι φανερό ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο.
- Καθιερώνει τεκμήρια, όπως το δικαίωμα επικοινωνίας με φυσική παρουσία κατά το ένα τρίτο του χρόνου συνολικής επικοινωνίας (άρθρο 13) που πέρα από το ότι είναι αόριστα (ποιος είναι ο συνολικός χρόνος στη ζωή ενός παιδιού;), αφήνει περιθώρια για παραβίαση της ιδιωτικότητας τόσο του παιδιού όσο και του έτερου γονέα, καθότι θέτει αυστηρές προϋποθέσεις απόκλισης, δεσμεύοντας την δικαστική κρίση στην προσπάθεια της για εξατομίκευση κάθε υπόθεσης.
- Στο ίδιο άρθρο αποσαφηνίζεται ότι “αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής”. Προκαλεί ουσιώδες προβληματισμό σε κάθε άνθρωπο το ότι χρειάζεται αμετάκλητη δικαστική απόφαση για περαιτέρω διαμόρφωση του χρόνου επικοινωνίας στις παραπάνω περιπτώσεις, καθώς απαιτείται να έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα (παραβλέποντας ακόμα και τις πρωτύτερες δικαστικές αποφάσεις), κάτι που για δεδομένα Ελληνικών δικαστηρίων δύναται να διαρκέσει πάνω από 10 έτη. Είναι προφανές ότι, με μια τέτοια διάταξη, δεν θωρακίζεται το συμφέρον του παιδιού, αλλά το συμφέρον του κακοποιητή γονέα που χαρακτηρίζεται από οικονομική άνεση, και το τέκνο υποχρεούται να έρχεται σε επαφή με τον θύτη.
- Η συνεπιμέλεια όπως έχει αποδειχθεί, τόσο με βάση τα πορίσματα των επιστημόνων ψυχικής υγείας όσο και με βάση πραγματικές υποθέσεις που αντιμετώπισε η νομολογία των δικαστηρίων, μπορεί να έχει θετικά οφέλη για τα παιδιά μόνο εφόσον οι σχέσεις των γονέων είναι ομαλές και είναι σε θέση να συναποφασίζουν σε συναινετική βάση για το παιδί τους.
Κρίνεται ιδιαίτερα αξιοπερίεργο ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να ψηφίσει το εν λόγω νομοσχέδιο με ό,τι αυτό περιλαμβάνει σε μια περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας κατά περίπου 60% αυξήθηκαν οι κλήσεις για περιστατικά ενδοοικογενειακής/ενδοσυντροφικής βίας τον Απρίλιο του 2020 σε σχέση με το 2019, σε κάποια από τα κράτη μέλη του, ενώ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Γραμμή SOS 15900, οι σχετικές κλήσεις που καταγράφηκαν τον Μάρτιο του 2020, πρώτου μήνα της καραντίνας, ήταν 325 αντί 69 για τον ίδιο μήνα του 2019. Τον Απρίλιο 2020 εκτοξεύτηκαν σε 1064, αντί 167 που καταγράφηκαν το 2019. Οι αριθμοί αυτοί αναμένεται να αυξηθούν και κατά την διάρκεια του δεύτερου απαγορευτικού καθεστώτος, το όποιο ήδη μετράει πέντε μήνες.
Είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο είναι γονεοκεντρικό, βάζει σε εκβιάσιμη θέση την ευάλωτη γονεϊκότητα, ενώ προβλέπει ποινές σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Το αποτέλεσμα θα είναι ο περαιτέρω εγκλωβισμός των ευάλωτων γονέων σε καταπιεστικές και κακοποιητικές σχέσεις, αποτρέποντας ακόμη και την καταγγελία ενδοοικογενειακής βίας υπό τον φόβο της απώλειας των παιδιών, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τα θύματα σε μια κοινωνία στην οποία είναι ήδη δύσκολο να καταγγείλεις και να αποδείξεις περιστατικά έμφυλης βίας και παιδικής κακοποίησης.
Οποιαδήποτε αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου οφείλει να έχει παιδοκεντρικό χαρακτήρα. Ρυθμίσεις, οι οποίες αποβλέπουν και στις οποίες λανθάνουν άλλου είδους συμφέροντα, δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία που δρα υπέρ των πολιτών της, αλλά μάλλον αποτελούν μια υποκριτική στροφή προς την προοδευτικότητα.
*Μερικά από τα στοιχεία αντλήθηκαν από την Φυλis AUTH.