Περί “φυσιολογικού” και “αισθητικού” ο λόγος

“Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι έλκονται από το Θεό ή τη Φύση, ενώ απλώς απεχθάνονται τον Άνθρωπο” έλεγε ο Βρετανός ιερωμένος και ακαδημαϊκός William Inge. Τα παραπάνω λόγια χαρακτηρίζουν επαρκώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε τις τελευταίες μέρες ως αντίδραση στο (καθιερωμένο πλέον) Athens Pride. Η πιο ακραία και επίσημη έκφραση των παραπάνω αντιδράσεων επήλθε από το βήμα της Βουλής και συγκεκριμένα από τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι με περίσσια αυτοπεποίθηση όρισαν την λέξη “φυσιολογικός», την οποία και χρησιμοποίησαν ως βασικό επιχείρημα στην φαρέτρα τους.

Είναι γεγονός πως η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία περί φύσεως εκφράζει ένα ικανοποιητικό μέρος του δημοσίου διαλόγου, και προβληματίζει ένα ακόμη μεγαλύτερο. Τις περισσότερες φορές όχι άδικα, μιας και το μέσο επίπεδο πληροφόρησης επί του θέματος προέρχεται κατά βάση από κομματικούς κύκλους που εκμεταλλεύονται την επικρατούσα άγνοια με ψηφοθηρικές βλέψεις. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα πέρα από προκαταλήψεις και συναισθηματικές νευρώσεις.

Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο κ. Μπαμπινιώτη, “φυσιολογικός” είναι αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη φύση, ενώ “παρά φύσιν” αυτός που δεν εξηγείται με τους γνωστούς φυσικούς νόμους, αυτός που υπερβαίνει τα φυσικά όρια. Οι ορισμοί αυτοί αποτελούν τη βάση, αλλά σε καμία περίπτωση το αποτέλεσμα της συζήτησης. Χρησιμοποιώντας αυτούς ετυμολογικά (και όχι χρηστικά) και σε συνδυασμό με την πλατωνική αλληγορία του “σπηλαίου”, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως τα όρια του φυσιολογικού δε γίνεται να τα διακρίνεις ζώντας μέσα τους. Για να εντοπίσεις τα όρια της φύσης, και άρα το αφύσικο, πρέπει να βγεις εκτός αυτών. Ως εκ τούτου, είναι εξ ορισμού αδύνατον ο άνθρωπος να κρίνει την ομοφυλοφιλία με φυσιοκρατικά κριτήρια, διότι πολύ απλά δεν έχει την γνώση για να το πράξει. Όλα τα υπόλοιπα, αποτελούν δημιουργήματα του πολιτισμού.

Για παράδειγμα, η πίστη σε θεούς, θρησκείες, έθνη, πολιτεύματα και νόμους δεν απορρέει από κάποια φυσική τάξη πραγμάτων. Το ίδιο ισχύει και για την καθημερινή επαφή με την τεχνολογία, με βιβλία, με μουσεία. Όπως και η ύπαρξη σχολείων, δικαστηρίων, Βουλής και αστυνομίας δεν είναι δομές που βρίσκουν ως αιτία ύπαρξης την φύση. Όλα τα παραπάνω, στην πραγματικότητα αποτελούν λόγο εμφάνισης και εξέλιξης του κοινού ανθρώπινου πολιτισμού. Το γεγονός ότι ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος άνθρωπος τα θεωρεί δεδομένα, και έτσι τα μετατρέπει σε αντικείμενα της φυσικής διαδικασίας του κόσμου, ως αναφαίρετα στοιχεία της ύπαρξής του, δεν τα καθιστά αυτόματα τέτοια.

Η φύση εξ ορισμού δεν απαγορεύει, μόνο επιτρέπει. Ότι υφίστανται στα πλαίσια του φυσικού κόσμου, είναι ταυτόχρονα και αποδεκτό. Μια πραγματικά αφύσικη συμπεριφορά, μια συμπεριφορά που θα εναντιωνόταν στους νόμους της φύσης, απλούστατα δεν μπορεί να υπάρξει, οπότε δεν θα χρειαζόταν και να απαγορευτεί. Αντιθέτως, ο πολιτισμός έχει τη δυνατότητα κρίσεως στη βάση της ηθικής και σύμφωνα με αυτή απορρίπτει ή αποδέχεται. Εξελίσσεται σε συνάρτηση και ως αιτία του ανθρώπινου νου, και άρα των αναγκών του. Έτσι μπορούμε να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, πως η φύση είναι το γήπεδο που διαδραματίζεται ο αγώνας, ενώ ο πολιτισμός οι παίκτες που αγωνίζονται και αλληλεπιδρούν μέσα σε αυτό. Από τη στιγμή που το γήπεδο υπάρχει, το τι θα προκύψει μέσα στον αγωνιστικό χώρο αποτελεί αντικείμενο της αλληλεπίδρασης των παικτών, και όχι των τερμάτων ή των διαχωριστικών γραμμών.

Αν από την άλλη, επιδιώκουμε ως κοινωνία την καθολική εφαρμογή του «φυσιολογικού», τότε ποιός ο λόγος να φέρουμε εμπόδια στην τεκνοποίηση κατά την νεαρή ηλικία ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού; Γιατί την περίπτωση αυτή δεν την χαρακτηρίζουμε «αφύσικη» – που επεμβαίνει στον εξελικτικό στόχο της φύσης;  Αν πάλι υποστορίζεται πως μια τέτοια κατάσταση πρέπει να αποφευχθεί διότι θα μεγέθυνε την κοινή και ατομική δυστυχία (ηθικολογικό αίτιο ανώτερο του φυσικού), είναι πασιφανές πως δεν υπάρχει ορθολογική σύνδεση μεταξύ των δυο θέσεων. Το ίδιο ισχύει και για την χρήση προφυλάξεων. Και σε αυτή την περίπτωση μια ανθρώπινη παρέμβαση εμποδίζει την φυσιολογική εξέλιξη, και συνεπώς θα πρέπει να την αποτρέψουμε. Πόσο σίγουροι είμαστε όμως πως η ρητορική αυτή θα επέφερε ως πράξη θετικά αποτελέσματα στην κοινωνία μας, και όχι μια γενικευμένη σύγχυση; Από τα προηγούμενα γίνεται κατανοητό πως η επιχειρηματολογία περί φύσεως στο θέμα της σεξουαλικότητας δεν προσφέρει κάτι ουσιώδες στη συζήτηση, πέρα μερικών ψήφων επιπλέον.

[widget id=”text-6″]

Η παραπάνω, αποτελεί την μια από τις δυο μεγάλες κατηγορίες των «πολέμιων» της ομοφυλοφιλίας, η περισσότερο ακατάρτιστη αλλά λιγότερο επικίνδυνη. Η δεύτερη -και σοβαρότερη- είναι αυτή του αισθητικού κριτηρίου ως κυρίαρχο (η γνωστή ατάκα «ας κάνουν ότι θέλουν αρκεί να μην το κάνουν δημοσίως»). Εδώ το πρόβλημα βρίσκεται στη συγκεκαλυμμένη – με αιτία την δημόσια αιδώ – νοοτροπία ενός σύγχρονου “απαρτχάιντ” με κριτήριο αυτή τη φορά την σεξουαλικότητα. Ό,τι δεν προσβάλει την κοινή γνώμη είναι πολλαχόθεν επιτρεπτό, μα οτιδήποτε αποκλίνει από αυτή μόνο σε ιδιωτικό χώρο έχει δικαίωμα έκφρασης. Με άλλα λόγια, μια προσπάθεια οικουμενικοποίησης της αισθητικής. Βέβαια, ο καθένας έχει δικαίωμα στην γνώμη αλλά σε καμία περίπτωση στην εκτόπιση των άλλων από την δημόσια σφαίρα. Σίγουρα πολλοί εκ των οποίων θα εκφέρουν την παραπάνω άποψη μπορούν ταυτόχρονα να υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη έκφραση, όμως πόσο έτοιμοι είναι να υπερασπιστούν τις αρχές αυτές και για θέσεις με τις οποίες διαφωνούν σε κάθε επίπεδο;

Η σαθρή δόμηση της στάσης τους φαίνεται εμπειρικά, καθώς για τους περισσότερους εξ αυτών, οι χρυσαυγίτες που ποζάρουν περήφανοι στο φακό των μακεδονικών συλλαλητηρίων με περικεφαλαίες ή ο τραμπουκισμός του κ. Μπουτάρη  από 10 κάφρους αποτελούν την εξαίρεση που δεν μπορεί να επισκιάσει το πατριωτικό κλήμα των περήφανων συγκεντρωμένων. Όταν όμως ανάμεσα στους ανθρώπους του pride υπάρχουν και εκφραστές αισθητικής τύπου Τζέισον-Αντιγόνη, είναι ο αντικατοπτρισμός της πλειονότητας. Με άλλα (επιεική) λόγια, δυο μέτρα και δυο σταθμά.

Και στην περίπτωση της αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια (εδώ με εκθετικό ρυθμό) είναι εμφανής η σύγχυση επιχειρημάτων. Αντί ο δημόσιος διάλογος να στοχεύσει στα πραγματικά προβλήματα που προκύπτουν, λόγο της στενής κοινωνικής ανοχής σε περιπτώσεις μειονοτικών δικαιωμάτων, επικεντρώνεται σε λούμπεν ερωτήματα του τύπου «ποιον θα αποκαλεί μπαμπά και ποιόν μαμά το παιδί;». Το να μην έχει την δυνατότητα να αποκαλέσει κάποιον «γονιό» μοιάζει για κάποιους πιο υγιής πρόταση. Παρόμοιοι προβληματισμοί ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για παιδοψυχολογικές έρευνες που αφορούν στην εσωτερική ομαλότητα του παιδιού.

Πέρα από το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου που βρίσκεται στο ναδίρ, υπάρχουν και άμεσες επιπτώσεις για την κοινωνική αρμονία. Αφαιρώντας το δικαίωμα του παιδιού στην γονεϊκή θαλπωρή και συνάμα το δικαίωμα ανθρώπων στην θέσπιση οικογένειας ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, με κεντρικό αίτιο την ανετοιμότητα της κοινωνίας να δεχτεί τα παραπάνω ως κομμάτι της, συντελείτε μια λανθάνουσα αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν ο καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του έτοιμο αλλά τον διπλανό του όχι, και γι’ αυτό εμποδίζει την διαδικασία, είναι αυτονόητο πως τελικά θα προκύψει ένα μέρος τους συνόλου στο περιθώριο, και το υπόλοιπο σε μια διαρκή αδράνεια. Τότε η δικτατορία της μάζας θα έχει επικρατήσει – και το χείριστο, θα έχει αυτόματα νομιμοποιηθεί ο εκφοβισμός ως στοιχείο του συλλογικού υποσυνείδητου. “Δεν θα μπορέσει να ενταχθεί ομαλά στις τάξεις της κοινωνίας ένα παιδί από ομόφυλη οικογένεια διότι στο σχολείο θα δέχεται μπούλινγκ” λογικά προβληματιζόμενοι αναφέρουν πολλοί. Η λύση; Δεν χτυπάμε δραστικά και επιθετικά τον εκφοβισμό, αλλά ακυρώνουμε την διαδικασία αναδοχής. Έτσι, το πρόβλημα μπαίνει κάτω από το χαλί και η κοινωνία εμμένει στον χρόνιο λήθαργο. Την ίδια στιγμή όμως εκκολάπτεται ένα μεγαλύτερο κύμα αποδεκτού πλέον – τουλάχιστον σιωπηρά – “νταϊσμού”.

Είναι σε κάθε περίπτωση σαφές πως ένα παιδί ή μάλλον μια ολόκληρη γενιά, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την αντιμετώπιση προγενέστερεων παθογενειών του συνόλου. Γι’ αυτό, όπως σε κάθε κοινωνική επανάσταση – η διακήρυξη της χειραφέτησης από τον Λίνκολν το 1863, οι σουφραζέτες του Λονδίνου το 1918, ο Μάης του ‘68, οι πορείες του Στόουνγουολ το 1969 – τα οφέλη αξίζουν τον αγώνα ολόκληρης της μερίδας των πολιτών που πιστεύουν στην ελευθερία, και όχι μόνο αυτών που ενδιαφέρουν άμεσα. Το βάρος πρέπει πλέον να επωμιστεί σε κάθε υπέρμαχο της αυτονομίας και της ανεκτικότητας.

Ας συμφωνήσουμε ως πολίτες στο να αφήσουμε την ψυχολογική επιστημονικότητα που διέπει το θέμα να δράσει ανεξάρτητη ως αρμόζουσα υπεύθυνη, προκειμένου να μας μπολιάσει με στοιχειοθετημένες πληροφορίες. Έως τότε η αντιπαράθεση στον χώρο των ιδεών θα συνεχίζεται με κοινό σκοπό μια αρμονική και ανοιχτή κοινωνία. Οποιαδήποτε άλλη στόχευση με κίνητρο το μίσος για την διαφορετικότητα ας αντιμετωπιστεί διαλλακτικά και όχι μισαλλόδοξα, και ίσως έτσι ο αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος αιτίας και αποτελέσματος τερματιστεί.

Κοινή χρήση:

1 comments

Αφήστε ένα σχόλιο