Patti και Robert: Μόνο η τέχνη σώζει.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1946 στο μακρινό Ιλινόι του Σικάγο των Η.Π.Α γεννιέται η Patti Smith, από εργάτες γονείς. Η “νονά του πάνκ”, αυτή που πάντρεψε την beat ποίηση με το garage rock, όπως την αποκαλούν, έδωσε σε μια ολόκληρη εποχή την υπογραφή της. Παράλληλα κατάφερε να κάνει γνωστή την -μέχρι τότε αδιάφορη- γαλλική ποίηση του 19ου αιώνα, στους Αμερικάνους έφηβους. Το 2005 η Patti Smith επονομάστηκε τιμητικά Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων από τον Γάλλο υπουργό Πολιτισμού. Έχει δύο παιδιά, και σήμερα έγινε 71 χρονών.
Το 2015 κυκλοφόρησε και στο Ελληνικό κοινό το βιβλίο της «Patti και Robert», και σε αυτό το άρθρο το ξαναθυμόμαστε.
Η αυτοβιογραφική αφήγηση της Patti Smith αρχίζει με μελένιες εικόνες, με πανέμορφα πάρκα και ξανθούς κάμπους στους οποίους είτε με φίλους είτε μόνη της γνώριζε αυτήν την παιδική μαγική λέξη: Παιχνίδι. Παίζει πόλεμο, γίνεται στρατηγός. Θα ακολουθήσουν τα εφηβικά της χρόνια όπου από το φτωχικό της σπίτι με μια βαλίτσα θράσος και όνειρα, με το βιβλίο ενός άλλου ονειροπόλου παραμάσχαλα του Αρθούρου Ρεμπω, τον οποίο και λάτρευε, θα δοκιμάσει την τύχη της. Στην Νέα Υόρκη , φυσικά.
«Ταραχές ξεσπούσαν στο Νιούαρκ, στο Μιλγουόκι και στο Ντιτρόιτ. Ήταν το καλοκαίρι της ταινίας Elvira Madigan, το καλοκαίρι της αγάπης. Και σε αυτήν τη ρευστή, αφιλόξενη ατμόσφαιρα, μια τυχαία συνάντηση άλλαξε την πορεία της ζωής μου. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ».
Ο Ρόμπερτ Μέιλθορπτ ένας αντισυμβατικός νέος της επόχης του, έμελε και αυτός να συνταράξει τα νερά της εποχής. Θα διοχετέυσει και αυτός το ακραίο και ιδιαίτερο στυλ του και τρόπο ζωής στην φωτογραφία. Είναι κάτι – μαζί με τα οικονομικά του προβλήματα- που θα τον οδηγήσει μέχρι και σε «πιάτσες» αγωραίου ομοφυλοφιλικού έρωτα, σε σκοτεινά δρομάκια τις νύχτες, ενώ είχε συνάψει ερωτική σχέση με την Patti.
Το νεαρό ταλαντούχο ζευγάρι θα τα βρεί από την αρχή σκούρα:
« Παρότι ο μισθός μου στο “Scribner’s” ήταν καλύτερος, είχαμε ελάχιστα χρήματα. Συχνά στεκόμαστε μέσα στο κρύο, στη γωνία της Σεντ-Τζέιμς Πλέις, κοιτάζοντας το ελληνικό εστιατόριο και το κατάστημα ειδών ζωγραφικής Jake’s, και μαλώναμε για το πώς θα ξοδεύαμε τα λιγοστά μας δολάρια – ρίχναμε κορόνα-γράμματα για να δούμε αν θα αγοράσουμε σάντουιτς με τυρί ή υλικά για την τέχνη μας. Μερικές φορές ήμαστε ανίκανοι να αποφασίσουμε τι λαχταρούσαμε περισσότερο και ο Ρόμπερτ φυλούσε νευρικός τσίλιες στο εστιατόριο, ενώ εγώ, πλημμυρισμένη από το πνεύμα του Ζενέ, τσέπωνα την ποθητή μπρούντζινη ξύστρα ή τις χρωματιστές ξυλομπογιές. Είχα μια πιο ρομαντική αντίληψη για τη ζωή και τις θυσίες που έπρεπε να κάνει ένας καλλιτέχνης. Κάποτε είχα διαβάσει ότι η Λι Κράσνερ σούφρωνε υλικά ζωγραφικής για τον Τζάκσον Πόλοκ. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά για μένα λειτούργησε ως έμπνευση. Ο Ρόμπερτ στενοχωριόταν που δεν μπορούσε να μας εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Του έλεγα να μην ανησυχεί, η αφοσίωση στην τέχνη είναι ανταμοιβή από μόνη της».
Λόγω της δύσκολης κατάστασης θα οδηγηθούν στον ξενοδοχείο Chelsea: Καταφύγιο παθών και καλλιτεχνών του 70΄. Την περίοδο αυτή αρχίζει και η σοβαρή ευαισθητοποίηση γύρω από την τέχνη. Ο κόσμος της ποίησης, του ροκ εν ρολ, της τέχνης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης εκρήγνυται σαν ένα λαμπερό πυροτέχημα μέσα στην κοινωνία του 1969.
Για πολλούς ανθρώπους αυτό το ξενοδοχείο έμελλε να γίνει η αρχή ενός ταξιδιού δίχως τέλος, απο την κορυφή ως το όνειρο και τη πτώση. Ανάμεσα τους ο Τόμας Ντίλαν, ο Γούλφ και ο Μπομπ Ντίλαν:
«Λάτρευα εκείνο το μέρος για την ετοιμόρροπη φινέτσα του και την ιστορία του, την οποία κρατούσε με τόσο πείσμα. Κυκλοφορούσαν φήμες για τα μπαούλα του Όσκαρ Ουάιλντ που μαράζωναν στα μπουντρούμια του υπογείου, το οποίο πλημμύριζε συχνά. Εκεί είχε περάσει τις τελευταίες ώρες του ο Ντίλαν Τόμας, βυθισμένος στην ποίηση και το αλκοόλ. Ο Τόμας Γουλφ έγραψε εκατοντάδες σελίδες από το χειρόγραφο που κατέληξε να γίνει το You can’t go home again. Ο Μπομπ Ντίλαν συνέθεσε το “Sad eyed lady of the Lowland” στον όροφό μας και λέγεται ότι η Ίντι Σέτζγουικ, υπό την επήρεια αμφεταμινών, έβαλε φωτιά στο δωμάτιο την ώρα που φορούσε τις μακριές, ψεύτικες βλεφαρίδες της υπό το φως των κεριών».
Σε αυτό το ξενοδοχείο η Patti θα πράγματοποιήσει την πρώτη της καλλιτεχνική έφοδο στον ουρανό:
«Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1975 άνοιξα την πόρτα του στούντιο Electric Lady. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες, δεν μπόρεσα να μη θυμηθώ τη φορά που ο Τζίμι Χέντριξ σταμάτησε για μια στιγμή να μου μιλήσει, όταν ήμουν ένα ντροπαλό, μικρό κορίτσι. Μπήκα στο στούντιο Α. Ο Τζον Κέιλ, ο παραγωγός μας, είχε το γενικό πρόσταγμα πίσω από τη κονσόλα και ο Λένι, ο Ίβαν και ο Τζέι Ντι βρίσκονταν στην αίθουσα ηχογραφήσεων, όπου έστηναν τα μηχανήματά τους. Δυτική Εικοστή Τρίτη Οδός, έξοδος κινδύνου Δυτική Εικοστή Τρίτη Οδός, έξοδος κινδύνου. Μέσα στις επόμενες πέντε βδομάδες ηχογραφήσαμε και μιξάραμε το πρώτο μας άλμπουμ, το “Horses».
Το βιβλίο δεν είναι απλά μια αυτοβιογραφική καταγραφή. Πριν τις μελένιες εικόνες, με τους κάμπους και την παιδική ζωή της Patti, ο αναγνώστης θα βρεθεί αρκετά συναισθηματικά φορτισμένος: H Patti ξεκινάει την αφήγηση ενώ ο Ρόμπερτ βρίσκεται στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατος. Σαν θρησκευτική κατάνυξη, λίγο πριν «φύγει» ο Ρόμπερτ, η Patti θέλει να αφηγηθεί την ιστορία τους, να προλάβει. Με ηρεμία και νηφαλιότητα, αλλά χωρίς να εξιδανικέυσει τίποτα. Έτσι ξεκινάει η αφήγηση της ζωής, του Robert και της Patti ως που να φτάσει στο θάνατο του Robert το 1989, που ήταν άρρωστος από τον ιό του AIDS. Το συγγραφικό της ταλέντο γίνεται ολοφάνερο-όπως και το ποιητικό.
Μιλώντας και εγώ πριν κάποιες μέρες με ενα φίλο, επιρρεπής και αυτός στα πάθη και στην τέχνη του,θυμήθηκα ξανά την αξία του να αφήσεις όλη την πραγματικότητα στην ίδια της την τύχη, και να γίνεις υπηρέτης της τέχνης σου. Που ταυτίζεται με το απόσταγμα αυτου του βιβλίου: Από την πραγματικότητα και τον θάνατο, μόνο η τέχνη σώζει. Κάπως έτσι η Patti κρατάει αθάνατη την μνήμη του Robert αλλά και μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνικής δημιουργίας και για τους επόμενους..
Αγέραστη πριν μερικά χρόνια είχε τραγουδήσει και στην Αθήνα. Την αναμένουμε ξανά.