
Πρόσφυγες από τα παράλια στο Ρέθυμνο
Η Παστρικότητα στην Ελλάδα του μεσοπολέμου
Καθώς ο σπιτονοικοκύρης θα σε ξεναγούσε στο σπίτι που επρόκειτο να νοικιάσεις θα σου έλεγε μες το μπάνιο «κι από εδώ η μπανιέρα, αχρείαστη να’ναι». Μια έκφραση που σήμερα-έναν σχεδόν αιώνα μετά-μας «μυρίζει», θα έλεγα κωμικά, τότε δεν ήταν παρά μια ακόμα έννοια διάκρισης προς τον νεοφερμένο προσφυγικό ελληνισμό.
Είναι γνωστή η αντιμετώπιση των ετεροχθόνων αφιχθέντων ως μιαρών και των γυναικών τους ως παστρικών. Έχοντας συνηθίσει ένα life style κοσμοπολίτικο, σε τοπία πολυπολιτισμικά και αστεακά, η μικρασιάτισσα γυναίκα για το μάτι της ελληνίδας χριστιανής, και λέω ελληνίδας για να τη διακρίνω από την μεγαλωμένη στην Οθωμανική κοινωνία Σμυρνιά, δεν ήταν παρά μια «πόρνη», παστρικιά.
Μια από τις συνήθειες που θεωρούνταν ανάρμοστη για τα εν ελλάδι χριστιανικά ήθη ήταν το καθημερινό μπάνιο των γυναικών. Τα χριστιανικά διδάγματα ωστόσο σε μια πιο «χαλαρή» θρησκευτική κοινωνική πραγματικότητα της Οθωμανικής πόλης, φάνταζαν προκλητικά στην πουριτανή Ελλάδα της εποχής, που μόλις είχε ξεκινήσει να βηματίζει προς την αστική ζωή. Σε μια συνέντευξή της η Ροζίτα Σώκου αναφέρει χαρακτηριστικά « Για να έκανες μπάνιο κάθε μέρα είτε πόρνη θα ήσουν είτε άρρωστη».
Η απλυσιά, λέω λαϊκά, δεν ήταν δείγμα θηλυκότητας αλλά σοφή επιλογή χριστιανικών ηθών. Για μια γυναίκα το ίδιο της το σώμα, για την κοινωνία, ήταν ένα ταμπού σε σημείο που η ίδια θα έπρεπε να ντρέπεται να το δει γυμνό. Λέω για την κοινωνία συγκεκριμένα διότι αυτό πρόσταζε το «κοινωνικό ήθος». Ούτως η άλλως, τα εν οίκω μη εν δήμω.
Το σημάδι της μιαρής προσφυγοπούλας δεν ήταν παρά ένα ακόμη κομμάτι του γενικότερου πλαισίου του «φόβου» προς το άγνωστο, μιας ανώριμης κοινωνικά και πολιτικά κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που αυθαίρετα, θα τολμήσω να πω, άλλα προστάζει η κοινωνικότητα και άλλα πράττονται στην ιδιωτικότητα. Μια κοινωνία του φαίνεσθαι και του κρίνειν, όχι όμως του κρίνεσθαι. Ο μιαρός συνεπώς δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον άγνωστο, τον ασυνήθιστο ή απλά αυτόν που ζει πια λίγο χειρότερα από αυτόν που τον ονόμασε «παστρικό».
Τροφή για σκέψη: έναν αιώνα μετά ο «βρώμικος» είναι ακόμα ο διαφορετικός.