Ορφέας Περίδης: “Είμαι ευτυχισμένος όταν ο κόσμος τραγουδάει μαζί μου”
Είναι κάποιοι καλλιτέχνες που τους κοιτάζεις και στο πρόσωπό τους δε βλέπεις την αληθινή αντιστοιχία με τη φυσιογνωμία τους, αλλά τα πρόσωπα με τα οποία τους έχεις ταυτίσει. Μπορεί αυτό το πρόσωπο να είναι η εμμονική φίλη που αποπνέει εφηβική καψούρα για έναν κατά τα λεγόμενα «θεό», μπορεί να είναι πρώην που σε έσερνε σε συναυλίες «αφού τα κάνουμε όλα μαζί και έτσι μαθαίνουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα» και μπορεί, τέλος, να είναι οι γονείς σου που σε μεγάλωσαν σε ένα soundtrack παιδικής ηλικίας και δικών τους άγνωστων αναμνήσεων που δε θα μάθεις ποτέ, γιατί στο κάτω-κάτω δεν σου ανήκουν.
Στο πρόσωπο λοιπόν του Ορφέα Περίδη είδα το θεατρικό σφίξιμο του στήθους της μαμάς και τον ακόλουθο ψίθυρο «Το τραγούδι «Τα παλιά γκαρσόνια» τ’ αγαπώ γιατί μου θυμίζουν τον παππού σου» ή τις στροφές με το ηλιοκαμένο αμάξι σε περίοδο διακοπών να φωτίζεται ακόμη περισσότερο από τη «Φωτοβολίδα» που έσκαγε ξανά και ξανά στο ξεφτισμένο σίντιπλέιερ.
Αλλά τώρα ήρθε η ώρα να βγω από το λήθαργο και να αφήσω τον ίδιο τον αόρατο συνοδό χιλιάδων στιγμών της ζωής μου να μου εκμυστηρευτεί πολλά –από την κυκλοφορία του νέου του δίσκου μέχρι και το πώς είναι να γράφει κανείς τραγούδια για παιδιά.
–Σας συναντάμε τόσο με αφορμή την εμφάνισή σας στο Block33 όσο και με την κυκλοφορία του νέου σας δίσκου «Paradise». Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;
«Ο δίσκος περιέχει τραγούδια 15 χρόνων, είναι δύο τραγούδια μελοποιημένα ποιήματα-αρκετά άγνωστα ποιήματα, δύο τραγούδια του Ηλία Κατσούλη, ένα του Άλκη Αλκαίου, τρία του Γιώργου Σιδέρη και τρία με τέσσερα δικά μου. Συμμετέχουν επίσης, δύο εξαιρετικοί συνάδελφοι, η Λιζέτα Καλημέρη και ο Σωκράτης Μάλαμας. Πρόκειται για ένα δίσκο που χρειάστηκε 5 χρόνια. Από το 1993 που εκδόθηκε η πρώτη μου δουλειά μέχρι τώρα, παρατηρώ ότι περίπου τρία χρόνια μου παίρνει κάθε φορά για να ολοκληρώσω ένα δίσκο. Ο συγκεκριμένος είναι ένας από τους καλύτερους -κατά την προσωπική μου γνώμη- και τον έχω αγαπήσει πολύ».
–Στο δίσκο περιλαμβάνονται μελοποιημένα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Τέλλου Άγρα. Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση;
«Έχω στενή σχέση με την ποίηση, την αγαπώ πάρα πολύ. Διακρίνω συνήθως κάποια μορφή ποίησης που θυμίζει στίχο, όπως αυτά του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων έγραψε ποιήματα που μοιάζουν να περιέχουν στίχους. Είναι δηλαδή ο συγκεκριμένος, από τους ποιητές που μπορείς να μελοποιήσεις εύκολα. Γι’ αυτό και έχουν γίνει αρκετές μελοποιήσεις σε έργα του».
–Έχετε συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής όπως ο κ. Λιδάκης και ο κ. Παπάζογλου. Είναι σημαντική η επαφή ενός νέου καλλιτέχνη με ήδη αναγνωρισμένα πρόσωπα και είναι πάντοτε εφικτή;
«Το ξεκίνημά μου ήταν όταν ο Νίκος Παπάζογλου χρησιμοποίησε τρία τραγούδια μου σε ένα δίσκο που είχε εκδώσει το 1989, τα «Σύνεργα». Μου έδωσε έτσι την ευκαιρία να με μάθει ο κόσμος, με βοήθησε να ξεκλειδώσω την πόρτα της δισκογραφίας. Εγώ δε γνωρίζω άλλο τρόπο για να μπει κανείς σε αυτόν το χώρο. Κάποιος πρέπει να τον βοηθήσει– χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι μόνο αυτό. Απλώς σε μένα συνέβη έτσι και θεωρώ έκτοτε υποχρέωσή μου, όποιος μου ζητάει βοήθεια, και μου αρέσει καλλιτεχνικά, να του την προσφέρω. Ένα τέτοιο παράδειγμα όπου προσέφερα, είναι ο Φοίβος Δεληβοριάς αλλά και τα Κίτρινα Ποδήλατα».
[widget id=”text-6″]
–Έχετε σπουδάσει μουσική, ωστόσο επιδοθήκατε και στη στιχουργική και μελοποίηση με μεγάλη επιτυχία. Για σας ξεχωρίζει κάτι ενδόμυχα;
«Κοίτα, είναι άλλη διαδικασία να γράψεις στίχο και άλλη να μελοποιήσεις. Βεβαίως οι λέξεις έχουν μια μουσικότητα και ως εκ τούτου σε βοηθάνε στη μελοποίηση. Επίσης οι λέξεις είναι σαν να σου λένε κάποιες φορές το στυλ μουσικής που πρέπει να διαλέξεις. Γενικότερα πιστεύω ότι το τραγούδι είναι πολύ δύσκολη μορφή τέχνης. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι όταν βάλεις στίχους σε προϋπάρχουσα μουσική, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γράψεις ένα πολύ ωραίο τραγούδι».
–Δηλώνετε ότι τα τελευταία 20 χρόνια επιθυμείτε να παρουσιάζετε κάτι καινούργιο κάθε χρόνο. Πώς το εξηγείτε αυτό, είναι ένδειξη εξέλιξης, ωριμότητας;
«Επειδή παίζουμε κάθε χρόνο στις μουσικές σκηνές, αισθάνεσαι την ανάγκη να παρουσιάσεις κάτι νέο, γιατί αν έρθουν αυτοί που ήρθαν πέρσι, πρέπει κάτι καινούργιο να συμβεί. Κάτι ενδιαφέρον, να μην είναι ακριβώς το ίδιο. Βεβαίως δεν μπορείς να αποφύγεις την επανάληψη, και τραγούδια, όπως η «Φωτοβολίδα» για παράδειγμα, παίζονται σε όλες –σχεδόν- της συναυλίες. Αλλά και η ανανέωση είναι καθήκον, υποχρέωση-όπως θες πες το. Εγώ για παράδειγμα αν γράψω νέο τραγούδι το οποίο ξέρω ότι θα εκδοθεί σε τρία χρόνια, το παίζω νωρίτερα σε παραστάσεις. Είναι και ένας τρόπος να δοκιμάσεις το κομμάτι, να δεις πώς το υποδέχεται ο κόσμος».
–Απέχετε από τα μέσα (κυρίως τηλεόραση) επειδή το lifestyle δεν είναι κάτι που σας απασχολεί;
«Απέχω από τα μέσα κυρίως γιατί δε μ’ αρέσουν οι εκπομπές που βλέπω. Τα μέσα βοηθάνε τον καλλιτέχνη να προωθήσει τη δουλειά του. Έπειτα υπάρχει μια άποψη που λέει ότι όταν πολυεμφανίζεσαι την τηλεόραση και σ’ έχει ο άλλος συνεχώς μέσα στο σαλόνι του, σα να σε μπουχτίζει. Και ποιος ο λόγος; Έτσι μπορεί να έχεις το αντίθετο αποτέλεσμα. Και έτσι να μη συμβαίνει, την τηλεόραση τη χρησιμοποιούσαμε όταν ξεκινούσαμε για να γίνουμε γνωστοί και να ταυτίσει ο άλλος το πρόσωπο με το τραγούδι. Από τη στιγμή που αυτό έχει συμβεί και μας ξέρει ο κόσμος, δεν υπάρχει λόγος».
–Θεωρείτε ότι υπάρχει τίμημα όταν κάποιος αποφασίζει σ’ έναν τέτοιο χώρο της αναγνωρισιμότητας και των δημοσίων σχέσεων ν’ ακολουθήσει πιστά την τέχνη του χωρίς εκπτώσεις;
«Υπάρχει ένα τίμημα αλλά εμείς έχουμε μάθει να ψωνίζουμε στο εκπτωτικό χωριό (γελάει). Δεν έχουμε ιδιαίτερο πρόβλημα. Από τότε που ξεκίνησα, εμφανίζομαι σε μικρούς χώρους, γιατί δε μπορώ να λειτουργήσω σε χώρους μαζικής διασκέδασης. Νομίζω ότι είμαι ξένος από όλο αυτό. Δεν με εκφράζει. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλω να έχω κόσμο στις παραστάσεις αλλά… είναι θέμα συνήθειας».
–Ο κόσμος όμως σας αγαπάει.
«Ναι μάλλον επειδή είμαι αυτός που είμαι και εφόσον είναι έτσι τα πράγματα, λέω και εγώ να μην αλλάξω» (χαμογελάει).
–Έχετε δηλώσει ότι «αυτός που είναι επίκαιρος, έχει συχνά τον κίνδυνο να γίνει λαϊκιστής». Τι εννοείτε;
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι όταν κάτι είναι επίκαιρο, έχεις μια ευκολία να γράψεις γι’ αυτό. Για παράδειγμα, εδώ και πολλά χρόνια η Ελλάδα ζει μια κρίση, οικονομική και όχι μόνο. Και επειδή ακριβώς η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, το τραγούδι που περιγράφει αυτή την κατάσταση θα έπρεπε να είναι ένα τραγούδι που να έχει βαθιά μελετήσει την κοινωνική κατάσταση. Αυτό για μένα δεν είναι τόσο εύκολο. Ούτε κοινωνιολόγος είμαι, ούτε οικονομολόγος. Έπειτα, παραδοσιακά, από το 1600 που άρχισαν να γράφονται τα τραγούδια της Αναγέννησης ήταν κυρίως ερωτικά. Άρα, το τραγούδι ιστορικά είναι κατεξοχήν ερωτικό. Όχι ότι δεν υπάρχει κοινωνικό η πολιτικό, απλώς το τραγούδι συνήθως εκφράζει μια προσωπική αγωνία. Πιο πολύ θα με ενδιέφερε ένα τραγούδι που περιέχει μια εσωστρέφεια και διάθεση εξομολόγησης παρά ένα κοινωνικό-πολιτικό που είναι και αρκετά δύσκολο. Δε ξέρω δηλαδή αν θα το πετύχω. Αλλά αυτή είναι η αποστολή του τραγουδιού; Δηλαδή σκοπός του τραγουδιού είναι να το ακούσει ο άλλος και να τραγουδήσει μαζί σου, να ανακουφιστεί, να αναπολήσει και να αισθανθεί καλύτερα. Τώρα ένα τραγούδι για το Σόιμπλε; (γελάει) Ή για τα Capital Controls; Και πώς θα βρεις ομοιοκαταληξία για το controls;» (γελάει)
–Έχετε κυκλοφορήσει ένα δίσκο με τραγούδια για παιδιά («Το πρώτο πρώτο πέταγμα»). Είναι απαιτητική η συγκεκριμένη δουλειά ή το γεγονός ότι η φαντασία είναι πιο ελεύθερη τη διευκολύνει;
«Το παιδικό τραγούδι είναι η πιο δύσκολη μορφή τραγουδιού. Είναι δύσκολο γιατί ένας μεγάλος, γράφει για παιδιά. Πρέπει να γίνεις και εσύ παιδί, να είσαι εξαιρετικά απλός και μέσα από την απλότητα να πεις κάτι που θα αφορά και το μεγάλο. Γιατί κανονικά το τραγούδι θα πρέπει- όπως λέει ο Σαββόπουλος, να αφορά κάθε ηλικία. Και αυτό μ’ αρέσει πολύ. Το παιδικό τραγούδι θέλει προσοχή στην ενορχήστρωση. Εφόσον απευθύνεσαι σε παιδιά, θέλεις ήχους απαλούς, πνευστά, φλάουτα, γενικότερα γαληνεμένα συναισθήματα».
–Πώς ορίζεται για σας η επιτυχία και πώς η ευτυχία;
«Η επιτυχία ορίζεται από μόνη της. Θέλω να πω ότι όταν καταφέρεις να φτιάξεις -στο δικό μας τομέα- ένα τραγούδι που κάνει τον άλλο να τραγουδήσει, αυτό είναι επιτυχία. Και ταυτόχρονα ευτυχία. Όταν δηλαδή εγώ τραγουδώ στη σκηνή και ο κόσμος τραγουδάει μαζί μου, είμαι ευτυχισμένος. Τώρα, ευτυχία είναι να είσαι χαρούμενος, δεδομένου ότι η ζωή είναι αρκετά δύσκολη…»
Στο γυρισμό από τη συνάντησή μου με τον κ. Περίδη η κλήση από τους γονείς ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Στην άλλη γραμμή οι ερωτήσεις-βροχή αποκάλυπταν ένα μπαμπά- έφηβο που ομολογουμένως είχα χρόνια να ακούσω έτσι. Προσπάθησα να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα και να τροφοδοτήσω το πάθος όχι τόσο για ένα είδωλο όσο για ένα άγνωστο συμπορευτή της κοινής μας ζωής. Είναι το λιγότερο που μπορούσα να κάνω γι’ αυτούς που μου γέμισαν τις κασέτες της παιδικής μου ηλικίας με νότες αλλά και στιγμές ντυμένες με αυτές τις μουσικές. Δε συμφωνείς;
Μπαμπά σ’ ευχαριστώ,
Η φωτοβολίδα σου