Οι Μόνες Μητέρες

Αναφορικά με τις μόνες γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί στα πλαίσια μιας μονογονεϊκής οικογένειας, ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί οι γυναίκες αυτές επιλέγουν το συγκεκριμένο τρόπο απόκτησης παιδιού.

Οι μόνες γυναίκες, λοιπόν, που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί είναι συνήθως γυναίκες που ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά, αλλά στη συνέχεια για ποικίλους, προσωπικούς κυρίως λόγους, δε στράφηκαν στη δημιουργία οικογένειας μαζί με κάποιο σύντροφο. Πρόκειται, όμως, για γυναίκες που η επιθυμία τους να αποκτήσουν παιδί είναι ιδιαίτερα ισχυρή κι έτσι επιλέγουν να γίνουν μητέρες με δωρεά σπέρματος. Οι λόγοι αυτής της επιλογής μπορεί να σχετίζονται με την ανησυχία τους ότι, καθώς μεγαλώνουν σε ηλικία, η γονιμότητά τους μειώνεται και πιθανώς να μην προλάβουν να βρουν τον κατάλληλο σύντροφο για να δημιουργήσουν οικογένεια (Murray & Golombok, 2005).

Υπάρχουν, όμως, και γυναίκες που στρέφονται σ’ αυτό τον τρόπο αναπαραγωγής, επειδή θέλουν να μεγαλώσουν ένα παιδί μόνες τους, χωρίς κάποιο σύντροφο και επιθυμούν να είναι οι μόνες υπεύθυνες για την ανατροφή του (Παπαληγούρα, 2013). Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται σημαντική αύξηση των παιδιών που αποκτώνται με δωρεά σπέρματος από μόνες ετεροφυλόφιλες ή ομοφυλόφιλες γυναίκες. Αυτά τα παιδιά θα ανατραφούν από τη γέννησή τους χωρίς πατέρα.

Το βασικό θεωρητικό ερώτημα που τίθεται για τις μονογονεϊκές οικογένειες με μόνες μητέρες, αφορά κυρίως τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς πατέρα. Ειδικότερα, ανακύπτουν ζητήματα όπως, το κατά πόσο επηρεάζεται η ψυχική λειτουργία του παιδιού που ανατρέφεται μόνο από μία μητέρα, το αν μια γυναίκα μπορεί να ανταποκριθεί μόνη της στις ανάγκες της ανατροφής αυτής και το κατά πόσο επηρεάζεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός των παιδιών που μεγαλώνουν χωρίς το πατρικό πρότυπο. Ένα ακόμα θέμα που τίθεται αφορά το ποιος μπορεί να είναι ο πιθανός στιγματισμός των παιδιών αυτών από μέρους των συνομηλίκων τους, αλλά και από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο  εξαιτίας της διαφορετικότητας που παρουσιάζει το συγκεκριμένο είδος οικογένειας (Παπαληγούρα, 2013).

Πέρα, όμως, από τα ερωτήματα αυτά τίθενται και αρκετά ηθικά ζητήματα αναφορικά με τις μόνες γυναίκες που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί. Το σημαντικότερο από αυτά αφορά το κατά πόσο θα πρέπει να επιτρέπεται η γέννηση παιδιών «ορφανών» από πατέρα, ενώ οι γυναίκες αυτές δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα γονιμότητας, αλλά για διάφορους κοινωνικούς και ψυχολογικούς λόγους δε μπορούν να αποκτήσουν το παιδί που επιθυμούν. Ακόμη, ένα κρίσιμο ψυχολογικό ζήτημα που εγείρει προβληματισμούς είναι η ανάγκη ενός παιδιού να μεγαλώνει και με τους δύο του γονείς και συνακολούθως οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην ψυχική του υγεία η έλλειψη του πατέρα, που ενδέχεται να το στερήσει από κάποιες σημαντικές θετικές εμπειρίες (Παπαληγούρα, 2013).

Αν και οι περισσότερες επιδημιολογικές μελέτες των οικογενειών χωρίς πατέρα έχουν εστιάσει κατά κύριο λόγο στην ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών, έχει διερευνηθεί αρκετά και το θέμα της ανάπτυξης φύλου, λόγω κυρίως των ανησυχιών για το σεξουαλικό προσανατολισμό των παιδιών αυτών που μεγαλώνουν χωρίς το πατρικό πρότυπο (Golombok and Badger, 2010). Οι ανησυχίες αυτές προέρχονταν από δύο πολύ σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες της ανάπτυξης, την ψυχαναλυτική θεωρία (Freud, 1905) και τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977). Οι θεωρίες αυτές, λοιπόν, κάνουν λόγο για προβλήματα στην ανάπτυξη, κυρίως των αγοριών, λόγω της απουσίας του πατέρα. Συγκεκριμένα, η ψυχαναλυτική θεωρία θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του πατέρα τόσο για την απαγόρευση της αιμομικτικής σχέσης με τη μητέρα, όσο και για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού (Freud, 1905). Από την άλλη, οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης κρίνουν ως πολύ σημαντική τη μίμηση της συμπεριφοράς του γονέα του ίδιου φύλου για την ανάπτυξη του ρόλου του φύλου (Mussen, 1969).

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις θεωρίες αυτές, ένα από τα βασικά προβλήματα που αναμένεται να εμφανιστούν στα παιδιά που μεγαλώνουν από τη γέννησή τους χωρίς πατέρα, αφορά το ρόλο και την ταυτότητα του φύλου τους. Παρά, όμως, τις υποθέσεις των παραπάνω βασικών ψυχολογικών θεωριών, δε βρέθηκαν καθόλου διαφορές ούτε στη συμπεριφορά που σχετίζεται με το ρόλο του φύλου, ούτε στο σεξουαλικό προσανατολισμό μεταξύ παιδιών σε οικογένειες με μόνες μητέρες και παιδιών σε παραδοσιακές οικογένειες και με τους δύο γονείς τους (Stevens et al., 2002; Golombok & Tasker, 1995). Το εύρημα αυτό, λοιπόν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υπόθεση των παραπάνω θεωριών, ότι δηλαδή τα αγόρια που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα θα είναι λιγότερο αρσενικά και τα κορίτσια λιγότερο θηλυκά από τους συνομηλίκους τους, που μεγαλώνουν με την παρουσία του πατέρα (Golombok and Badger, 2010).

Έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν πολλές επιδημιολογικές μελέτες σε οικογένειες χωρίς πατέρα, οι οποίες σχεδόν πάντα έδειχναν ότι τα παιδιά που ανατρέφονται μόνο από τη μητέρα τους βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα, καθώς και για φτωχή ακαδημαϊκή επίδοση, συγκριτικά με τα παιδιά των παραδοσιακών οικογενειών που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς τους (Amato, 2000; Pryor and Rodgers, 2001). Για παράδειγμα, οι McLanahan και Sandefur (1994), βρήκαν ότι οι έφηβοι που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες με τις μητέρες τους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου της παιδικής τους ηλικίας έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους συνομηλίκους τους να εγκαταλείψουν το σχολείο, να αποκτήσουν παιδί πριν την ηλικία των 20 ετών, ενώ είναι μιάμιση φορά πιθανότερο να είναι άνεργοι στις αρχές της ενήλικης ζωής τους.

Ακόμη, οι Dunn et al. (1998) σε μελέτη τους με παιδιά τεσσάρων ετών που μεγάλωσαν σε μονογονεϊκές οικογένειες, βρήκαν υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικής δυσλειτουργίας από τους συνομηλίκους τους σε οικογένειες και με τους δυο γονείς. Γιατί, όμως, τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών που μεγαλώνουν με τις μητέρες τους φαίνεται να έχουν πιο φτωχά αποτελέσματα; Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της απουσίας του πατέρα ή εμπλέκονται κι άλλοι παράγοντες;

[widget id=”text-6″]

Για να εξετάσουν αυτά τα ερωτήματα, οι ερευνητές μελέτησαν κυρίως μονογονεϊκές οικογένειες που προέκυψαν μετά από το διαζύγιο των γονέων και την επακόλουθη διαμονή των παιδιών με τη μητέρα τους. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, ότι μέχρι την εφαρμογή των τεχνικών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μία μονογονεϊκή οικογένεια μπορούσε να προκύψει λόγω διαζυγίου, λόγω εγκατάλειψης της μητέρας, λόγω θανάτου του πατέρα ή λόγω φυλάκισης ή μετανάστευσης του ενός από τους δύο (Παπαληγούρα, 2013). Η πλειοψηφία, όμως, των περιπτώσεων μονογονεϊκότητας προκύπτει μετά από το διαζύγιο των γονέων, γι’ αυτό και οι έρευνες επικεντρώθηκαν κυρίως σε αυτές τις οικογένειες. Βρήκαν, λοιπόν, ότι στις οικογένειες αυτές παράγοντες, όπως οι οικονομικές δυσκολίες και η απουσία κοινωνικής στήριξης της μητέρας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τις δυσκολίες των παιδιών (Ferri, 1976; McLanahan and Sandefur, 1994).

Ακόμη, πολλοί ερευνητές εντόπισαν, πως δεν είναι το διαζύγιο αυτό καθεαυτό που οδηγεί σε δυσκολίες και προβλήματα, αλλά η έκθεση των παιδιών σε συγκρούσεις, η εμπάθεια, οι διαφωνίες και η εχθρότητα μεταξύ των γονέων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το διαζύγιο των γονέων (Amato, 1993. Hetherington et al., 1998. Hetherington et al., 1982; Hetherington, 1988; Hetherington and Stanley-Hagan, 2002). Επιπλέον, αλλαγές, όπως η ενδεχόμενη μετακόμιση της οικογένειας μετά από το διαζύγιο, η έλλειψη επαφής με τον πατέρα, η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, αλλά και η κακή επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας μπορεί να οδηγήσουν, επίσης, σε δυσκολίες προσαρμογής των παιδιών σ’ αυτές τις οικογένειες (Golombok and Badger, 2010).

Επίσης, οι Amatoκαι Booth (1996) μετά από έρευνά τους, συμπέραναν ότι πολλά από τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα παιδιά μετά από ένα διαζύγιο είναι ήδη παρόντα και πολύ πριν από αυτό, ενώ αντίθετα οι Wallerstein και Lewis (2004), βρήκαν ότι το διαζύγιο αυτό καθεαυτό είναι η πηγή των προβλημάτων, τα οποία μάλιστα τείνουν να είναι μόνιμα και να διατηρούνται ακόμα και χρόνια μετά το διαζύγιο. Γενικότερα, πάντως, θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα συμπεράσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι ερευνητές οι οποίοι μελέτησαν το διαζύγιο είναι αρκετά αντιφατικά μεταξύ τους.

Οι ερευνητές έχουν, επίσης, μελετήσει τον αντίκτυπο της μονογονεϊκότητας στην ίδια τη γονεϊκότητα και έχουν δείξει ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνο με τη μητέρα τους βιώνουν κατά μέσο όρο μία λιγότερο ποιοτική γονεϊκότητα σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες και με τους δύο γονείς τους (Hetherington et al., 1998). Οι Dunn et al. (1998), βρήκαν ακόμη ότι οι βαθμολογίες στην κλίμακα του αρνητικού συναισθήματος των μητέρων ήταν υψηλότερες στις μονογονεϊκές οικογένειες σε σχέση με τις μητέρες στις παραδοσιακές οικογένειες. Τα αρνητικά συναισθήματα, όμως, με τη σειρά τους συσχετίζονταν και με μεγαλύτερο βαθμό συμπεριφορικών προβλημάτων των παιδιών. Παράλληλα, οι McLanahan και Sandefur (1994) ανέφεραν πως οι μόνες μητέρες ασκούσαν λιγότερο έλεγχο στα παιδιά τους, λιγότερη επίβλεψη, ενώ είχαν καθιερώσει λιγότερους κανόνες σε σχέση με τις μητέρες στις παραδοσιακές οικογένειες. Δηλαδή, τα παιδιά αυτά όχι μόνο βίωναν λιγότερη πειθαρχία από τη μητέρα τους συγκριτικά με τα παιδιά στις οικογένειες και με τους δύο γονείς, αλλά επίσης λόγω της απουσίας του πατέρα, δε λάμβαναν καθόλου επίβλεψη από τον πατέρα τους, που θεωρείται ένα πολύ βασικό γονεϊκό πρότυπο.

Η φτωχότερη ποιότητα γονεϊκότητας από την πλευρά των μόνων μητέρων εξηγούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα υψηλότερα ποσοστά ψυχολογικών προβλημάτων και ιδιαίτερα κατάθλιψης που βίωναν οι ίδιες και που συσχετίζονταν θετικά και με ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά (Dunn et al., 1998). Η συσχέτιση αυτή εξηγούνταν από το γεγονός, ότι η κατάθλιψη και οι γενικότερες ψυχολογικές δυσκολίες των μητέρων μείωναν την ικανότητά τους να είναι αποτελεσματικές ως προς τη γονεϊκότητά τους και παρεμπόδιζαν τη συναισθηματική της διαθεσιμότητα και ευαισθησία προς τα παιδιά, καθώς και την επιβολή ελέγχου και την άσκηση πειθαρχίας (Cummings and Davies, 1994). Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί πως οι μητέρες που βίωναν ψυχολογικά προβλήματα έτειναν να είναι είτε απόλυτα επιεικείς, είτε αυταρχικές με τα παιδιά τους, ενώ συχνά εναλλάσσονταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ψυχολογικών δυσκολιών και στα παιδιά (Kochanska et al., 1997).

Μία άλλη περίπτωση μονογονεϊκότητας, πέρα από τη μονογονεϊκότητα μετά το διαζύγιο είναι, και όταν ο πατέρας πεθάνει πριν τον τοκετό ή όταν το παιδί είναι ακόμα μικρό. Τότε και πάλι μία γυναίκα αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη το παιδί της. Αν ο θάνατος συμβεί πριν τη γέννηση του παιδιού, θα επηρεαστεί αρνητικά η ποιότητα της γονεϊκότητας, αφού όταν θα γεννηθεί το μωρό η μητέρα θα βρίσκεται σε πένθος και δε θα μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες του παιδιού. Αν, από την άλλη, ο πατέρας πεθάνει μετά τη γέννηση του παιδιού, λογικά θα έχει προηγηθεί μία δύσκολη περίοδος ασθένειας, κατά την οποία και πάλι οι γονείς θα ανταποκρίνονται με δυσκολία στο ρόλο τους (Nehring & Cohen, 1995; Siegel et al., 1990), ενώ το πένθος της μητέρας μετά την απώλεια θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ικανότητά της να είναι ψυχικά διαθέσιμη για το παιδί.

Μία άλλη περίπτωση μονογονεϊκότητας, αφορά τις γυναίκες που τις εγκαταλείπει ο σύντροφός τους είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είτε μετά τον τοκετό κι έτσι υποχρεώνονται να αναλάβουν οι ίδιες εξ ολοκλήρου την ευθύνη της ανατροφής του παιδιού. Οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν, συνήθως, το κοινωνικό στίγμα της εγκατάλειψης, ενώ τις περισσότερες φορές βρίσκονται αντιμέτωπες και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αλλά και μειωμένη κοινωνική υποστήριξη (Παπαληγούρα, 2013).

Ωστόσο, μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί, πως οι αρνητικές επιπτώσεις και τα προβλήματα που εντοπίζονται στις παραπάνω περιπτώσεις μονογονεϊκών οικογενειών, διαφέρουν σημαντικά από την περίπτωση των μόνων μητέρων. Πιο συγκεκριμένα, οι δυσκολίες που υπάρχουν μετά από το διαζύγιο, το θάνατο του πατέρα ή την εγκατάλειψη της μητέρας από τον πατέρα και οι συνακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις για τα παιδιά μπορεί να οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες, ένας από τους οποίους μπορεί να είναι και η απουσία του πατέρα (Παπαληγούρα, 2013). Με άλλα λόγια, τα προβλήματα στις μονογονεϊκές αυτές οικογένειες δεν οφείλονται αποκλειστικά στην απουσία του πατέρα, αλλά σε διάφορους μεσολαβητικούς παράγοντες (π.χ. κακή ψυχολογική κατάσταση της μητέρας, οικονομικά προβλήματα, συγκρούσεις, κ.ά.) που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση αρνητικών αποτελεσμάτων για τα παιδιά.

Ειδικότερα, πρόκειται για περιπτώσεις «αναγκαστικής» μονογονεϊκότητας. Αντίθετα, όταν μια μητέρα αποφασίζει να αποκτήσει παιδί μόνη της, δεν παρατηρούνται τα προβλήματα που εμφανίζονται στις περιπτώσεις της «αναγκαστικής» μονογονεϊκότητας, αφού οι γυναίκες αυτές συνήθως είναι ανεξάρτητες οικονομικά, έχουν κοινωνική υποστήριξη, έχουν ισχυρή επιθυμία να αποκτήσουν παιδί και επίσης το παιδί τους δε θα βιώσει όλες τις παραπάνω δυσκολίες, όπως τις συγκρούσεις και τις εντάσεις μεταξύ των γονέων ή τα οικονομικά προβλήματα (Murray & Golombok, 2005). Διαφαίνεται, λοιπόν, πως ενώ σε όλες τις περιπτώσεις μονογονεϊκότητας υπάρχει η ομοιότητα ότι στην κεφαλή της οικογένειας βρίσκεται η μητέρα, οι διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές περιπτώσεις είναι πολλές και άρα η γενίκευση των συμπερασμάτων θα έπρεπε να αποφεύγεται.

Σύμφωνα, λοιπόν, με όλα τα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα αναφορικά με την ψυχική υγεία και την προσαρμογή των παιδιών που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες, υπήρχε μεγάλη συζήτηση τα τελευταία χρόνια σχετικά με το αν οι μόνες γυναίκες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, προκειμένου να αποκτήσουν παιδί στα πλαίσια μιας μονογονεϊκής οικογένειας, χωρίς σύντροφο. Οι βασικές ανησυχίες εστιάζονταν στις επιπτώσεις του να μεγαλώνει κανείς σε μια οικογένεια χωρίς πατέρα και βασίζονταν στα ερευνητικά δεδομένα που παρουσιάστηκαν παραπάνω, που δείχνουν τα αρνητικά αποτελέσματα της μονογονεϊκότητας στη γνωστική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών (Murray & Golombok, 2005). Παρόλα αυτά, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα παραπάνω αποτελέσματα δε μπορούν να γενικευτούν απαραίτητα και στα παιδιά εκείνα που γεννήθηκαν από την αρχή της ζωής τους σε μονογονεϊκές οικογένειες, στις οποίες μία μόνη μητέρα αποφάσισε να αποκτήσει παιδί με τη συμμετοχή δότη (Murray & Golombok, 2005).

Συγκεκριμένα, τα παιδιά αυτά ποτέ δε βίωσαν το χωρισμό των γονιών τους, το θάνατο του πατέρα ή την εγκατάλειψη της μητέρας από τον πατέρα και γενικά μεγάλωσαν χωρίς οικονομικές δυσκολίες (Murray & Golombok, 2005). Ωστόσο, παραμένει πιθανό πως άλλοι παράγοντες και άλλου είδους πιέσεις στις μόνες μητέρες, όπως είναι για παράδειγμα το κοινωνικό στίγμα, μπορεί να διαμεσολαβήσουν και να επηρεάσουν αρνητικά τη γονεϊκότητα, αφήνοντας έτσι τα παιδιά εκτεθειμένα σε συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα (Murray & Golombok, 2005). Ακόμη, από την πλευρά του παιδιού, δεν είναι γνωστό ποιες θα είναι οι ψυχολογικές συνέπειες της ανακάλυψης ότι ο βιολογικός πατέρας είναι ένας ανώνυμος δότης σπέρματος, τον οποίο μπορεί να μη συναντήσει ποτέ (Murray & Golombok, 2005).

Σε έρευνα που συνέκρινε μόνες μητέρες που απέκτησαν παιδί με δωρεά σπέρματος με παντρεμένες μητέρες που απέκτησαν παιδί με τον ίδιο τρόπο, οι μόνες γυναίκες φάνηκε να είναι πιο ανοιχτές στην αποκάλυψη της δωρεάς στο παιδί από τις παντρεμένες γυναίκες. Συγκεκριμένα, ποσοστό 93% των μόνων μητέρων δήλωσαν, ότι σκόπευαν να μιλήσουν στο παιδί τους για τη δωρεά και τον τρόπο σύλληψής του, σε σύγκριση με ποσοστό 46% των παντρεμένων μητέρων. Επιπλέον, αναφορικά με τις σχέσεις γονέα παιδιού, οι μόνες μητέρες έδειξαν παρόμοια επίπεδα θέρμης και δεσμού με το βρέφος, με τις παντρεμένες μητέρες. Παρόλα αυτά, οι μόνες μητέρες είχαν χαμηλότερα επίπεδα αλληλεπίδρασης και ευαισθησίας (Murray and Golombok, 2005). Μία πιθανή εξήγηση γι’ αυτό το εύρημα είναι, ότι η παρουσία του συζύγου επέτρεπε στις παντρεμένες γυναίκες να περνούν περισσότερο χρόνο με το παιδί τους, γεγονός που ενδεχομένως να οδήγησε στην πιο ευαίσθητη ανταπόκριση των μητέρων αυτών.

Οι Murrayκαι Golombok (2005), διεξήγαγαν την έρευνα αυτή σε δύο φάσεις, η πρώτη όταν το παιδί ήταν ενός έτους και η δεύτερη (follow up) όταν ήταν δύο ετών. Η ηλικία αυτή επιλέχθηκε από τους ερευνητές, καθώς στην ηλικία των δύο ετών, οι σχέσεις δεσμού με τους γονείς έχουν πλήρως καθιερωθεί, ενώ παράλληλα πρόκειται για μια πολύ σημαντική περίοδο όσον αφορά τη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και ιδιαίτερα την εμφάνιση της αυτονομίας από τους γονείς, της συναισθηματικής ρύθμισης και της αίσθησης του «ανήκειν» στην οικογένεια (Edwards and Liu, 2002; Carter et al., 2004).Επιπρόσθετα, η αύξηση των συμπεριφορών θυμού στην ηλικία των 2, οι οποίες συχνά είναι πολύ «ανθεκτικές» και δύσκολα τιθασεύονται από τους γονείς, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή ως «τα τρομερά δύο έτη», σχετίζεται σημαντικά με πολλές γονεϊκές δυσκολίες (Belsky et al., 1996; Carter et al., 2004).

Δεδομένων, λοιπόν, και των επιπρόσθετων δυσκολιών που σχετίζονται με τη μονογονεϊκότητα, οι ερευνητές διατύπωσαν την υπόθεση ότι οι μόνες μητέρες θα παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα αρνητικών συναισθημάτων αναφορικά με τη σχέση τους με το παιδί τους συγκριτικά με τις παντρεμένες μητέρες, με τα αρνητικά αυτά συναισθήματα να συσχετίζονται και με δυσκολίες στην ψυχολογική προσαρμογή και τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών (Murray and Golombok, 2005).

Τα ευρήματα της έρευνας αυτής έδειξαν ωστόσο ότι, οι οικογένειες με μόνες μητέρες συνεχίζουν να λειτουργούν καλά, καθώς το παιδί φτάνει τα δύο έτη. Όσον αφορά τη συναισθηματική κατάσταση των μητέρων, οι μόνες μητέρες δε φάνηκε να είναι πιο πιθανό να βιώνουν στρες σχετικά με τη γονεϊκότητα ή συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης συγκριτικά με τις παντρεμένες μητέρες, απορρίπτοντας έτσι την αρχική υπόθεση των ερευνητών (MurrayandGolombok, 2005). Αυτό υποδηλώνει, πως η απουσία πατέρα δε συνδέεται απαραίτητα με υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικών προβλημάτων των μόνων μητέρων.

Οι διαφορές που βρέθηκαν στη γονεϊκότητα μεταξύ των 2 ομάδων, εντοπίζονταν στο ότι οι μόνες μητέρες δήλωσαν περισσότερη χαρά και ευχαρίστηση, καθώς και λιγότερο θυμό σε σχέση με την άσκηση της γονεϊκότητας, που συνοδευόταν και από την αντίληψη του παιδιού τους ως λιγότερο προσκολλημένο σ’ αυτές. Συνεπώς, αντίθετα με τις όποιες ανησυχίες και αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τις μόνες μητέρες, φαίνεται πως αυτό το μονοπάτι γονεϊκότητας οδηγεί περισσότερο σε θετικά, παρά σε αρνητικά μητρικά συναισθήματα προς το παιδί και άρα και σε μεγαλύτερη πιθανότητα καλής προσαρμογής του ίδιου του παιδιού (Murray and Golombok, 2005).

Μία πιθανή εξήγηση για τα ευρήματα αυτά μπορεί να πηγάζουν και από τους διαφορετικούς λόγους που ωθούν τις μόνες μητέρες και τις παντρεμένες μητέρες να επιλέξουν να αποκτήσουν παιδί μέσω της δωρεάς σπέρματος. Ειδικότερα, για την πλειοψηφία των μόνων μητέρων, η απόφαση να αποκτήσουν παιδί μόνες τους, χωρίς την εμπλοκή ενός συντρόφου, ήταν ο φόβος και η ανησυχία ότι δε θα προλάβουν να αποκτήσουν παιδί (Murray and Golombok, 2005). Με άλλα λόγια, αυτές οι μητέρες δεν εκτέθηκαν ποτέ στη στρεσογόνο εμπειρία της υπογονιμότητας του συζύγου τους, όπως συνέβη στις παντρεμένες γυναίκες που ακολούθησαν αυτή τη μέθοδο αναπαραγωγής. Ακόμη, οι μόνες μητέρες έτειναν να είναι πιο ανοιχτές με τους γύρω τους σχετικά με τη συγκεκριμένη μέθοδο απόκτησης παιδιού σε αντίθεση με τις παντρεμένες μητέρες, στις οποίες λόγω της υπογονιμότητας και της επιθυμίας για προστασία του πατέρα, ο τρόπος σύλληψης του παιδιού περιβαλλόταν από μια γενικότερη μυστικότητα (Cook et al., 1995; Breways et al., 1997).

Η έλλειψη γενετική συγγένειας του παιδιού με τον πατέρα μαζί με την περιβάλλουσα μυστικότητα, ίσως να αποτελούσε πηγή άγχους και ανησυχιών για τις παντρεμένες μητέρες, γεγονός που μπορεί να επηρέασε αρνητικά και τη συναισθηματική σχέση τους με το παιδί τους (Murray and Golombok, 2005). Από την άλλη, οι μόνες μητέρες δεν αντιμετώπιζαν παρόμοιες ανησυχίες.

Όσον αφορά τα ίδια τα παιδιά, τα παιδιά των μόνων μητέρων δεν ήταν περισσότερο πιθανό να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικών προβλημάτων ή γνωστικών ελλειμμάτων σε σχέση με τα παιδιά που αποκτήθηκαν με δωρεά σπέρματος, αλλά ζούσαν και με τους δύο γονείς τους (Murray and Golombok, 2005). Στην πραγματικότητα, τα παιδιά των μόνων μητέρων συγκέντρωσαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα της ικανότητας και χαμηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα εμφάνισης προβλημάτων από τα παιδιά των παντρεμένων μητέρων. Φαίνεται, λοιπόν, πως τα παιδιά των μόνων μητέρων παρουσίαζαν μία πολύ καλή κοινωνική, συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη (Murray and Golombok, 2005).

Ακόμη, οι Golombok, Tasker και Murray (1997) σε διαχρονική έρευνά τους στην οποία συνέκριναν 42 παιδιά ετεροφυλόφιλων μόνων μητέρων, 30 παιδιά ομοφυλόφιλων μητέρων που ζούσαν είτε μόνες τους, είτε με τη σύντροφό τους και 42 παιδιά παραδοσιακών οικογενειών ηλικίας τριών με εννιά ετών, βρήκαν ότι υπήρχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Αρχικά, όσον αφορά τη θέρμη στη σχέση μητέρας και παιδιού, καθώς και την αλληλεπίδραση βρέθηκε σημαντική διαφορά υπέρ των μόνων μητέρων. Όμως, οι ερευνητές εντόπισαν και υψηλότερα επίπεδα συγκρούσεων μεταξύ μητέρων και παιδιών, σε πλαίσια όπου δεν υπήρχε ο πατέρας, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα της αυξημένης πειθαρχίας που επέβαλλαν οι μητέρες αυτές στα παιδιά τους και του γεγονότος ότι στις παραδοσιακές οικογένειες, όπου η πειθαρχία ασκείται από κοινού με τον πατέρα, οι συγκρούσεις κατανέμομαι, ενώ στις μονογονεϊκές οικογένειες συσσωρεύονται αποκλειστικά στη σχέση μητέρας-παιδιού.

Επιπλέον, οι μόνες γυναίκες δημιουργούσαν πιο ασφαλή δεσμό με τα παιδιά τους, όμως βρέθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν λιγότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους (Golombok, Tasker,& Murray, 1997). Το τελευταίο εύρημα είναι πιθανό να συνδέεται με την απουσία του πατέρα, καθώς έρευνες έχουν δείξει πως η εμπλοκή του πατέρα συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης των παιδιών (Russell and Radin, 1983). Γενικότερα, όμως, φάνηκε ότι τα παιδιά ηλικίας τριών με εννιά ετών που μεγαλώνουν σε οικογένειες χωρίς πατέρα, δε μειονεκτούν σε σύγκριση με τα συνομήλικα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς ούτε ως προς τη συναισθηματική τους ανάπτυξη, ούτε ως προς την ποιότητα της σχέσης με τη μητέρα τους, ενώ μάλιστα βρέθηκε ότι είχαν πιο ζεστή σχέση και πιο ασφαλή δεσμό μαζί της σε σχέση με τα παιδιά των παραδοσιακών οικογενειών (Golombok, Tasker, & Murray, 1997).

Στη δεύτερη φάση της διαχρονικής αυτής έρευνας τα παιδιά ήταν δώδεκα ετών (Golombok et al., 2004).Στη φάση αυτή βρέθηκε, ότι τα παιδιά των μόνων μητέρων αντιλαμβάνονταν τις μητέρες τους ως περισσότερο διαθέσιμες. Ένα αξιοσημείωτο εύρημα είναι ότι στην ηλικία αυτή, η συμπεριφορά των αγοριών των ομόφυλων μητέρων χαρακτηριζόταν περισσότερο από θηλυκά στοιχεία, σε σύγκριση με τα αγόρια που μεγάλωναν με δύο ετεροφυλόφιλους γονείς, γεγονός όμως που δε συνεπάγεται και την εμφάνιση λιγότερο αρσενικών χαρακτηριστικών ως προς το ρόλο του φύλου τους. Τέλος, στην τρίτη φάση της μελέτης κατά την οποία τα παιδιά ήταν κατά μέσο όρο 19.5 ετών (Golombok & Badger, 2010), βρέθηκε μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή των παιδιών τόσο με τις μόνες ομοφυλόφιλες, όσο και με τις μόνες ετεροφυλόφιλες μητέρες τους.

Επίσης, μία ακόμη διαφορά που παρατηρήθηκε, ήταν ότι οι μόνες ετεροφυλόφιλες μητέρες έτειναν να είναι πιο αυστηρές από τις μόνες ομοφυλόφιλες μητέρες. Ακόμη, τα παιδιά των μόνων μητέρων εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους και επιθετικότητας, έκαναν μικρότερη χρήση οινοπνευματωδών ποτών, ενώ στο συγκεκριμένο ηλικιακό επίπεδο είχαν και μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση από τους νεαρούς ενήλικες που μεγάλωσαν σε οικογένειες και με τους δύο γονείς τους. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, οι νέοι που μεγάλωσαν σε οικογένειες με μόνες μητέρες φαίνεται πως λειτουργούσαν καλύτερα από τους συνομηλίκους τους που ανατράφηκαν σε παραδοσιακές οικογένειες.

Η απουσία, λοιπόν, αρνητικών αποτελεσμάτων για τα παιδιά των μόνων μητέρων μάλλον συνηγορεί  στο συμπέρασμα πως οι μόνες γυναίκες αντιπροσωπεύουν μία ειδική υποκατηγορία μονογονεϊκών οικογενειών (Weinraub et al., 2002), η οποία δε μπορεί να συνδεθεί με τις μονογονεϊκές οικογένειες που προέκυψαν μετά από διαζύγιο, θάνατο, εγκατάλειψη ή τυχαία εγκυμοσύνη, περιπτώσεις στις οποίες φαίνεται να υπάρχουν «φτωχότερα» αποτελέσματα τόσο για τα παιδιά, όσο και για τις μητέρες τους (Ferri, 1976; Crocket et al., 1999; Dunn et al., 1998; Weinraub et al., 2002).

Η απουσία, δηλαδή, του πατέρα δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μητέρων και των παιδιών, ούτε στην ποιότητα της γονεϊκής σχέσης, ενώ παράλληλα φάνηκε να μην επηρεάζει ούτε τη συμπεριφορά των παιδιών ως προς το ρόλο του φύλου τους. Οι μόνες μητέρες έχουν πάρει την απόφαση να αντεπεξέλθουν μόνες τους στο ταξίδι της γονεϊκότητας και συνήθως είναι γυναίκες της καριέρας, οι οποίες είναι οικονομικά ασφαλείς και έχουν πολύ στενές σχέσεις με την οικογένειά τους, καθώς κι ένα καλό υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο (Murray and Golombok, 2005). Πρόκειται, δηλαδή, για μια κατάσταση που είναι εντελώς διαφορετική από τις άλλες περιπτώσεις μονογονεϊκότητας, οι οποίες προκύπτουν αναγκαστικά.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονιστεί πως τα παραπάνω ευρήματα δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πατέρες είναι «ασήμαντοι» για την ανάπτυξη και την ψυχολογική ευημερία των παιδιών (Golombok and Badger, 2010). Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι τα παιδιά μπορούν να επιτύχουν σε μια ποικιλία οικογενειακών δομών και ότι η παρουσία του πατέρα στο οικογενειακό περιβάλλον δεν είναι αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη, για να μπορέσουν τα παιδιά να λειτουργήσουν καλά. Συνεπώς, από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η δομή της οικογένειας, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μια οικογένεια έχει συγκροτηθεί και διαμορφωθεί είναι ελάσσονος σημασίας για την ψυχολογική ευημερία των παιδιών. Αντιθέτως, αυτό που διαδραματίζει το σπουδαιότερο ρόλο στην ανάπτυξη, την προσαρμογή και την ψυχική υγεία των παιδιών είναι η ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων (Golombok, 2000).

Μετά την παρουσίαση όλων των παραπάνω ερευνητικών δεδομένων σχετικά με τις μόνες γυναίκες, κρίνεται σκόπιμο να ανακεφαλαιωθούν τα βασικά συμπεράσματα, τα οποία αντλούμε από τις σχετικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί στο συγκεκριμένο πεδίο. Αρχικά, διαφαίνεται πως  η απόκτηση παιδιού σε πλαίσια διαφορετικά από τα παραδοσιακά, αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, την οποία περικλείουν πολλά ηθικά, κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα. Πολλά ερωτήματα σχετικά με την απόκτηση παιδιών σε μη παραδοσιακές οικογενειακές δομές έχουν επαρκώς απαντηθεί, πολλά όμως εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα και να χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης στο μέλλον. Άλλωστε, χρειάζονται δύο έως τρεις γενιές, για να μπορέσουμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα, ότι τα παιδιά αυτά δε θα εμφανίσουν προβλήματα στην πορεία της ζωής τους τα οποία να οφείλονται στη γονεϊκότητα που βίωσαν.

Καταρχάς, αυτό που μπορεί να διαπιστωθεί με σιγουριά, είναι πως οι μόνες ομοφυλόφιλες ή ετεροφυλόφιλες μητέρες διακατέχονταν από μια πολύ ισχυρή επιθυμία απόκτησης παιδιού, παρόλο που γνώριζαν την πληθώρα των νομικών και κοινωνικών ζητημάτων, με τα οποία θα έρχονταν αντιμέτωποι. Ακόμη, ένα δεύτερο συμπέρασμα που μπορεί να διατυπωθεί, είναι πως η στήριξη των οικογενειών, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού δικτύου των ατόμων αυτών είναι μείζονος σημασίας τόσο για ψυχολογικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους. Επίσης, αναφορικά με τη δωρεά γαμετών για την απόκτηση παιδιού στο συγκεκριμένο οικογενειακό πλαίσιο, φαίνεται πως οι γονείς αυτοί δε θεωρούν δύσκολη και οδυνηρή την αποκάλυψη στο παιδί του τρόπου σύλληψής του. Άλλωστε, το παιδί από μόνο του θα συνειδητοποιήσει μεγαλώνοντας τη διαφορετικότητα της οικογένειάς του σε σχέση με τις υπόλοιπες οικογένειες.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την περίπτωση των ετεροφυλόφιλων οικογενειών που αποκτούν παιδί μέσω της δωρεάς γαμετών, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονται πολύ να κάνουν τη συγκεκριμένη αποκάλυψη στο παιδί τους, ενδεχομένως λόγω και της υποβόσκουσας υπογονιμότητας που υπάρχει. Τέλος, στις συνεντεύξεις που έχουν παρθεί από μόνες γυναίκες που απέκτησαν παιδί μέσω της δωρεάς γαμετών, δε διατυπώνονται από την πλευρά τους κάποια συναισθηματικά φορτισμένα σχόλια σχετικά με το δότη/ τη δότρια. Τα συναισθήματά τους, δηλαδή, είναι σχετικά ουδέτερα (Παπαληγούρα, 2013). Αντιθέτως, σε συνεντεύξεις στις ετεροφυλόφιλες οικογένειες που είχαν προσφύγει στη δωρεά γαμετών λόγω υπογονιμότητας, εκφράζονταν από τους γονείς συναισθήματα ευγνωμοσύνης για το δότη/ τη δότρια (Παπαληγούρα, 2013). Διαφαίνεται, λοιπόν, πως και στην περίπτωση των μόνων μητέρων (όπως και στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων οικογενειών, που διερευνήθηκε σε προηγούμενο άρθρο), αυτό που φαίνεται να διαδραματίζει το σπουδαιότερο ρόλο στην ψυχική ανάπτυξη και προσαρμογή των παιδιών δεν είναι η δομή της οικογένειας και ο τρόπος με τον οποίο αυτή έχει συγκροτηθεί, αλλά η ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων (Golombok,2000).

 

Βιβλιογραφία

Amato, P. R. (1993). Children’s adjustment to divorce: Theories, hypotheses, and empirical support.   Journal of Marriage and the Family, 23-38.

Amato, P. R., & Booth, A. (1996). A prospective study of divorce and parent-child relationships. Journal of Marriage and the Family, 356-365.

Amato, P. R. (2000). The consequences of divorce for adults and children. Journal of marriage and family, 62(4), 1269-1287.

Belsky, J. (1996). Parent, infant, and social-contextual antecedents of father-son attachment security. Developmental Psychology, 32(5), 905.

Brewaeys, A., Ponjaert, I., Van Hall, E. V., & Golombok, S. (1997). Donor insemination: child development and family functioning in lesbian mother families. Human reproduction, 12(6), 1349-1359.

Davies, P. T., & Cummings, E. M. (1994). Marital conflict and child adjustment: An emotional security hypothesis. Psychological bulletin, 116(3), 387.

Dunn, J., Deater‐Deckard, K., Pickering, K., O’Connor, T. G., & Golding, J. (1998). Children’s adjustment and prosocial behaviour in step‐, single‐parent, and non‐stepfamily settings: Findings from a community study. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 39(8), 1083-1095.

Ferri, E. (1976). Growing up in a one-parent family: A long-term study of child development. NFER Publishing Company.

Golombok, S., Tasker, F., & Murray, C. (1997). Children raised in fatherless families from infancy: Family relationships and the socioemotional development of children of lesbian and single heterosexual mothers. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 38(7), 783-791.

Golombok, S. (2000). Parenting: What really counts?. Psychology Press.

Golombok, S., & Badger, S. (2010). Children raised in mother-headed families from infancy: a follow-up of children of lesbian and single heterosexual mothers, at early adulthood. Human Reproduction, 25(1), 150-157.

Hetherington, E. M., Bridges, M., & Insabella, G. M. (1998). What matters? What does not? Five perspectives on the association between marital transitions and children’s adjustment. American Psychologist, 53(2), 167.

Hetherington, E. M., & Stanley-Hagan, M. (2002). and Remarried Families. Handbook of Parenting, Being and becoming a parent, 3, 287-316.

Kochanska, G., Murray, K., & Coy, K. C. (1997). Inhibitory control as a contributor to conscience in childhood: From toddler to early school age. Child development, 68(2), 263-277.

McLanahan, S., & Sandefur, G. (1994). Growing Up with a Single Parent. What Hurts, What Helps. Harvard University Press, 79 Garden Street, Cambridge, MA 02138.

Murray, C., & Golombok, S. (2005). Solo mothers and their donor insemination infants: follow-up at age   2 years. Human reproduction, 20(6), 1655-1660.

Nehring, W. M., & Cohen, F. L. (1995). The development of an instrument to measure the effects of a parent’s chronic illness on parenting tasks. Issues in comprehensive pediatric nursing, 18(2), 111-123.

Pryor, J., & Rodgers, B. (2001). Children in changing families: Life after parental separation. Blackwell Publishing.

Stevens, V., De Bourdeaudhuij, I., & Van Oost, P. (2002). Relationship of the family environment to children’s involvement in bully/victim problems at school. Journal of youth and Adolescence, 31(6), 419-428.

Wallerstein, J. S., & Lewis, J. M. (2004). The Unexpected Legacy of Divorce: Report of a 25-Year Study. Psychoanalytic psychology, 21(3), 353.

Παπαληγούρα, Ζ. (2013). Νέες Διαδρομές Μητρότητας. Αθήνα: ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο