Οι γερμανικές εκλογές, πιο ενδιαφέρουσες από ποτέ
Με ποσοστό 33% για τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Χριστιανοκοινωνιστές έληξε η εκλογική αναμέτρηση. Παρά το γεγονός ότι η Άνγκελα Μέρκελ κατόρθωσε να διατηρήσει το προβάδισμά της για τέταρτη συνεχόμενη φορά, τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών δεν είναι ευοίωνα για την πιθανή δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας ενώ ακόμα διαπιστώθηκαν σοβαρές μεταβολές στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
Πιο αναλυτικά, η αρχηγός των CDU ,παρά την νίκη που εξασφάλισε για το κόμμα της, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχε θέσει (40%). Σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού κατά 8 % περίπου σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές, κάτι που φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα το πρώτο κόμμα. Ανάλογη κάμψη είχε και το αντίστοιχο κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών στη Βαυαρία. Εύλογα, επομένως εμφανίζονται προβληματισμένοι οι εκπρόσωποι των CDU/CSU .
Όσον αφορά τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), αυτοί σίγουρα δεν πέτυχαν τον επιδιωκόμενο στόχο. Όχι μόνο δεν κατάφεραν να φτάσουν στην πολυπόθητη πρωτιά,αλλά η δημοτικότητα τους περιορίστηκε στο 20,5 % , πέντε ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από το 2013. Ο κ. Σουλτς απέτυχε στην προσπάθεια του να πείσει τον γερμανικό λαό, παρά την δυναμική προεκλογική του εκστρατεία. Το κόμμα τα τελευταία 12 χρόνια αδυνατεί να ανακάμψει και παραμένει συνεχώς στη σκιά των Χριστιανοδημοκρατών. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι το χαμηλότερο που έχει σημειώσει τα τελευταία 60 χρόνια ,ενώ αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων οι Σοσιαλδημοκράτες εξέφρασαν την πρόθεση τους να περάσουν στην αντιπολίτευση, χωρίς να αφήσουν κανένα ανοιχτό παράθυρο για πιθανό συνεργασία με το πρώτο κόμμα.
Δυναμικά επανήλθε το Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP) με ποσοστό 10% και εμφανίζεται πρόθυμο να διεκδικήσει θέσεις-κλειδιά κατά τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Συγκεκριμένα οι Φιλελεύθεροι στοχεύουν στην ανάληψη του Υπουργείου Οικονομικών ,καθώς θεωρούν ότι το πρόγραμμα τους σε αυτό τον τομέα θα συμβάλλει δραστικά την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η γερμανική Aριστερά (Die Linke) παρέμενε σταθερή στο 9,2% και αποτελεί πλέον το πέμπτο κατά σειρά κόμμα. Αποτελεί,κατά πολλούς,έναν βασικό πυρήνα,που θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Το σενάριο ενδεχόμενης συνεργασίας με το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών φαίνεται μάλλον αρκετά δύσκολο να πραγματοποιηθεί.
[widget id=”text-6″]
Ωστόσο η μεγαλύτερη έκπληξη των γερμανικών εκλογών του 2017 προήλθε από το Ακροδεξιό Κόμμα (AfD) που σημείωσε μια δραστική άνοδο 8 ποσοστιαίων μονάδων, αγγίζοντας το 12,6%. Η ραγδαία ανάπτυξη των Ακροδεξιών ερμηνεύεται ως αντίδραση στην φιλοπροσφυγική πολιτική που άσκησε η Μέρκελ ,με την είσοδο 1.000.000 προσφύγων στη χώρα. Σε αντίθεση με άλλα γειτονικά κράτη,η Γερμανία ,μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , αντιμετώπιζε επιφυλακτικά οποιαδήποτε έκφραση εθνικιστικής ιδεολογίας προερχόμενη από την πολιτική σκηνή. Είναι η πρώτη φορά που θα δραστηριοποιούνται μέσα στην Μπούντεσταγκ εκπρόσωποι ακροδεξιού κόμματος. Αυτή η εξέλιξη έχει θορυβήσει τον γερμανικό λαό σε κοινωνικό επίπεδο ,αλλά και τη διεθνή κοινότητα. Το συγκεκριμένο κόμμα ,μάλιστα, δεν δείχνει καμία πρόθεση να ”κρυφθεί” υιοθετώντας ένα πιο μετριοπαθές προφίλ, τακτική που εφάρμοσαν σε άλλες χώρες αντίστοιχα πολιτικά μορφώματα.
Ως πιο πιθανή έκβαση θεωρείται η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ CDU, FDP και Πρασίνων, που κατάφεραν να κερδίσουν μια θέση στην Μπούντεσταγκ με ποσοστό 8,9%,συνεργασία που προμηνύεται αρκετά δύσκολη,αν λάβει κανείς υπόψη τις αντίθετες θέσεις που υποστηρίζουν οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι σε διάφορα θέματα. Είναι πάντως μια προοπτική που δεν έχει αποκλεισθεί από καμία πλευρά. Πάντως,οι πρώτες εκτιμήσεις θέλουν την εξέλιξη αυτή ευεργετική για την Ελλάδα,καθώς οι Φιλελεύθεροι με αυτό τον τρόπο θα αναγκαστούν να χαλαρώσουν την αυστηρή στάση τους απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.
Εκείνο πάντως που βρίσκει απολύτως σύμφωνα όλα τα κόμματα είναι η ανάγκη περιορισμού της δύναμης του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία που κατά την προεκλογική περίοδο προκάλεσε σοβαρές εντάσεις κατά τη διάρκεια ομιλιών της αρχηγού των Χριστιανοδμοκρατών. Οι Γερμανοί έχουν ακόμα ζωντανές τις μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι εκφραστές της πολιτικής ζωής της Γερμανίας δηλώνουν έτοιμοι να βάλουν τέλος σε τέτοιου είδους συμπεριφορές με κάθε δυνατό τρόπο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα κληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να πάρει βαρυσήμαντες αποφάσεις, αφορώσες τις επόμενες κινήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά και την πολιτική στάση της απέναντι σε φλέγοντα ζητήματα,όπως το μεταναστευτικό και το προσφυγικό,που απασχολούν όχι μόνο την Γερμανία αλλά και την παγκόσμια κοινότητα.