ΜΠΛΕΝΤΕΡ: Χαραλαμπίδης και Λειβαδάς αναμιγνύουν μουσικές και δημιουργικότητα
Τον κ. Λειβαδά τον γνωρίζεις σίγουρα. Όλοι μας έχουμε κάποτε αφιερώσει- έστω νοερά σε κάποιο αγαπημένο το «Για να σε συναντήσω» ή την «Επιμονή σου» ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα. Τον δε κ. Χαραλαμπίδη γνωρίζεις αντίστοιχα, γιατί μας έχει εκπροσωπήσει επάξια με τις υποψηφιότητες και βραβεία που έχει κερδίσει σε Ελλάδα και εξωτερικό (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Βραβείο Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου) ενώ δεν είναι λίγες οι συμμετοχές του στην τηλεόραση.
Τώρα ήρθε η στιγμή να τους δεις σε κάτι διαφορετικό, σε ένα ΜΠΛΕΝΤΕΡ μουσικής, στιγμών, αυτοσχεδιασμού, και το καλύτερο όλων: ένα ΜΠΛΕΝΤΕΡ αγαστής συνεργασίας μεταξύ των δύο. Αλλά θα αφήσω τις πολυλογίες και θα επιτρέψω στους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες να σου εκμυστηρευτούν πολλά. Όχι μόνο για το ΜΠΛΕΝΤΕΡ αλλά και για τους ίδιους. Έτοιμος;
(Κώστας Λειβαδάς)
–Έρχεστε Θεσσαλονίκη με αφορμή τη μουσική παράσταση «ΜΠΛΕΝΤΕΡ». Θα θέλατε να μας τη συστήσετε;
«Πριν από δέκα χρόνια που δεν ήταν της μόδας οι ηθοποιοί να τραγουδούν και θέλοντας μια ανάσα-παύση από τον πυρετό και το αδιέξοδο των δουλειών καθενός από εμάς τους δύο- αλλά και μια παύση από την φρενήρη ταχύτητα με την οποία άλλαζε ρυθμό ο κόσμος, γεννήθηκε το «ΜΠΛΕΝΤΕΡ».
Πρόκειται για μια παράσταση που μοιάζει με γρήγορες σημειώσεις σε πακέτα τσιγάρων και είναι φτιαγμένη από ένα σκηνοθέτη που προσέφερε τη ματιά του και παρεμπιπτόντως τραγουδούσε, καθώς και ενός τραγουδοποιού-μουσικού που έμπαινε στην πρόζα ή απήγγειλε ποιήματα. Υπάρχει πάντα ένα κρυμμένο ΜΠΛΕΝΤΕΡ που καθοδηγεί μυστικά την κάθε γενιά. Τραγούδια, ταινίες, κείμενα, ποιήματα, πλάκες, σκόρπιες σκέψεις, όλα μέσα στο ΜΠΛΕΝΤΕΡ. Ο Ρακιτζής με το Γούντι Άλεν, ο Τσιτσάνης με το Ζαγοραίο, ο Μάρλευ και οι Κιουρ με το Χατζιδάκι, τον Παυλίδη και την Πλάτωνος.»
–Λέτε ότι «το ΜΠΛΕΝΤΕΡ είναι γλυκά καταδικασμένο να μιλάει για το σήμερα και αυτό θα κάνει νυν και αεί.» Άρα πρόκειται για μια παράσταση την οποία επικαιροποιείτε κάθε φορά;
«Ναι ακριβώς. Κάποια πράγματα αλλάζουν, ωστόσο η παράσταση παίζει με στοιχεία που βασίζονται σε αλήθειες που διέπουν την αισθητική, την αγορά ή την κοινωνία. Αυτές (οι αλήθειες) είναι άλλοτε φύλακες, πυξίδες και άλλοτε κατεστραμμένες μνήμες. Και βλέπουμε κατά πόσο αυτές διαψεύδονται ή όχι.»
–Αφήνω λίγο το ΜΠΛΕΝΤΕΡ και πάω στην προσωπική σας πορεία. Έχετε συνεργαστεί με σπουδαία ονόματα (Τσαλιγοπούλου, Μπάμπαλη, Λιδάκης κα). Με ποιο κριτήριο «χαρίζετε» ένα τραγούδι σ’ έναν ερμηνευτή;
«Δεν υπάρχει κριτήριο. Πέρα από τη γενναιοδωρία, τη διάθεση και την εμπειρία υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Δεν «χαρίζεται» ένα τραγούδι, απλώς δουλεύουμε γύρω από μια ιδέα με τον ερμηνευτή. Άλλωστε, υπάρχουν ιστορίες που ξεπερνούν τον τραγουδιστή ή απαιτούν μια θηλυκή ψυχή. Προσωπικά κιόλας, με ελκύει η τυχαιότητα. Μου αρέσουν τα μη προσχεδιασμένα πράγματα.»
–Σας έχει τύχει ποτέ να αγαπήσετε ένα τραγούδι τόσο πολύ ώστε να το κρατήσετε για τον εαυτό σας (να το ερμηνεύσετε ο ίδιος δηλαδή);
«Καλά έτσι και αλλιώς αγαπώ τα τραγούδια μου. Όχι μωρέ, πολλές φορές αγαπώ τόσο πολύ ένα τραγούδι που ερμηνεύει κάποιος άλλος, ώστε σκέφτομαι να το κάνω επανεκτέλεση. Δε με σταματάει κάτι. Βέβαια τα πολύ προσωπικά μου, πάντα τα λέω εγώ.»
–Δηλώνετε «επαγγελματίας ακροατής». Εκτός από να ακούει διαρκώς κανείς, ποιες άλλες προϋποθέσεις απαιτεί η τραγουδοποιία;
«(Γελάει)Γερό στομάχι, χαρακτήρα ειδικής θερμοκρασίας, σώμα και φυσική αντοχή αν προϋποθέτει και συναυλίες το όλο πράγμα. Διαρκώς να βρίσκεις μια ισορροπία στην αιώνια πάλη του καλλιτέχνη μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, να επαναεπινοείς τον εαυτό σου και γενικά να διψάς για ψάξιμο και ύπαρξη. Σε όλους τους μεγάλους τραγουδοποιούς που θαυμάζω υπήρχε ένα κοινό: ότι κατά περιόδους ήθελαν να εκφράσουν την εποχή που ζούσαν αλλά ταυτόχρονα και μεγάλες αλήθειες, στεκόμενοι όμως πάντα απέναντι σε κάτι. Η εποχή μας προσφέρεται για δημιουργικότητα καθώς υπάρχουν πράγματα για να εναντιωθεί κανείς, να συμφιλιωθεί ή να πάρει το βήμα να μιλήσει για αυτά. Πάντα όμως πρέπει να βρίσκεσαι απέναντι σε κάτι.
Σ’ έναν τραγουδοποιό θα σύστηνα εκτός από το συνεχές διάβασμα και ακρόαση, την κίνηση και τα ταξίδια, ώστε μέσα από το κυνήγι της στιγμής να συλλάβει μια ιστορία γιατί αυτό είναι το τραγούδι. Το τραγούδι θέλει τεχνικό φλερτ με τη ζωή, όπως όταν με το ερωτικό σου αντικείμενο περιμένετε ο ένας τον άλλο πότε θα τον πιάσει στον ύπνο, αλληλουπαγορεύστε με άλλα λόγια. Έτσι είναι και με το τραγούδι.»
–Έχετε γράψει τραγούδια για μεγάλους ερμηνευτές, τηλεοπτικές σειρές μέχρι και για την εκστρατεία της WWF Ελλάδας. Υπάρχει πάντα κάτι δυνατό ώστε να σας εμπνεύσει σε αυτό το φάσμα συνεργασιών ή απλώς κάποιες δουλειές γίνονται πιο ευχάριστα από άλλες;
«Όχι πάντα υπάρχει κάτι. Και μάλιστα έχω γίνει ανέκδοτο γιατί σε σίριαλ και σε σενάρια ζητούσα πάντα προθεσμίες που ήταν ανήκουστες για τους παραγωγούς. Επειδή δηλαδή όταν κλείνεις συμφωνία πρέπει να παραδώσεις τη δουλειά σε συγκεκριμένο χρόνο, εγώ πάντα έλεγα «Ας δούμε πώς θα πάει και αν θα βγει αληθινά καλό» με αποτέλεσμα να καθυστερώ. Το αργό μου καράβι και το τεμπέλικο μάτι μου είναι αυτά που με έφεραν ως εδώ, με οποιοδήποτε κόστος. Τουλάχιστον διαφύλαξα τη σωτηρία της ψυχής μου.»
–Στην ερώτηση εάν νιώθετε ρεαλιστής ή ονειροπόλος απαντήσατε με τον όρο «Οπερατέρ αισθημάτων». Γιατί;
«Δεν είναι ακριβώς έτσι, δεν απάντησα σε αυτό. Είπα ότι έτσι νιώθω κάποιες φορές, σα να έχω στήσει την κάμερά μου για να προλάβω μια αντίδραση σου, για να κλέψω μια ιστορία σου, για να ταυτιστώ με κάτι δικό σου, για να βρω και εγώ κουράγιο μέσα από σένα και έπειτα να καταλάβουμε μαζί τον κόσμο. Γιατί και ένας λόγος που γράφω είναι να καταλάβω όχι μόνο το διπλανό αλλά και τον εαυτό μου. Κατά τ’ άλλα, νιώθω ένας σύγχρονος παλιομοδίτης. Μη ξεχνάς ότι πρέπει να γεφυρώσεις τη φαντασία με την πραγματικότητα ως καλλιτέχνης.»
–Ξαναγυρνάω λίγο στο ΜΠΛΕΝΤΕΡ και στη δήλωσή σας ότι αιτία για τη δημιουργία του είναι η ανάγκη για γέλιο και σαρκασμό σε μία δύσκολη εποχή, όπως αυτή που διανύουμε. Είστε προσωπικά αισιόδοξος με την επικρατούσα κατάσταση;
«Κοίτα, ενώ πάντα υπερασπιζόμουν την αισιοδοξία, την πίστη και την ελπίδα, πλέον δεν υπάρχει χώρος για μια χαζοχαρούμενη αισιοδοξία που απλώς αιωρείται. Είναι μια εποχή που όλοι πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Δε μας επιτρέπεται ακόμη το «σφυρίζω κλέφτικα» και «αισιοδοξώ γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνω»».
[widget id=”text-6″]
(Ρένος Χαραλαμπίδης)
–Σας βλέπουμε να πρωταγωνιστείτε σε κάτι τελείως διαφορετικό φέτος. Θα θέλατε να μας δώσετε τη δική σας εξήγηση για το τι είναι ΜΠΛΕΝΤΕΡ και τι σας έπεισε να συμμετάσχετε;
«Λοιπόν εγώ είμαι ένας πολυκαλιτέχνης. Και είμαι πολυκαλλιτέχνης γιατί η εποχή που ζούμε είναι αναγεννησιακή, πράγμα το οποίο γίνεται μέσα από τη ψηφιακή επανάσταση. Μου επιτρέπω λοιπόν, σε οτιδήποτε με συγκινεί να το ακολουθώ. Πέρα από τον κινηματογράφο και το θέατρο, όπου δουλεύω για παραπάνω από 25 χρόνια, πριν από δέκα χρόνια είχα την τύχη να γνωρίσω τον Κώστα και να κάνουμε κάτι που για την Ελλάδα ήταν τότε καινούργιο. Την πρώτη μουσική παράσταση, η οποία δεν είχε πλοκή ούτε στόρι, παρά μόνο ένα άθροισμα στιγμών και τραγουδιών το οποίο εξέφραζε τη γενιά μας, μια γενιά του μπλέντερ. Η εποχή με άλλα λόγια που όλα αναμίχθηκαν ώστε να βγει κάτι νέο που είναι η σημερινή μας εποχή.»
–Είναι πρώτη φορά που τραγουδάτε σε τόσο μεγάλο βαθμό;
«Ξέρεις τραγουδάω πολλά χρόνια και με ακούς στο ραδιόφωνο αλλά δε ξέρεις ότι είμαι εγώ. Έχω κάνει μια επανεκτέλεση της Αρλέτας, τα «Ήσυχα βράδια» σε μπόσα νόβα. Παίζεται στα ραδιόφωνα και στα κλαμπς. Κοίτα, όσο μεγαλώνω μου επιτρέπω περισσότερα πράγματα. Και έτσι, μου επιτρέπω να παίρνω την κιθάρα μου και να παίζω δημόσια, πράγματα που αγαπάω. Είμαι αυτοδίδακτος στη μουσική, γράφω και τραγουδάκια που και που.
–(Γελώντας)Δεν έχετε αφήσει και κάτι.
«(Γελάει) Να σου πω μόνο η αρχιτεκτονική μου έχει ξεφύγει. Τώρα να φανταστείς θα κυκλοφορήσουν από τη Μίνος ΕΜΙ δύο τραγούδια μου, το «Η ζωή προσπερνά» και «Τραγούδια που χρωστάω»».
–Παρ’ όλο που έχετε συμμετάσχει σε πολλές τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, ξεχωρίζετε για το σκηνοθετικό σας ταλέντο. Είναι κάτι που σας κέρδισε συγκριτικά με την υποκριτική;
«Αρχικά, σ’ευχαριστώ πολύ γι’αυτό που λες.Ναι, στην πραγματικότητα εάν με ρωτήσει κάποιος ποιος είμαι, είμαι ένας σκηνοθέτης. Όλα τα άλλα είναι δορυφόροι»
–Αυτοδίδακτος ως σκηνοθέτης;
«Εκεί και αν είμαι αυτοδίδακτος. Γενικώς ακολουθούσα πάντα το μοναχικό μονοπάτι του αυτοδίδακτου που σε οδηγεί σε σκοτεινά δάση με μεγάλους κινδύνους και φυσικά εκεί μπορεί να χάσεις πολύτιμο χρόνο. Αλλά από την άλλη μαθαίνεις την τέχνη σου πολύ βαθιά.
–Φοβηθήκατε καθόλου;
«Πολύ. Έχω χάσει πολλές φορές το δρόμο μου, αλλά άλλες τόσες τον ξαναβρήκα και μάλιστα πιο δυνατός. Μα σημασία έχει αυτό το πράγμα: να χαθείς, ώστε να ξαναβρείς τον εαυτό σου πιο δυνατό και ενδιαφέρων.»
–Μπορούσατε να φανταστείτε όταν δημιουργήσατε το «No Budget Story» και τα«Φτηνά τσιγάρα» ότι θα σημάδευε- όπως έχει γραφτεί- τη δεκαετία του ’90;
«Όχι, σε καμία περίπτωση. Ήμουν απλώς ένας νεαρός που ακολουθούσε το όνειρό του. Και για να είμαι ειλικρινής, είμαι πολύ χαρούμενος που αυτές οι δύο ταινίες μου κέρδισαν το στοίχημα στη μάχη με το χρόνο. Νιώθω τυχερός, και ίσως τώρα, να καλούμαι να ξαναβρώ την τότε νεανική μου ορμή.»
–Έχετε κάποια άλλα σχέδια εκτός του ΜΠΛΕΝΤΕΡ;
«Θα παίξω στο gazARTE στην Αθήνα, θα γίνει μια πολύ ωραία δραματοποιημένη συναυλία, κάτι σαν παράσταση με Καλαντζόπουλο, Πασπαλά και εμένα, τις Παρασκευές του Φεβρουαρίου πάνω στα «Φτηνά Τσιγάρα». Σας περιμένουμε.»
Έχοντας την ευκαιρία να τους δω να προβάρουν τα κομμάτια αλλά και το σύνολο της παράστασης, δεν μπορούσα να κρύψω μια ζήλια για όσους τελικά θα είχαν την ευκαιρία να τους απολαύσουν στο Coffee Biscotto στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Κρατώντας ο ένας την κιθάρα και ο άλλος αγκαλιάζοντας τρυφερά το πιάνο, σε ταξιδεύουν έστω για λίγο σε άλλους κόσμους ή σου ξυπνούν παραμελημένες θύμησες άλλοτε με ποίηση του Νερούδα και άλλοτε με πετυχημένες διασκευές αγαπημένων κομματιών. Όταν πια τα ντραμς και η κιθάρα κόπασαν, ήξερα πλέον ότι το σύντομο οδοιπορικό με τη συνοδεία των χαμογελαστών «πολυκαλλιτεχνών» μας είχε λάβει τέλος και εγώ έπρεπε να επιστρέψω στην πεζή πραγματικότητα.