Μηχανισμοί μέσω των οποίων το στρες επιδρά στην υγεία μας
Πολλές φορές στην καθημερινή μας ζωή καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε νέες, ανοίκειες για μας καταστάσεις για τις οποίες δε διαθέτουμε κάποια άμεση και γνωστή αντίδραση στο ρεπερτόριο των συμπεριφορών μας. Συχνά, λοιπόν, στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσουμε αυτές τις καινούργιες καταστάσεις βιώνουμε στρες. Η έννοια του στρες από τη στιγμή που πρωτοχρησιμοποιήθηκε (το 1600 από τον Robert Hooke, που όρισε εννοιολογικά το στρες με βάση τις αρχές της μηχανικής) μέχρι και σήμερα, συνιστά μια ιδιαίτερα σύνθετη έννοια, ο ορισμός της οποίας συχνά προκαλεί σύγχυση. Η αιτία της σύγχυσης αυτής εντοπίζεται στο γεγονός, ότι ο όρος «στρες», έχει χρησιμοποιηθεί, πέρα από το πεδίο της φυσικής απ’ όπου έχει τις ρίζες του, και στο πεδίο της βιολογίας, της ιατρικής και της ψυχολογίας, για να περιγράψει τόσο τη σωματική κατανόνηση (όταν δηλαδή ο οργανισμός υποβάλλεται σε δοκιμασίες που ξεπερνούν τις δυνάμεις του), όσο και την ψυχολογική καταπόνηση, κακουχία ή δυσκολία (π.χ. όταν έρχεται αντιμέτωπος με αρνητικά συναισθήματα) (Lumsden, 1981). Η χρήση, λοιπόν, του όρου αυτού από πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους επιστημονικά πεδία, σε συνδυασμό με την αυξημένη αναφορά των ανθρώπων στο «στρες» στα πλαίσια της καθημερινής τους ζωής (όταν αισθάνονται σχεδόν οποιασδήποτε μορφής δυσφορία αναφέρουν ότι είναι “στρεσαρισμένοι”) μαρτυρεί την πολύ μεγάλη δημοτικότητα του όρου.
Το στρες, όπως είναι γνωστό, επιδρά ποικιλοτρόπως στη ζωή μας τόσο σε ψυχικό, όσο και σε σωματικό επίπεδο. Αναφορικά με την επίδραση του στρες στην υγεία μας, έχουν γίνει κατά καιρούς πολλές μελέτες κυρίως στο χώρο της ψυχολογίας της υγείας και της ψυχονευροανοσολογίας. Πρώτος ο φυσιολόγος Walter Cannon στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1929) προσπάθησε να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το ανθρώπινο σώμα σε καταστάσεις ανάγκης ή κινδύνου. Τότε, περιέγραψε για πρώτη φορά την αντίδραση πάλης ή φυγής (το γνωστό fight or flight). Η ονομασία αυτή δόθηκε γιατί, κατά τον Cannon, πρόκειται για μια διαδικασία που προετοιμάζει τον οργανισμό για δύο ενδεχόμενα μπροστά στον κίνδυνο: είτε να επιτεθεί και να πολεμήσει, είτε να φύγει, να το βάλει δηλαδή στα πόδια.
Στην αντίδραση πάλης ή φυγής, η αντίληψη του κινδύνου προκαλεί ερεθισμό των επινεφριδίων μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, ώστε να παραχθεί αδρεναλίνη, η οποία με τη σειρά της προετοιμάζει τον οργανισμό για αντίδραση. Ο Cannon υποστηρίζει ότι αυτή η διέγερση του συμπαθητικού νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος εμπεριέχει τόσο θετικές, όσο και αρνητικές πλευρές: θετικές, μεν, γιατί προκαλείται κινητοποίηση του οργανισμού με στόχο την άμεση αντίδραση μπροστά στον κίνδυνο και αρνητικές, δε, γιατί η υψηλή αυτή διέγερση μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, εάν συνεχιστεί επί μακρόν. Αυτό είναι ιδιαιτέρως πιθανό να συμβεί στις σημερινές συνθήκες ζωής, όπου το άτομο δεν έχει να κάνει τόσο με φυσικούς κινδύνους κατά της ζωής του, όσο με στρες κοινωνικής προέλευσης. Έτσι, η αντίδραση της επίθεσης ή της φυγής είναι πολύ συχνά μη λειτουργική, αφού το άτομο εντέλει ούτε επιτίθεται, ούτε υποχωρεί, αλλά μένει εγκλωβισμένο σε μια χρόνια κατάσταση διέγερσης χωρίς χαλάρωση, πράγμα που συνεπάγεται σωματικές και ψυχικές βλάβες.
Σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι από τη στιγμή που γίνει αντιληπτό ένα ερέθισμα και αξιολογηθεί ως στρεσογόνο, ξεκινά μια διαδικασία αλυσιδωτών αντιδράσεων και αλλαγών στα διάφορα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού. Το “μήνυμα” του στρες μεταφέρεται διαμέσου διάφορων δομών σε ολόκληρο τον οργανισμό, προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς την πρόκληση. Η βιολογική αντίδραση, που αποτελεί μέρος της διαδικασίας του στρες, είναι ένα σημαντικό γεγονός και οι συγκεκριμένες μεταβολές είναι πιθανό να σημαίνουν πολλά για τον τρόπο με τον οποίο το στρες μπορεί να οδηγήσει σε πληθώρα σωματικών ή ψυχικών διαταραχών.
Συγκεκριμένα, η έρευνα υποδεικνύει μια αλυσίδα τριών συστημάτων που αντιδρούν σε στρεσογόνα ερεθίσματα (Everly, 1990):
- το νευρικό σύστημα
- το νευροενδοκρινικό σύστημα και
- το ενδοκρινικό σύστημα
Ακόμη, τρεις νευρικές οδοί απαρτίζουν τη “νευρική” αντίδραση στο στρες (Everly, 1990):
- το συμπαθητικό νευρικό σύστημα
- το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα και
- το νευρομυικό σύστημα .
Τα τρία αυτά συστήματα ενεργοποιούνται αμέσως, αφού αποτελούνται από νευρώνες και είναι, συνεπώς, ταχύτατα. Συγκεκριμένα, το συμπαθητικό νευρικό σύστημα λειτουργεί ενεργοποιώντας τα όργανα-στόχους, ενώ αντίθετα το παρασυμπαθητικό ενεργεί αναστέλλοντας ή καθυστερώντας τις λειτουργίες των οργάνων-στόχων. Για τη διατήρηση, όμως, υψηλών επιπέδων εγρήγορσης και για μεγάλες χρονικές περιόδους, χρειάζεται η βοήθεια ενός άλλου οργανικού άξονα, του νευροενδοκρινικού. Συγκεκριμένα, ο υποθάλαμος του εγκεφάλου ενεργοποιεί εκτός από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (δηλαδή το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα) και το μυελό των επινεφριδίων μέσω νευρικών οδών του νωτιαίου μυελού. Ο μυελός των επινεφριδίων παράγει ως αντίδραση στον ερεθισμό του υποθαλάμου ορμόνες, που ονομάζονται γενικά κατεχολαμίνες και ειδικότερα επινεφρίνη (ή αλλιώς αδρεναλίνη) και νορεπινεφρίνη (ή αλλιώς νοραδρεναλίνη). Αποτέλεσμα της έκκρισης των ορμονών αυτών είναι η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.
Γενικά, η αντίδραση του νευρικού και του νευροενδοκρινικού άξονα “μεταφράζεται” σε επίπεδο οργανικής συμπεριφοράς στα ακόλουθα συμπτώματα: το αίμα κατευθύνεται σε περιοχές που είναι αναγκαία η ομαλή λειτουργία τους, για να διευκολυνθεί η φυγή ή η πάλη (καρδιά και μύες), ενώ αναγκαστικά ελλείπει από άλλες (συγκεκριμένα το γαστρεντερικό, το γεννητικό και το ανοσολογικό σύστημα αναστέλλουν τη λειτουργία τους, όσο ο οργανισμός αντιμάχεται ενός στρεσογόνου ερεθίσματος). Οι διαρκέστερες αντιδράσεις του οργανισμού είναι αποτέλεσμα της δράσης των ενδοκρινικών αξόνων, που παράγουν τις κατάλληλες ορμόνες.
Σειρά ερευνών έχει αναδείξει τη σχέση μεταξύ του στρες και διάφορων ασθενειών, όπως: οι μολυσματικές ασθένειες, ο καρκίνος, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο διαβήτης, το άσθμα, η παχυσαρκία, οι γαστρεντερικές διαταραχές, οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, κ.ά. (Martin & Brantley, 2004). Οι Brantley και Garrett (1993) ανακεφαλαίωσαν τα υπάρχοντα θεωρητικά και εμπειρικά μοντέλα για τη σχέση μεταξύ στρες και υγείας και αναφέρουν πέντε οδούς επίδρασης:
- μέσω αλλαγών στην οργανική λειτουργία
- μέσω της αύξησης στην εμφάνιση συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (π.χ. κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών)
- μέσω της νευρολογικής υπερευαισθησίας
- μέσω ανεπαρκών στρατηγικών αντιμετώπισης του στρες και
- μέσω της μειωμένης αντίδρασης στο στρες
Όσον αφορά τις άμεσες επιδράσεις του στρες στην υγεία, μια σειρά ερευνών έχει δείξει ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση με το ανοσοποιητικό, το ενδοκρινικό και το νευρικό σύστημα, τα οποία με τη σειρά τους επιδρούν στην υγεία (Miller, 1998).
Οι Vingerhoets και Assies (1991) διαβεβαίωσαν ότι το στρες οδηγεί σε αλλαγή της βιολογικής λειτουργίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, το ενδεχόμενο, η αντίληψη από τον ανθρώπινο οργανισμό των βιολογικών αλλαγών που οφείλονται στο στρες, να οδηγεί στην παραγωγή περαιτέρω επιπέδων δυσφορίας και άλλων αρνητικών συναισθημάτων, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε νέες σωματικές αντιδράσεις, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος στη συνέχεια είναι πολύ δύσκολο να “σπάσει”.
Οι Everly και Benson (1989) θεωρούν πως η νόσηση οφείλεται σε ένα σύνθετο φαινόμενο “συνεργασίας” μεταξύ στρες και υπερευαισθησίας/υπερλειτουργίας του οργανισμού. Συχνά παρατηρείται ένα φαινόμενο υπερευαισθησίας του λιμπικού συστήματος του εγκεφάλου, το οποίο προκαλεί μια υπερβολική, τόσο σε συχνότητα, όσο και σε ένταση διέγερση των βιολογικών αξόνων του στρες και ειδικά του νευροενδοκρινικού, ακόμα και όταν δεν παρουσιάζονται και τόσο αξιόλογα στρεσογόνα ερεθίσματα. Η υπερδιέγερση αυτή υποβάλλει σε υπερλειτουργία διάφορα όργανα ή συστήματα του οργανισμού, τα οποία τελικά εξουθενώνονται, με απώτερο αποτέλεσμα την εκδήλωση της ασθένειας.
Τέλος, έρευνες έχουν δείξει πως τα υψηλά επίπεδα στρες σχετίζονται και με μείωση της παραγωγής ορισμένων ενζύμων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διόρθωση πειραγμένων κλόνων DNA (Kiecolt-Glaser & Glaser, 1986). Επιπροσθέτως, μια πιο πρόσφατη έρευνα προσέφερε εκπληκτικά αποτελέσματα, δείχνοντας ότι το χρόνιο και παρατεταμένο στρες σχετίζεται σημαντικά με μικρότερη δραστηριότητα της τελομεράσης και με μικρότερο μήκος στα τελομερή των κυττάρων, οδηγώντας έτσι σε ταχύτερη γήρανση του ανθρώπινου οργανισμού (Epel, Blackburn, Lin, Dhabhar, Adler, Morrow, & Cawthon, 2004). Είναι, λοιπόν, φανερό πως υπάρχει μια συνεχής και πολύ σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των ψυχοκοινωνικών και των βιολογικών παραγόντων.
Με βάση όλα τα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα αναφορικά με τη σχέση του στρες με την υγεία μας, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι επικρατεί μία σχέση “δούναι και λαβείν” μεταξύ του στρες και του οργανισμού μας. Με άλλα λόγια, το στρες μας βοηθάει να ενεργοποιούμαστε και να προστατευόμαστε όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο ή είμαστε αντιμέτωποι με κάποια απειλή, αλλά από την άλλη τα υψηλά επίπεδα στρες ζητούν ως “αντάλλαγμα” υπερβολική ενέργεια και υπερλειτουργία από την πλευρά του οργανισμού μας. Έτσι, η νόσηση, δηλαδή η ασθένεια, μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί ως το “τίμημα”, το κόστος που “πληρώνει” ο οργανισμός μας, όταν προσπαθεί να αμυνθεί ενάντια στην εξωγενή πίεση. Αυτό συμβαίνει όταν το στρες και η επακόλουθη πίεση του σώματος φτάνουν σε υπερβολή και έτσι ο οργανισμός εξαντλεί όλα τα διαθέσιμα αποθέματά του.
Στον πυρήνα, φυσικά, των εναλλακτικών ερμηνειών μεταξύ του στρες και της υγείας βρίσκεται ένας πολύ σημαντικός ευρύτερος μηχανισμός, ο οποίος καθορίζει τον τρόπο και το βαθμό της επίδρασης του στρες στη σωματική υγεία και ασθένεια. Αυτός ο μηχανισμός δεν είναι άλλος από την προσωπικότητα του κάθε ατόμου (van Heck, 1997). Σύμφωνα με το van Heck, η προσωπικότητα είναι πιθανό να λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο μεταξύ του ψυχοπιεστικού περιβάλλοντος και της έναρξης της διέγερσης που καταλήγει εντέλει στην εκδήλωση της νόσου. Για παράδειγμα, ο τρόπος νοηματοδότησης των καθημερινών δυσκολιών ή μικροπροβλημάτων μεταξύ ενός αισιόδοξου και ενός απαισιόδοξου ατόμου θα επηρεάσει πολύ σημαντικά την αντίδραση του οργανισμού τους στο στρεσογόνο ερέθισμα. Λόγου χάρη, ενώ ο πρώτος μπορεί να κάνει μια ερμηνεία του τύπου “Αυτά έχει η ζωή!”, ο δεύτερος μπορεί να ερμηνεύσει το ψυχοπιεστικό ερέθισμα εντελώς διαφορετικά σκεπτόμενος “Το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου!”. Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, οι δύο διαφορετικοί τρόποι νοηματοδότησης του ερεθίσματος θα έχουν και εντελώς διαφορετικές σωματικές και ψυχικές συνέπειες. Είναι, συνεπώς, πολύ χρήσιμο να έχουμε πάντα υπόψη μας το ρόλο που είναι δυνατό να διαδραματίσουν τα συνήθη πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς του κάθε ατόμου (δηλαδή η προσωπικότητά του) στις αντιδράσεις του στο στρες και, ως εκ τούτου, και στην υγεία και την ευημερία του.
Μέσα, λοιπόν, από τα ποικίλα ερευνητικά δεδομένα που παρατέθηκαν παραπάνω, γίνεται κατανοητό πως το στρες και η ανάγκη προσαρμογής σε μια νέα και ανοίκεια κατάσταση επηρεάζουν τις σωματικές διεργασίες και ότι τα ψυχοπιεστικά γεγονότα ζωής είναι δυνατόν να προκαλέσουν ασθένειες. Αυτού του είδους η επίδραση του στρες στην υγεία μας ενδέχεται να ασκηθεί μέσα από διάφορες, εναλλακτικές διαδρομές και μονοπάτια. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που κάποιος θα φτάσει στο σημείο να αγχωθεί υπερβολικά πολύ για κάτι, καλύτερα να λάβει υπόψη του τα παραπάνω στοιχεία, ώστε να συνειδητοποιήσει πως η υπερβολή είναι πάντα επιζήμια, πολύ δε περισσότερο όταν οι επιπτώσεις αυτής της υπερβολής αφορούν άμεσα την υγεία, τη μακροζωία και την ευτυχία μας!
Βιβλιογραφία
Καραδήμας, Ε. (2005). Ψυχολογία της Υγείας. Αθήνα: Τυπωθήτω- Γιώργος Δάρδανος.
DiMatteo, M.R., & Martin, L.R. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας. Αθήνα: Πεδίο.