Μάρτιν, την επόμενη φορά…
Σε δύο εβδομάδες περίπου, και συγκεκριμένα στις 24 Σεπτεμβρίου, διεξάγονται οι γερμανικές εκλογές. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει κομβική αυτήν την εκλογική διαμάχη καθώς μετά την διεξαγωγή της η νέα ή ο νέος ηγέτης θα δώσει το δικό του στίγμα για την πορεία της Ευρώπης μετέπειτα και ειδικά σε συνεργασία, ίσως, με μια Γαλλία όπου η δική της ηγεσία θέλει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις για την γηραιά ήπειρο.
Ωστόσο, με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις στην Γερμανία αλλά και το ντιμπέιτ μεταξύ των δύο διεκδικητών, της Άνγκελα Μέρκελ και του Μάρτιν Σούλτς, δεν φαίνεται να έχουμε αλλαγή στο τιμόνι της χώρας. Οι Χριστιανοδημοκράτες (το κόμμα της Μέρκελ) έχουν καταφέρει να νικήσουν τις εκλογές σε σημαντικά γερμανικά κρατίδια κατά την διάρκεια του έτους, όπως ήταν η νίκη του κόμματός της στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, και φαντάζουν πλέον το φαβορί για την νίκη στις γενικές εκλογές ενώ παράλληλα και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Μέρκελ βρίσκεται σχεδόν 15 μονάδες μπροστά από τον Σούλτς.
Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος: Πώς και δεν μπόρεσαν οι Σοσιαλδημοκράτες να αξιοποιήσουν προς όφελός τους το φρέσκο, για τα δεδομένα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, πρόσωπο του Μάρτιν Σούλτς αλλά και την φθορά της Μέρκελ όντας στην καγκελαρία από το 2005; Ο αρχικός ενθουσιασμός και η δυναμική που είχε αποκτήσει το SPD με την επιλογή του Σούλτς στην ηγεσία γρήγορα κόπασε λόγω των διαδοχικών ηττών του κόμματος του στις εκλογές για τα γερμανικά κρατίδια.
[widget id=”text-6″]
Επιπροσθέτως, σε διάφορα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής τα δύο κόμματα εμφανίζουν συγκλίσεις στις προτάσεις τους. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι στην κυβέρνηση της τελευταίας τετραετίας οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν συγκυβέρνηση αποτελεί ένα δύσκολο πρόβλημα για το κόμμα του Σούλτς καθώς καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική από αυτή που μέχρι πρότεινος ασκούσε μαζί με το CDU.
Επιπλέον, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε καλή πορεία, (ανάπτυξη 2,1% του ΑΕΠ), η ανεργία βρίσκεται στο 3,9% ενώ και το πλεόνασμα έχει διαμορφωθεί γύρω στα 23 δις ευρώ δίνοντας «πάτημα» στην γερμανική κυβέρνηση για ενδεχόμενη ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και οι συνθήκες δεν ευνοούν μια αλλαγή στην ηγεσία της χώρας αλλά προκρίνουν την σταθερότητα.
Όσον αφορά στα πρόσωπα και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του ντιμπέιτ Μέρκελ-Σούλτς, η νυν καγκελάριος εμφανίστηκε διατεθειμένη όχι να ανεβάσει τους τόνους αλλά να παρουσιαστεί σταθερή και σίγουρη για τις πολιτικές της κυβέρνησής της.
Από την άλλη πλευρά, ο Σούλτς επιχείρησε να μπει δυναμικά στην συζήτηση πιέζοντας την καγκελάριο σε ορισμένα ζητήματα, όπως ήταν οι σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία μετά τις πρόσφατες διπλωματικές κρίσεις και την ένταση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες αλλά και για ζητήματα ανεργίας, κοινωνικών επιδομάτων αλλά και για το σκάνδαλο με τα γερμανικά αυτοκίνητα και τους ρύπους τους.
Ωστόσο δεν κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις ο ίδιος με βάση την πλειοψηφία των δημοσκοπικών σάιτ και μέσων ενημέρωσης, που αποτίμησαν το ντιμπέιτ, και αυτό διότι ο ίδιος σε διάφορα ζητήματα φάνηκε να συναινεί με την καγκελάριο. Στο σημείο αυτό ίσως να φταίει και η πολιτική κουλτούρα της συναίνεσης που διακρίνεις την γερμανική πολιτική σκηνή και ιδιαίτερα στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Για αυτούς τους λόγους ίσως ο Μάρτιν Σούλτς και οι Σοσιαλδημοκράτες να μην καταφέρουν να κερδίσουν τις επικείμενες εκλογές.
Βέβαια αυτό δεν θα πρέπει να αποτελέσει μήνυμα οριστικού τέλους για τον Σούλτς καθώς είναι η πρώτη του φορά ως υποψήφιος για την καγκελαρία και εφόσον το SPD δεν συγκυβερνήσει εκ νέου με την Μέρκελ και το CDU τότε θα έχει την ευκαιρία στην επόμενη τετραετία να ανασυγκροτήσει το κόμμα του, να δομήσει έναν αξιόλογο αντιπολιτευτικό λόγο και να αρχίσει η γερμανική κοινή γνώμη να αντιμετωπίζει το SPD ως κόμμα που μπορεί να προσφέρει μια διαφορετική πολιτική στην Γερμανία και όχι ως έναν εταίρο της Μέρκελ.