Κρουασάν με γέμιση καχυποψία
Η ώρα έμοιαζε να είχε κολλήσει επιδεικτικά τους χοντρούς δείκτες του παλιού ρολογιού στα ίδια ψηφία, μεγαλώνοντας τη σύγχυση και τον εκνευρισμό της αναμονής. Στράφηκα στην παρέα μου για να ξεχαστώ, ωστόσο ένιωσα κάποιον πίσω μου να μου μιλάει. Ήταν ο περιπτεράς του διπλανού καφέ στο οποίο καθόμουν, ζητώντας μου να βοηθήσω κάποιον τρίτο να περάσει την κάρτα στο κινητό του.
Γυρνώντας να κοιτάξω τον πιθανό αποδέκτη της βοήθειάς μου, ψιθύρισα από μέσα μου με περισσή πικρία: «ένα ακόμη πρεζάκι». Ο κύριος που δε γνώριζε πώς να περάσει τις μονάδες στο κινητό του, κούτσαινε, ήταν ηλικιωμένος και έμοιαζε να έχει βδομάδες να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί. Προσπάθησα δήθεν έξυπνα να αποφύγω την οποιαδήποτε ανάμιξη, ωστόσο το παρακαλετό του περιπτερά δε μου άφηνε άλλο περιθώριο.
Είχα καιρό να πιάσω στα χέρια μου κινητό με πλήκτρα. Περίεργη αίσθηση να μην γλιστράνε τα δάχτυλά σου και να χτυπάνε με βία μία πλαστική οθόνη, αλλά αντίθετα να πατάς και να γράφεις όπως στις παλιές γραφομηχανές. Η διαδικασία ήταν απλή -ίσως γελοία για ένα νέο που ζει έχοντας το κινητό του τηλέφωνο σαν άλλο ερωμένο- και έτσι τελείωσα σύντομα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια που αντέγραφα τα ψηφία από το χαρτί στο κινητό αναλογιζόμουν πόσο καχύποπτους μας έχει καταστήσει η ζωή σε μια μεγαλούπολη –στη Θεσσαλονίκη εν προκειμένω- και ότι δεν είναι καθόλου φοβερό τελικά το να βοηθάς έμπρακτα κάποιο άτομο του περιθωρίου που πιθανότατα λόγω ελλιπών πόρων η κοινωνία του έχει κλείσει την πόρτα τόσο επιδεικτικά με τη σήμανση «Κλειστά» απ’ έξω. Ξαφνικά ντράπηκα για το πόσο διπρόσωπη και υποκρίτρια στάθηκα όταν ένας άνθρωπος ζήτησε τη βοήθειά μου και εγώ τον απέρριψα, επειδή ακριβώς φοβήθηκα, μήπως εγώ η ίδια πάθω κάτι κακό.
Με τα μάτια στο πάτωμα για το πόσο μισάνθρωπα μπορώ να φερθώ στην πραγματικότητα, επέστρεψα το κινητό στον κάτοχό του και στο αυθόρμητο «ευχαριστώ» του, μουρμούρισα ένα αρκετά τσαλακωμένο «τίποτα» χαμογελώντας πλαστικά, νιώθοντας πιο ψεύτικη και από μια άψυχη παιδική κούκλα.
Έκανα να συνεχίσω την κουβέντα μου αλλά λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος με το κινητό και τις μονάδες με σκουντούσε διακριτικά για να γυρίσω. Στρέφοντας το κεφάλι μου, δύο φανταχτερές συσκευασίες κρουασάν μου έφραξαν την όραση. Αρχίσαμε και εγώ και η φίλη μου τα ευγενικά κλισέ «μα όχι, σας παρακαλούμε, δε μπορούμε να τα δεχτούμε» αλλά εκείνος επέμεινε επαναλαμβάνοντας ότι «είναι ο τρόπος του να μας πει ευχαριστώ». Τα μάτια του λαμπύριζαν προκλητικά σαν να προειδοποιούσαν ότι ήταν έτοιμα να ξεπετάξουν χείμαρρους δακρύων, αλλά ταυτόχρονα φαινόταν χαρούμενος. Κάποιος τον είχε μόλις εμπιστευτεί.
Του χαμογέλασα με ένα γέλιο ραγισμένο και μισό γιατί είχα αρχίσει να νιώθω πραγματικά άσχημη. Το χοντρό και ζεστό, αντιανεμικό μου μπουφάν, τα ίσια μου μαλλιά σε συνδυασμό με το παστωμένο μου πρόσωπο αποκάλυπταν έναν πολιτισμό που δεν είναι ικανός να κάνει κάτι τόσο απλό για έναν άνθρωπο σε ανάγκη. Ο κύριος μπορεί να είχε μόνο μια αλλαξιά -βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι κρύωνε- και να ήταν απεριποίητος, ωστόσο η δική του η ψυχή είχε μια αρχοντιά και μια ομορφιά που ζήλεψα και ντράπηκα για την αλήθεια της.
Όταν γύρισα στο σπίτι μου, άφησα τα κρουασάν στο τραπέζι χωρίς να τολμώ να τα αγγίξω για αρκετές ημέρες. Το ένα είχε γεύση βερίκοκο και το άλλο κεράσι. Η απόλυτη ειρωνεία: εκείνη τη μέρα είχα ξυπνήσει ζητώντας επειγόντως κάτι γλυκό χωρίς να βρίσκω τίποτα σχετικό. Ξανακοίταξα το λάφυρο μου χασκογελώντας, εξακολουθώντας ωστόσο να το κρατάω απέναντί μου, σα να φοβόμουν κάτι. Μάλλον τη γενναιοδωρία που δείχνουν αυτοί που είναι και οι πιο στερημένοι και δεν τους περισσεύει τίποτα εν αντιθέσει με εμάς που αισθανόμαστε αρκετά φιλάνθρωποι δίνοντας εικοσάλεπτα και πενηντάλεπτα σε αυτούς που επαιτούν στους δρόμους . Ταπεινωμένη και εξουθενωμένη από τις ενοχικές φωνές του μυαλού μου, ευχήθηκα να μπορούσα να μοιάσω στον κύριο έστω για λίγο και άφησα την κουζίνα. Δεν άντεχα το μάθημα που μόλις μου είχαν δώσει οι φανταχτερές συσκευασίες.