Η Ελλάδα του 2047
Τα τελευταία χρόνια το κράτος πρόνοιας έχει οδηγηθεί σε σημαντική συρρίκνωση, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας από τα τέλη του 2008, με αποτέλεσμα να έχουν διευρυνθεί οι κοινωνικές ανισότητες και να έχουν αυξηθεί σημαντικά τα ποσοστά της ανεργίας και της ακραίας φτώχειας.
Τίποτα, ωστόσο, δε προμηνύει ότι βγαίνουμε από το τούνελ που βρισκόμαστε εδώ και μια δεκαετία, ίσως και περισσότερο. Οι κυβερνώντες προσπαθούν να κρατήσουν τη χώρα σε σταθερότητα, μια σταθερότητα, όμως, που είναι επισφαλής και διατηρεί τη χώρα σε μια μετριότητα σε όλους τους τομείς.
Μεγάλο μέρος της σημερινής νεολαίας επιλέγει να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές και εργασία, διότι το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να προσφέρει στους νέους ένα ευνοϊκό για τους ίδιους εργασιακό περιβάλλον. Για όσους εργάζονται, οι μισθοί τους υπόκεινται σε συνεχείς μειώσεις και κατά συνέπεια δεν είναι επαρκείς ώστε να καλύψουν σημαντικές ανάγκες (π.χ. ιατρική περίθαλψη, ρεύμα, νερό κ.λπ.), οι οποίες έχουν υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο κόστος.
Μήπως, όμως, η χώρα μας μετά από 30 χρόνια, το 2047, μοιάζει διαφορετική; Μήπως όλα λειτουργούν διαφορετικά; Παρακάτω, βλέπουμε τι έχει αλλάξει στην Ελλάδα του μέλλοντος, στη χώρα που όλα κυλούν αρμονικά, σε μια ονειρεμένη πολιτεία.
Στην Ελλάδα, το 2047, η αρχή και το τέλος της ελευθερίας του κάθε πολίτη ορίζεται από το δίκαιο, δηλαδή το σύνολο εκείνων των κανόνων που θεσπίζονται από τους ίδιους τους πολίτες κάθε δήμου. Το δίκαιο, λοιπόν, εξασφαλίζει την ελευθερία και διαφέρει από δήμο σε δήμο.
Το δίκαιο θεσπίζεται από τους πολίτες με τη βοήθεια τεχνοκρατών (νομικών). Οι κανόνες δικαίου προτείνονται, σχεδιάζονται και ψηφίζονται στις λαϊκές συνελεύσεις των δήμων που συνεδριάζουν για τη θέσπιση νόμων τέσσερις φορές τον χρόνο. Οι πολίτες προτείνουν νόμους και οι νομικοί τους σχεδιάζουν και καταθέτουν νομοσχέδια προς ψήφιση.
Οι νομικοί που σχεδιάζουν τους νόμους βρίσκονται στη σύνταξη (πρώην δικηγόροι, δικαστές, καθηγητές κ.λπ.) και η θητεία τους ως συντάκτες νόμων είναι διετής και μη ανανεώσιμη. Οι τεχνοκράτες αυτοί θέτουν υποψηφιότητα ανά δήμο και επιλέγονται από τους πολίτες μέσω μιας λίστας η οποία περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για τη ζωή και το έργο τους. Οι πολίτες του κάθε δήμου έχουν μπροστά τους αρκετό καιρό για να αποφασίσουν ποιους τεχνοκράτες θέλουν να τους σχεδιάζουν τους νόμους.
Οι πρώτοι είκοσι με τις περισσότερες ψήφους καταλαμβάνουν τις θέσεις. Εάν κάποιος ή κάποιοι εγκαταλείψουν τις θέσεις αυτές, των σχεδιαστών νόμων, αναλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι μετά τους πρώτους είκοσι που εκλέχτηκαν από τους πολίτες. Εάν θέσουν υποψηφιότητα λιγότεροι από είκοσι υποψήφιοι, τότε οι πολίτες προτείνουν-συντάσσουν μια λίστα με υποψηφίους (αφού δεν θέτουν οι ίδιοι οι νομικοί υποψηφιότητα) και μετά ψηφίζουν τόσους όσους χρειάζεται για να συμπληρωθεί η εικοσάδα. Η λαϊκή συνέλευση έχει στο αρχείο της καταχωρημένα όλα τα ονόματα των συνταξιούχων νομικών και εν δυνάμει σχεδιαστών νόμων.
Η παράβαση των νόμων από τους πολίτες ελέγχεται στο δικαστήριο του κάθε δήμου από δικαστές που επιλέγονται και επιβλέπονται από τους είκοσι τεχνοκράτες. Το κάθε δικαστήριο αποτελείται από είκοσι δικαστές, των οποίων η θητεία είναι πενταετής και ανανεώσιμη.
Η λαϊκή συνέλευση μπορεί να ζητήσει από τους τεχνοκράτες την τροποποίηση – ρύθμιση ήδη ψηφισμένων νόμων, ώστε να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Επίσης, μπορεί να ζητήσει μέσω ψηφοφορίας την απομάκρυνση ενός δικαστή ή σχεδιαστή νόμων, εάν κρίνει ότι είναι διεφθαρμένος, αλλά και να προτείνει έκτακτο δημοψήφισμα για ένα σοβαρό ζήτημα του δήμου.
Τα παραπάνω συμβαίνουν τέσσερις φορές το χρόνο κατά τις τέσσερις συνεδριάσεις της λαϊκής συνέλευσης για τη θέσπιση νόμων. Η κάθε συνεδρίαση διαρκεί περίπου πέντε ημέρες. Στη λαϊκή συνέλευση του κάθε δήμου συμμετέχουν τμηματικά όλοι οι δημότες άνω των δεκαέξι ετών. Συνολικά ο κάθε δήμος περιλαμβάνει περίπου οκτώ χιλιάδες πολίτες, γι αυτό και οι συνεδριάσεις γίνονται σε μεγάλες αίθουσες ή σε υπαίθριους χώρους.
Ο λαός επομένως έχει τη δύναμη να ορίζει τα όρια της ελευθερίας του μέσω των λαϊκών συνελεύσεων. Επίσης, οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να θέσουν υποψηφιότητα για να γίνουν βουλευτές της βουλής του κράτους. Η βουλή του κράτους αποτελείται από χίλια άτομα με ίση εκπροσώπηση για κάθε δήμο. Η βουλή επιλύει ζητήματα και τυχόν διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των δήμων παίρνοντας αποφάσεις και ζητώντας την εφαρμογή τους από τους δήμους. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται βάσει μιας αυξημένης πλειοψηφίας. Οι δήμοι οφείλουν να σέβονται αυτές τις αποφάσεις. Έχουν, πάντα το δικαίωμα να ζητήσουν επανεξέταση και τροποποίηση μιας απόφασης.
Η θητεία των χιλίων βουλευτών είναι διετής και ανανεώσιμη έως τέσσερις φορές, ενώ οι υποψήφιοι ψηφίζονται ανά δήμο. Σε κάθε δήμο μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα όλοι άνω των εικοσιπέντε ετών. Όποιος γίνεται βουλευτής αφήνει την εργασία του για όσο θα κρατήσει και η θητεία του. Κάθε βουλευτής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει έως πέντε τεχνοκράτες συμβούλους.
Η βουλή συνεδριάζει καθημερινά. Πέραν της επίλυσης των διαφορών μεταξύ των δήμων, αναλαμβάνει τη ρύθμιση των σχέσεων με τις άλλες χώρες. Έχει υπό τον έλεγχό της τον εθνικό στρατό, που αποτελείται από επαγγελματίες μισθοφόρους, ενώ, επίσης, ελέγχει την γενική οικονομία του κράτους.
Το κράτος προσφέρει δωρεάν υγεία, παιδεία, ρεύμα, νερό για όλους, ενώ στηρίζει οικονομικά εκείνους που βρίσκονται για κάποιο διάστημα χωρίς εργασία. Οι πολίτες ρυθμίζουν οι ίδιοι ζητήματα τροφής και στέγης. Το 1/3 του μισθού τους πηγαίνει στο κράτος, είτε οι πολίτες δουλεύουν σε κρατικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες, είτε είναι ελεύθεροι επαγγελματίες. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν επιτρέπεται να έχουν υπαλλήλους, αλλά μόνο συνεργάτες.
[widget id=”text-6″]
Όσον αφορά, λοιπόν, την εργασία στο μη δημόσιο τομέα δεν υπάρχουν ιεραρχικές δομές. Όλοι είναι κύριοι του εαυτού τους. Εάν μια εργασία απαιτεί πολλά χέρια τότε αναλαμβάνεται από μια ομάδα ατόμων που λειτουργούν συνεργατικά. Παραδείγματος χάρη, αν κάποιος θέλει να λειτουργήσει ένα εργοστάσιο, τότε αναζητά άτομα με την ίδια επιθυμία και διαθέτουν όλοι ένα αρχικό κεφάλαιο για τη λειτουργία του. Τα έσοδα μοιράζονται εξίσου μεταξύ των συνεταίρων. Δεν υπάρχουν εντολοδότες και εντολοδόχοι, διευθυντές και εργάτες.
Το ατομικό κεφάλαιο (περιουσία) του καθενός ελέγχεται από το κράτος μέσω της οικονομικής υπηρεσίας της βουλής, στην οποία στέλνονται τα αποδεικτικά των μηνιαίων εσόδων του κάθε πολίτη. Όσο υψηλότερο είναι το κεφάλαιο τόσα περισσότερα θα πρέπει να προσφέρει ο ιδιοκτήτης του από το ετήσιο εισόδημά του. Έτσι, δεν επιτρέπεται η υπερβολική συσσώρευση κεφαλαίου.
Το κάθε εργοστάσιο και η κάθε επιχείρηση λειτουργεί συνεργατικά. Εάν αυτό δε συμβαίνει, μπορεί να ελεγχθεί από την οικονομική υπηρεσία της βουλής στην οποία δηλώνονται οι μισθοί όλων των πολιτών. Επίσης, η οικονομική υπηρεσία μπορεί να θέσει όρια στην παραγωγή ενός συνεργατικού εργοστασίου ή επιχείρησης, εφόσον τα έσοδά της ξεπερνούν κατά πολύ τα έσοδα των υπολοίπων συνεργατικών επιχειρήσεων.
Πάντως, οι περισσότεροι από τους πολίτες δουλεύουν στις υπηρεσίες του κράτους, διότι μπορούν να βρουν ευκολότερα εργασία. Το κράτος αποτελεί εκείνη την «επιχείρηση» που είναι η πιο δυνατή, επειδή έχει υπό τον έλεγχό της όλες τις υπόλοιπες με τον τρόπο που είδαμε προηγουμένως.
Τέλος, αν κάποιος συσσωρεύσει μεγάλο κεφάλαιο μέσω κληρονομιών, προτιμά αυτές να τις αποποιείται και να τις προσφέρει στο κράτος, διότι εξαιτίας της υψηλής φορολόγησης δε δύναται να συντηρεί το κεφάλαιο αυτό.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το ελληνικό κράτος το 2047. Η αμεσοδημοκρατία, η ισότητα και η ισονομία, η συντροφικότητα και η συνεργασία έχουν ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό την επικρατούσα ελληνική πραγματικότητα του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου αιώνα και έχουν κάνει την οικονομική κρίση να φαίνεται μακρινό παρελθόν, ενώ έχουν περάσει μόλις τριάντα χρόνια.