
Η Ελλάδα στο στόχαστρο του εθνικισμού
Σε προηγούμενα άρθρα μου είχα αναφερθεί στην άνοδο της ακροδεξιάς και του ρατσισμού στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον κυριότερο σύμμαχο της Ευρώπης. Η άνοδος αυτή, όπως άλλωστε είναι λογικό, έχει προκαλέσει και κινήματα νεοεθνικισμού, τα οποία για άλλη μία φορά χτυπούν την πόρτα του πιο αδύναμου και με το μικρότερο κύρος από όλες τις χώρες της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια κράτους. Την Ελλάδα.
Λίγες μόλις ημέρες μετά την ιστορική επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, στην Ελλάδα και τα θετικά του αλλά και γεμάτα έπαρση για τον ελληνικό πολιτισμό σχόλια, θα περίμενε κανείς ότι η χώρα μας θα διανύσει πιο αισιόδοξες στιγμές στο μέλλον. Όμως για άλλη μία φορά, οι «γείτονες» μας δε μας άφησαν να χαρούμε και τόσο.
Ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν ήταν η πρώτη φορά που μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου επιχειρεί να παγιώσει την ισχύ του στο εσωτερικό της χώρας του, χρησιμοποιώντας ρητορική εθνικισμού και αλυτρωτισμού κατά της Ελλάδας. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη φορά ο κ. Ερντογάν αμφισβήτησε επίσημα τη Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το 1922 και τελείωναν οι μεταξύ τους εδαφικές διαφορές.
Οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου ήταν οι εξής: «Λίγο πριν την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας κατείχαμε εδάφη 3 εκατ.χιλιομέτρων. Μειώθηκαν, μειώθηκαν, μειώθηκαν και έφτασαν στα 780.000 χιλιόμετρα. Ορισμένοι ενοχλούνται όταν αναφέρομαι στη Συνθήκη της Λωζάνης. Γιατί ενοχλείστε; Δυστυχώς, στη Λωζάνη από αυτά τα 3 εκατ. χιλιόμετρα, κάποια μέρη «φαγώθηκαν» και έμειναν 780.000 χιλιόμετρα».
Την ίδια ώρα, ο εθνικισμός της Αλβανίας επιτίθεται στην πολιορκούμενη Ελλάδα. Η συγκεκριμένη περίπτωση ίσως αξίζει περισσότερης προσοχής, καθώς έχουμε συνηθίσει στην επεκτατική πολιτικής της Τουρκίας. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ευρώπης κατέρρεαν, η Αλβανία δεν ξέφυγε από το γενικό κανόνα. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Ελλάδα υποδέχεται μεγάλο αριθμό Αλβανών μεταναστών και τους προσφέρει μία καλύτερη ευκαιρία στη ζωή, τόσο μέσω της εργασίας, αλλά κυρίως μέσα από το γεγονός ότι τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών γίνονται αποδεκτά από τα ελληνικά σχολεία.
Ξεχνώντας, λοιπόν, τη βοήθεια της Ελλάδας προς τους Αλβανούς, ο Πρόεδρος της Αλβανίας, Έντι Ράμα, θέτει θέμα «αμφισβήτησης» για την περιοχή της Ηπείρου και του Ιονίου Πελάγους! Ερωτηθείς για τις έρευνες της Ελλάδας στο Ιόνιο και στην Ήπειρο για υδρογονάνθρακες, και για τη συμφωνία για την ΑΟΖ η οποία παραμένει σε εκκρεμότητα, έκανε λόγο για «αμφισβητούμενη περιοχή όπου, υποθετικά τουλάχιστον, υπάρχουν πηγές πετρελαίου και αερίου. Να ζητήσουμε από τους Έλληνες να κάτσουν κάτω με ένα πλάνο και να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα», είπε, «τα ναυτικά μίλια, τα θαλάσσια σύνορα, την κατάσταση πολέμου, το θέμα της ταφής των Ελλήνων στρατιωτών».
Και φυσικά, δε γίνεται να ξεχάσουμε τη χρόνια προσπάθεια του λαού των Σκοπίων να ονομαστούν Μακεδονία, χρησιμοποιώντας μία σειρά από ψευδή επιχειρήματα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έχουν σλαβική καταγωγή ή για το γεγονός ότι δε χρησιμοποιούν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η Μέγας Αλέξανδρος.
Το θέμα όμως που θα έπρεπε να μας ανησυχεί περισσότερο είναι: τι κάνουμε εμείς για την επίθεση που δεχόμαστε από άλλες χώρες; Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ιδεολογική σύγχυση στην Ελλάδα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αν σε κάποια δημόσια συζήτηση (π.χ. στα social media) ένα άτομο υποστηρίξει τη χώρα του, να χαρακτηριστεί ως φασίστας. Φυσικά σε αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το γεγονός ότι το κόμμα της Χρυσής Αυγής έχει γνωρίσει μεγάλη άνοδο τα τελευταία χρόνια, «πατώντας» πάνω σε τέτοιες ιδεολογίες. Παρ’όλα αυτά είναι υψίστης σημασίας να κατανοήσει ο κόσμος ότι αυτά τα δύο δεν είναι πάντα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η αγάπη ενός πολίτη για τη χώρα του και την πατρίδα του δε σημαίνει αυτόματα ότι το συγκεκριμένο άτομο είναι φασίστας.
Ωστόσο αυτό που ίσως είναι το πιο επικίνδυνο από όλα είναι αυτό που παρατηρήσαμε έντρομοι πριν λίγες ημέρες, κατά τη διάρκεια των τελετών μνήμης του Πολυτεχνείου. Και αυτό γιατί νέοι πολίτες, από τους οποίους περιμένει πολλά η χώρα μας, έκαψαν την ελληνική σημαία, προφανώς σε μία προσπάθεια αντίδρασης. Τέτοια φαινόμενα, όμως, δε βοηθούν σε τίποτα και σίγουρα μας προξενούν έντονες ανησυχίες για το μέλλον.