Τι είναι αυτό που κάνει ένα πολιτικό σύστημα μιας χώρας, σε περιόδους κρίσεων, να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων ή τουλάχιστον να μην υπεκφεύγει ευθυνών και εντέλει να κατρακυλά στη δίνη της αποτυχίας;
Η απάντηση έγκειται στην ύπαρξη μιας ηγετικής φυσιογνωμίας, ικανής να πάρει στις πλάτες της όλα εκείνα τα οποία βαραίνουν την απαιτητική αυτή θέση. Ένας καλός πολιτικός και ηγέτης βέβαια, φροντίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να δημιουργεί τις εξελίξεις πριν αυτές κάνουν την συνήθως απρόσμενη και μη ευχάριστη παρουσία τους. Δεν είναι φυσικά συνήθης η ύπαρξη τέτοιων ατόμων στην πολιτική ζωή κάθε χώρας, ενώ η ιστορία έχει δείξει πώς οι κρίσεις είναι αυτές οι οποίες ρίχνουν φως στα ηγετικά ή όχι στοιχεία των προσώπων. Τι συμβαίνει όμως στην πλειονότητα των περιπτώσεων όπου αυτές οι αρετές εκλείπουν από την πολιτικό-κομματική ζωή ενός τόπου;
Η κατεπείγουσα ανάγκη και η κρισιμότητα που διέπει μια κρίση κάνει το λιγότερο αυτονόητη στα μάτια μου την ύπαρξη , αν όχι καλής θελήσεως, τουλάχιστον πολιτικής συνοχής μπροστά στα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. Ούτε κάποια ηγετική φυσιογνωμία υπάρχει να καταφέρει να εμπνεύσει τον κόσμο, για παράδειγμα, στην παρούσα υγειονομική κρίση αλλά ούτε όπως έγινε εμφανές και πολιτική συνοχή. Δεν θα έπρεπε σαφώς, ενδιαμέσου μιας κρίσης η πολιτική συνοχή να αποτελεί μια ιδεατή κατάσταση, αλλά έναν αυτονόητο στόχο.
Να ήταν βέβαια το μόνο πρόβλημα η πολιτική συνοχή, δίχως μικροπολιτικά παιχνίδια που στην τελική δεν έχουν κανένα κερδισμένο; Αμ’ δε! Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν έχει καταφέρει ακόμη να πειστεί για την κρισιμότητα της στιγμής, ενώ επιδίδεται στην αναπαραγωγή σωρείας αναληθών δημοσιεύσεων σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση διογκώνοντας τα φαινόμενα ανυπακοής και αβάσιμης κριτικής. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο λοιπόν, μια ήδη διχασμένη κοινωνία να μην «δηλητηριάσει» και την πολιτική σκηνή ή το αντίστροφο. Ούτως ή άλλως, το πολιτικό-κομματικό προσωπείο της Ελλάδας αντικατοπτρίζει επάξια την κοινωνική της πραγματικότητα.
Η ωμή πολιτική πραγματικότητα..
Σε μια, ομολογουμένως, κρίσιμη καμπή για την πορεία της υγειονομικής κρίσης, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου επέλεξαν τον διχασμό, την πόλωση και τη διχόνοια. Ενώ όλη η Ευρώπη μετρά μέρα με την μέρα τις απώλειες τις, ενώ στην Ελλάδα οι απώλειες είναι καθημερινώς ως επί το πλείστο σε τριψήφια νούμερα, κάνοντας ταυτόχρονα ανούσια την συζήτηση με άλλες τραγωδίες, οι μεν κυβερνώντες επιδίδονταν σε θριαμβολογίες χωρίς να φανούν καν ικανοί να εφαρμόσουν τα μέτρα που παίρνουν, ενώ οι δε αντιπολιτευόμενοι επένδυσαν στην πόλωση, παίρνοντας προκλητικές αποφάσεις εν μέσω ισχυρής έξαρσης και σημειώνοντας τα κυβερνητικά προβλήματα κατόπιν εορτής. Κανείς, εκτός ολίγων ισχνών φωνών, δεν είχε την προνοητικότητα και τη διορατικότητα να κάνει λόγο για την επαρκή ενίσχυση του Συστήματος Υγείας καθώς και της πειθαρχίας των πολιτών, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε για ακόμη μία φορά απέναντι από σημαντικές «εκχωρήσεις» των θεμελιωδών ατομικών μας δικαιωμάτων.
Μια κρίση οποιασδήποτε μορφής κι αν είναι, πρέπει να αντιμετωπίζεται με την μεγαλύτερη δυνατή ενσυναίσθηση για το τι διακυβεύεται σε κάθε περίπτωση. Έτσι, είτε έχουμε να κάνουμε με μια οικονομική κρίση, είτε με μια, καλή ώρα, παγκόσμιας εμβέλειας υγειονομική κρίση, ο στόχος πρέπει να είναι σχεδόν πάντα κοινός και αν μη τι άλλο ανθρωπιστικός. Ένα κράτος το ύψιστο αγαθό που δύναται να προσφέρει σε έναν πολίτη είναι η ασφάλεια του, αν αποτυγχάνει να το κάνει, τότε μιλάμε για ένα κράτος με εμφανή αδυναμία να εκπληρώσει τον υπαρξιακό του ρόλο. Σε ζητήματα που άπτονται ανθρωπίνων ζωών δεν θα έπρεπε να υπάρχουν διχόνοιες, πολώσεις και κακόβουλες κριτικές. Θα ήταν συνετό επομένως, σε μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση να εμφορούμαστε από ομοψυχία και συνοχή, έτσι ώστε η απεμπλοκή από τα παρελκόμενα της κρίσης να είναι ομαλότερη.