Ο Γιώργος Χρανιώτης είναι αναμφίβολα ένας πολύ ταλαντούχος και γοητευτικός καλλιτέχνης. Τολμηρός στις επαγγελματικές του επιλογές, έχει κατορθώσει να κερδίσει την εκτίμηση κοινού και κριτικών κατά τη μακροχρόνια πορεία του στο χώρο. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και στο θέατρο Αριστοτέλειον με την «Ώρα του διαβόλου» του ανατρεπτικού συγγραφέα Fernando Pessoa, έχοντας στο πλευρό του την Ευγενία Σαμαρά. Μας μιλά για τον ρόλο του και τον συγκερασμό θεού και διαβόλου στο έργο, τον έρωτα και φυσικά μας αποκαλύπτει πώς προέκυψε η πολυσυζητημένη συμμετοχή του στο Survivor.
[widget id=”text-6″]
-Επέλεξες να επιστρέψεις στα θεατρικά δρώμενα με την «Ώρα του διαβόλου». Γιατί διάλεξες αυτή την παράσταση;
Γιατί ένιωθα πως ο κύκλος της δεν έχει ολοκληρωθεί. Την είχαμε ανεβάσει ξανά πριν δύο χρόνια για δέκα μόνο παραστάσεις και δεν την είχα χορτάσει. Δεν ήθελα να την αφήσω και να μπω στη διαδικασία προβών για μια καινούργια παράσταση. Οπότε όταν γύρισα από το παιχνίδι μιλήσαμε με τον Γρηγόρη (Αποστολόπουλο) και αποφασίσαμε να την ξανακάνουμε αλλά με άλλη ηθοποιό αυτή τη φορά. Έτυχε να έχω μια πολύ ωραία κουβέντα με την Ευγενία καθώς συνταξιδεύαμε και καταλήξαμε πως είναι η κατάλληλη για να ενσαρκώσει τον ρόλο της Μαρίας. Η βασική μου επιθυμία είναι να γίνει η παράσταση πρώτα εδώ και μετά να παιχτεί και στην Αθήνα.
-Στη συνέντευξη τύπου ειπώθηκε ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος σου ρόλος. Ισχύει;
Κάνω αυτή τη δουλειά 24 χρόνια και πολλές φορές έχει τύχει να πω ότι δεν θέλω να παίξω για λίγο και να κάνω διακοπές ή ότι δεν θα ξαναπαίξω. Αλλά όταν είμαι τόσο απόλυτος, τις περισσότερες φορές κάνω λάθος. Οπότε δεν πιστεύω ότι θα είναι αυτός ο τελευταίος μου ρόλος. Ωστόσο αυτό που σίγουρα ισχύει είναι πως δεν είμαι από τους ηθοποιούς που θέλουν να γεράσουν στο σανίδι. Νομίζω πως θέλω να ζήσω διαφορετικά μεγαλώνοντας. Ίσως να αρχίσω να σκηνοθετώ ώστε να παραμείνω στο χώρο αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ να μην αισθάνομαι καλά με το σώμα μου και να παίζω. Ένας από τους βασικούς λόγους που απολαμβάνω τόσο την υποκριτική είναι πως θεωρώ ότι είναι αθλητισμός, τόσο πνευματικός όσο και σωματικός. Πάνω στη σκηνή κρίνονται τα πάντα. Και το σώμα σου και η φωνή σου και φυσικά η ψυχή σου. Για μένα είναι πολύ απολαυστικό ότι γνωρίζω πως μπορώ να κάνω διάφορα πράγματα αξιοποιώντας τις σωματικές μου ικανότητες. Ενδεχομένως στα 80 μου να αισθάνομαι το ίδιο έτοιμος οπότε να συνεχίσω να παίζω. Αλλά αν νιώσω ότι με εγκαταλείπει το σώμα μου πιθανότατα θα εγκαταλείψω κι εγώ αυτή τη δουλειά.
-Πιστεύεις ότι ο φόβος της αμαρτίας και όσα οι κοινωνικοί κανόνες μας απαγορεύουν μας ωθούν να αφήσουμε τα όνειρα μας στην άκρη; Είναι η αμαρτία πίστη στο άπιαστο;
Νομίζω αμαρτία είναι να φοβάσαι να ζήσεις. Η θρησκεία μας ωθεί να πιστεύουμε ότι πρέπει να μην αμαρτάνουμε για να ζήσουμε. Εγώ δεν τάσσομαι υπέρ της χριστιανικής ηθικής αλλά υπέρ της προσωπικής. Το μόνο που αξίζει να προσέχει κάποιος είναι να μην πληγώνει τους συνανθρώπους του. Νομίζω πως αν απουσίαζε η αμαρτία από τη ζωή μας ο άνθρωπος δεν θα είχε λόγο να ζήσει και φυσικά να δημιουργήσει. Πιστεύω ότι η αμαρτία έχει προσφέρει εξαιρετική ώθηση στην τέχνη. Δεν θα υπήρχε ο Πικάσο, ο Καζαντζάκης, ο Σαίξπηρ ή η αρχαία ελληνική τραγωδία αν δεν υπήρχαν αμαρτίες. Χαίρομαι λοιπόν για την ύπαρξή της, αλλά όχι για την ύπαρξη της δυστυχίας στον κόσμο μας.
-Έχεις δηλώσει ότι ο «διάβολος» του Pessoa είναι ο πιο γοητευτικός άνδρας που υπήρξε ποτέ. Από πού θεωρείς ότι απορρέει αυτή η ανυπέρβλητη γοητεία του;
Στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει ούτε ο Pessoa ούτε εγώ να ξεχωρίσουμε τον διάβολο από τον θεό. Στο έργο υπονοείται πως οι άνθρωποι έχουμε και τον διάβολο και τον θεό μέσα μας. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας «οι μάταιοι πόθοι και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι δικό μου έργο, που το δημιουργώ όταν βρίσκομαι ξαπλωμένος στις απέραντες όχθες του ποταμού της αβύσσου και σκέφτομαι ότι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τίποτα. Τότε η σκέψη μου κατεβαίνει στις ψυχές των ανθρώπων κι εκείνοι αισθάνονται διαφορετικοί από αυτό που είναι». Με λίγα λόγια όταν ο διάβολος έχει κέφι η ζωή των ανθρώπων γίνεται πιο τολμηρή και συναρπαστική. Πρέπει να τονίσω πως δεν μιλάω για τον χριστιανικό διάβολο, δεν το γνωρίζω και δεν με αφορά. Αυτό που με αφορά είναι πως υπάρχουν κάποιες σκέψεις στη ζωή μας που είναι απαγορευμένες και κάποιες πράξεις που μπορεί να προέρχονται από πολύ βαθιά ένστικτα τα οποία είναι ανομολόγητα και βρίσκονται κυρίως στη φαντασία μας. Αν λοιπόν ενεργοποιείται η φαντασία μου μέσω του διαβόλου τότε μπορεί να είναι φίλος μου. Ο Pessoa έχει συμφιλιωθεί πολύ με αυτή την ύπαρξη και δεν προσδίδει κανένα αρνητικό πρόσημο στην προσωπικότητα του διαβόλου. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ καλού θεού και κακού διαβόλου. Ουσιαστικά διαφαίνεται ότι επρόκειτο για δύο φίλους που συνδιαλέγονται με έναν πολύ ενδιαφέρον και παράδοξο τρόπο.
-Έχεις δηλώσει ότι διάλεξες την Ευγενία Σαμαρά χωρίς να την έχεις δει ποτέ πάνω στη σκηνή. Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Συζητώντας με τον Γρηγόρη που είναι και ο σκηνοθέτης μας καταλήξαμε πως θα αναλάμβανε τον ρόλο της Μαρίας άλλη ηθοποιός σε σχέση με το πρώτο ανέβασμα της παράστασης, όποτε μπήκαμε σε αυτή τη διαδικασία αναζήτησης. Αυτό που με γοήτευσε πολύ στην Ευγενία παρόλο που δεν είχα ολοκληρωμένη άποψη για εκείνη, ήταν ότι είναι ένα πολύ γοητευτικό κορίτσι χωρίς κανέναν ναρκισσισμό και μάλιστα με έντονη διάθεση να αυτοσαρκαστεί. Έψαχνα για μια κοπέλα που να είναι εντυπωσιακή, να ακούω τη φωνή της και να με γοητεύει και από την άλλη να ξέρω πως θα ανέβει στη σκηνή και δεν θα μπερδευτεί από την έννοια της Μαρίας δημιουργώντας έναν ρόλο που θα είναι ναρκισσιστικός. Έχω υπάρξει στο παρελθόν νάρκισσος, ξέρω πως είναι και πλέον το αντιμετωπίζω σαν ασθένεια της εποχής. Ήμουν σίγουρος πως η Ευγενία θα απέχει από όλο αυτό και δεν έχω κάνει καθόλου λάθος.
-Ο τίτλος του έργου μοιάζει ενδεχομένως αιρετικός ειδικά για κάποιον που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με κείμενα του Pessoa. Θεωρείς ότι κάποιος μπορεί να απορρίψει την παράσταση για θρησκευτικούς λόγους;
Είναι σαν να μου λες ότι τώρα που έχω δηλώσει δημόσια ότι έχω ψωρίαση κάποιος δεν θα έρθει στην παράσταση γιατί φοβάται να μην κολλήσει. Θα τον θεωρούσα τόσο κουτό που δεν θα τον ήθελα κι εγώ ο ίδιος στο κοινό. Αντίστοιχα θα θεωρήσω κάποιον κουτό αν δεν έρθει στην παράσταση επειδή ο τίτλος είναι «Η ώρα του διαβόλου». Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με σεμνοτυφία μια έννοια που σύμφωνα με τον χριστιανισμό είναι το αντίπαλο δέος του θεού. Γιατί λοιπόν κάποιος να μην δει μια παράσταση που έστω θεωρεί ότι αναφέρεται στο αντίπαλο δέος; Μήπως επηρεαστεί και γίνει σατανιστής; Δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Δεν είναι αυτή η φύση του έργου, ούτε το διακύβευμά του. Το ζήτημα κατά τον συγγραφέα είναι η συνάντηση ενός άνδρα που λέγεται διάβολος και μιας κοπέλας που λέγεται Μαρία. Αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που αποφασίζει απλά να παίξει ερωτικά παιχνίδια.
-Ο διάβολος και η Μαρία ορκίζονται στον έρωτα και στην αμφισβήτηση κάθε νόμου. Εσύ έχεις αισθανθεί ο έρωτας και το πάθος να ορίζει τη σκέψη σου;
Βέβαια. Δεν νομίζω πως διαφέρω από τον μέσο άνθρωπο που έχει ερωτευτεί. Αν πραγματικά ενδώσεις στον έρωτα χάνεις την αίσθηση του χρόνου, κάποιες φορές και του χώρου και φυσικά την ψυχραιμία σου. Όταν ήμουν μικρός είχα γράψει στην βιβλιοθήκη μου «ότι στο παλάτι της ψυχραιμίας ο έρωτας δυσκολεύεται να προσαρμοστεί». Περιμένουμε να χτυπήσει το τηλέφωνο, να αγγίξουμε τον άλλο, το σώμα μας και η σκέψη μας τον αποζητά. Ο Pessoa δεν θα συμφωνούσε με όλα αυτά γιατί θεωρεί πως αγαπάμε μόνο τον εαυτό μας. Εγώ από την άλλη πιστεύω ότι οριζόμαστε από τον έρωτα αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τον ορίσουμε. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαδικασία σκλαβιάς που έχει όμως απίστευτα απελευθερωτικό χαρακτήρα.
-Το Survivor πώς προέκυψε; Δεν σε τρόμαξε η ιδέα της υπερέκθεσης και το αντίκτυπο που μπορεί να έχει στη δουλειά σου;
Φυσικά και ειδικά τον πρώτο μήνα νομίζω υπήρχε μια ταμπέλα στο κεφάλι μου που έλεγε «τι κάνω εγώ εδώ». Από την άλλη όμως ήθελα πολύ να το κάνω. Μου είχε αναφέρει ένας φίλος μου ότι του πρότειναν να συμμετάσχει και αμέσως είπα πως θα ήθελα κι εγώ. Έχω ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής μου στη φύση και έχω κάνει ελεύθερο camping, οπότε ήμουν αρκετά εξοικειωμένος με όλο αυτό. Μου φάνηκε μοναδική ευκαιρία να ζήσω μια τέτοια εμπειρία ενώ ταυτόχρονα θα πληρωνόμουν για κάθε βδομάδα που παρέμενα στο παιχνίδι. Επίσης σκέφτηκα ότι όταν θα αποχωρούσα, επειδή θα ήμουν στη Λατινική Αμερική θα πήγαινα για surf, κάτι που όντως έκανα, απλώς υπολόγιζα ότι θα φύγω πιο νωρίς. Λόγω ενστίκτου, ήξερα ότι δεν θα αποχωρήσω πρώτος. Οπότε όλο αυτό με απελευθέρωσε πάρα πολύ και με βοήθησε να βουτήξω πιο βαθιά στην εμπειρία. Θεώρησα ότι η απομόνωση και η αποχή από τα social media και ακόμη και από τους ανθρώπους που αγαπώ θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα άσκηση μοναχικότητας. Ακόμη και να μην είχε την επιτυχία που είχε πάλι θα χαιρόμουν που έχω συμμετάσχει. Χαίρομαι πολύ που το έκανα αλλά δεν νομίζω ότι θα το έκανα ξανά. Ήταν μια εμπειρία που με βοήθησε να αναθεωρήσω τόσο τις προτεραιότητές μου από εδώ και πέρα, όσο και τις διαπροσωπικές μου σχέσεις.
-Έχεις νιώσει αντίστοιχη αγάπη από τον κόσμο όπως μετά το παιχνίδι, κατά τη διάρκεια της καριέρας σου;
Για να είμαι ειλικρινής τόσο μεγάλη αποδοχή δεν έχω αισθανθεί μέσω της δουλειάς μου. Έχω νιώσει την αγάπη του κοινού σε μικρότερη κλίμακα αλλά αυτή τη λατρεία δεν την έχω αισθανθεί ξανά. Δεν νομίζω ότι το θέλησα βέβαια, πάντα με ενδιέφερε περισσότερο να κερδίσω την εκτίμηση του κοινού. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχουν στιγμές που ο τρόπος που ο κόσμος επιλέγει να εκδηλώσει την αγάπη του με κάνει χαρούμενο αλλά και άλλες που κάπως με ενοχλεί. Αισθητική υπάρχει ακόμη και στον τρόπο που εκφράζεται η αγάπη.
Info
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η Ώρα του διαβόλου»: Εδώ
Στις 22/10 ο Γιώργος Χρανιώτης με τη μπάντα του, τους Imitate your Mother, θα βρίσκονται στο Eightball για ένα μοναδικό Live που σίγουρα δεν πρέπει να χάσετε.