Όταν σήκωσα το τηλέφωνο και συστήθηκα, η φωνή στην απέναντι γραμμή με καλωσόριζε λέγοντάς μου ότι «Μαριάνθη έλεγαν την ηρωίδα του πρώτου μου μυθιστορήματος, η οποία βέβαια έφτασε έγκυος από την Τουρκία στην Ελλάδα παλεύοντας με τα κύματα, τον πόνο και –παρά λίγο-το θάνατο. Σου εύχομαι η ζωή σου να μην έχει καμία σχέση με την εξέλιξη της συνονόματης γυναίκας.» Ένιωσα τη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου να χαμογελάει και ψέλλισα «για φαντάσου»…

Φωτογραφία / Λούπος Στρατής
Με αφορμή την παρουσίαση του νέου της βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, «Όσα δεν έγιναν λέξεις», η συγγραφέας κ. Ελένη Γαληνού δέχτηκε να μας συναντήσει και να μας μιλήσει λίγο για τις ποικίλες ασχολίες της, τη ζωγραφική, το διάβασμα και τις ανατροπές που τόσο πολύ αγαπά.
–Έρχεστε Θεσσαλονίκη με αφορμή το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά σας, «Όσα δεν έγιναν λέξεις». Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο για το τι πραγματεύεται το συγκεκριμένο βιβλίο;
«Ξεκινάμε από το τέλος.2016. Η ογδοντάχρονη Ροζαλία ανακαλύπτει στη βιβλιοθήκη της ένα παλιό ημερολόγιο αλλά δε ξέρει αν είναι δικό της- μόνο από το γραφικό χαρακτήρα καταλαβαίνει ότι της ανήκει. Και έτσι όπως αντικρίζει μουτζούρες και σκισμένες σελίδες απορεί τι έχει συμβεί, γιατί η ίδια είναι ένας τακτικός άνθρωπος. Όσο το ξεφυλλίζει λοιπόν, ανακαλύπτει και μια ελλιπή ζωγραφιά…
Ταυτόχρονα αισθάνεται ότι αυτή η ανικανότητά της να θυμηθεί την προστατεύει από κάτι. Το βράδυ, θα ανακαλύψει ένα χαρτάκι το οποίο γλιστράει από το ημερολόγιο και συμπληρώνει τη ζωγραφιά. Έπειτα μαθαίνουμε για τη ζωή της- παρόλα αυτά δε διαβάζουμε το ημερολόγιο της. Το βιβλίο σφύζει από ανατροπές όπου από τις κυριότερες, τη μία μπορεί κανείς να την προβλέψει, αλλά η άλλη είναι σχεδόν παράδοξη. Θα αντέξουν την αλήθεια οι ήρωες, δεδομένου ότι η πρωταγωνίστρια είναι και άρρωστη; Θα αποδεχτούν την καινούργια τους σχέση; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα σε κρατάνε σε εγρήγορση μέχρι το τέλος.»
–Στα βιβλία σας καταπιάνεστε αφενός με τον ανθρώπινο πόνο και αντοχή και αφετέρου με την αγάπη. Θεωρείτε ότι πρόκειται για τους δύο ακρογωνιαίους λίθους της ζωής;
«Όχι, αλλά δεν υπάρχει ζωή χωρίς έρωτα (ακόμη και αν αυτός βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή αν έχει ως αποδέκτη του μια δουλειά ή ένα τοπίο) και αντίστοιχα, ζωή χωρίς πόνο. Αυτοί που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν βιώσει τον πόνο, μάλλον δεν έζησαν. Και μάλιστα αυτό σημαίνει ότι δε μπορείς να ξεχωρίσεις τη χαρά από τη δυσκολία και τον πόνο. Άλλωστε, υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να έχεις βγει νικητής και υγιής από μια δοκιμασία; Αυτά είναι θέματα που θέλουμε να θίγουμε στα βιβλία μας, θέματα τα οποία είναι κοινωνικά. Δε μιλάω δηλαδή μόνο για τον έρωτα και αν μιλάω γι’ αυτόν ως ένα βαθμό, είναι επειδή ο έρωτας πουλάει.»

Φωτογραφία / Λούπος Στρατής
–Ασχολείστε με τη λογοτεχνία τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής σας. Τι είναι αυτό που σας κέρδισε στη συγκεκριμένη τέχνη, όταν έχετε προηγουμένως καταπιαστεί με σκιτσογραφία, ζωγραφική μέχρι και ποίηση;
«Για μένα όλες οι τέχνες είναι αλληλένδετες. Σκέψου ότι έγραψα αυτό το μυθιστόρημα επειδή εμπνεύστηκα από έναν πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ, που είναι και η ζωγραφιά που βρίσκει η Ροζαλία. Σε ένα άλλο μυθιστόρημα (Πέρα από τις κόκκινες γραμμές) έγραψα στίχους τους οποίους μελοποίησα και τους παίξαμε ζωντανά. Η μία τέχνη γεννά την άλλη και τη συμπληρώνει. Απλώς ασχολούμαι τώρα με τη λογοτεχνία επειδή ίσως είναι και η πιο φρέσκια ενασχόλησή μου. Και αυτό είναι κάτι που σε βοηθάει να νιώσεις και το χαρακτήρα που κατασκευάζεις. Εάν δηλαδή ο χαρακτήρας σου ζωγραφίζει πορτραίτα, κάθεσαι και εσύ με τη σειρά σου και τα φτιάχνεις, τουλάχιστον εγώ αυτό κάνω.»
–Εξακολουθείτε να ασχολείστε με τη ζωγραφική και το σκίτσο έχοντας ήδη στο ενεργητικό σας 3 εκθέσεις;
«Εν δυνάμει με όλα. Συν της στιχουργικής θα συμπληρώσω. Πίσω από κάθε βιβλίο υπάρχει κάτι, ένα στιχάκι ας πούμε. Είναι κάτι που λειτουργεί για μένα. Ή όταν ένα μυθιστόρημα τοποθετείται σε έναν πύργο, πρέπει να φτιάξεις τον πύργο, να ξέρει ο αναγνώστης που θα μπει. Έτσι όλα αυτά είναι τα συστατικά σου για να καταλήξεις και στη λογοτεχνία. Αυτό ανάγεται και σ’ αυτό που σου είπα παραπάνω, ότι δηλαδή όλες οι τέχνες είναι αλληλένδετες και έτσι δεν έχω εγκαταλείψει καμία.»
–Είστε αισιόδοξη με το αναγνωστικό κοινό; Διαβάζει δηλαδή ο κόσμος βιβλία τώρα που η τεχνολογία έχει εισβάλλει τόσο βίαια στη ζωή μας;
«Εμείς είμαστε οι άνθρωποι που γεννηθήκαμε με τα βιβλία. Δεν υπήρχαν τάμπλετ και κινητά τηλέφωνα στην εποχή μου. Εμείς έχουμε μάθει στο βιβλίο, στη μυρωδιά του. Τώρα η νέα γενιά θα αποτραβιέται κυρίως λόγω κόστους. Δε ξέρω τι είναι καλύτερο. Ο καθένας πιστεύει για καλύτερο αυτό το οποίο έχει ζήσει. Το βιβλίο όμως πρέπει να γράφεται, ανεξάρτητα με ποιον τρόπο το διαβάζει ο αναγνώστης. Η ουσία είναι στο να διαβάζουν οι νέοι και τελειώνοντας την ανάγνωσή τους, να σκέφτονται τι διάβασαν.»
[widget id=”text-6″]
–Στα βιβλία σας, οι ιστορίες περιβάλλονται από ελληνικά τοπία (Αθήνα, Μυτιλήνη) ενώ έχετε αφιερώσει δύο ζωγραφικές εκθέσεις στο Αιγαίο. Θεωρείτε ότι η Ελλάδα εμπνέει τη λογοτεχνία ή απλώς φταίει το ότι τα βιώματά μας επηρεάζουν τη συγγραφή;
«Η Ελλάδα έχει εμπνεύσει καλλιτέχνες και καλλιτέχνες, για κάποιους μάλιστα θεωρείται ο ομορφότερος τόπος του κόσμου. Είναι δυνατόν να μη σε εμπνέει; Εμπνέομαι από τα πάντα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα. Και η Ελλάδα στο παρέχει αυτό.»
–Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας ένα κλασικό, αγαπημένο βιβλίο που πάντα θέλατε να διαβάσετε αλλά δεν το έχετε καταφέρει ακόμη;
«Πολλά δεν έχω διαβάσει γιατί και εγώ ως έφηβη δε διάβαζα. Όσο ήμουν μαθήτρια δεν ασχολιόμουν με τη λογοτεχνία. Μετά, στη σχολή, χωρίς πίεση, άρχισα να διαβάζω πολύ. Κατά βάση ιστορία, γιατί στο σχολείο μαθαίναμε ημερομηνίες και όχι γεγονότα, κάτι το οποίο ενδιέφερε και εμένα προσωπικά. Τώρα από τα κλασικά, είναι πολλά αυτά που δεν έχω διαβάσει και δε θα ήθελα να προτιμήσω κάποιο και να αδικήσω με αυτόν τον τρόπο κάποιο άλλο.»
–Τουλάχιστον, κάποιος αγαπημένος συγγραφέας που για σας ξεχωρίζει;
«Εμένα μ’ αρέσουν πολύ οι συγγραφείς που χτίζουν τα βιβλία τους γύρω από ανατροπές. Μαγεύομαι για παράδειγμα από τον Dan Brown και ας λένε ότι δεν είναι λογοτεχνία. Έχει πολύ έξυπνη γραφή. Αλλά πάλι και από τους Έλληνες, ποιον να πρωτοδιαλέξεις; Δε ξέρω ποιον να σου πω, είναι πολλοί. (γελάει)»

Φωτογραφία / Λούπος Στρατής
Τη συνέντευξη διαδέχτηκε η κατοπινή παρουσίαση του βιβλίου. Για μας ήταν πάνω κάτω μια επανάληψη στην «ύλη» που είχαμε καλύψει λίγες ώρες νωρίτερα. Παρ’ όλα αυτά, καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίασης, βρήκα την ευκαιρία να ρίχνω κλεφτές ματιές στη φωτογραφία του πίνακα που ενέπνευσε την κ. Γαληνού να γράψει μία ολόκληρη ιστορία. «Η μία γυναίκα έχει ένα κενό, μαύρο στο εσωτερικό της. Έτσι είναι και ο εσωτερικός της κόσμος; Και έπειτα όταν ενώνεται με το σώμα της άλλης γυναίκας, βλέπουμε κάποια που ναι μεν είναι γυμνή, αλλά γυρνάει πλάτη, σα να ντρέπεται. Και τελικά; Είναι δύο γυναίκες σε μία; Είναι ξεχωριστές; Και υπάρχει κάτι που τις πληγώνει;»
Ανακύκλωσα λίγο ακόμη το ασύνδετο σχήμα των ερωτήσεων στο μυαλό μου και αποκρίθηκα μέσα μου ότι όποια και αν είναι η σωστή απάντηση, το μόνο σίγουρο τελικά, είναι ότι η Τέχνη είναι ωραία τύπισσα και συνάμα πετυχημένη προξενήτρα: φοράει το λουλουδένιο καπέλο και τη μακριά καμπαρντίνα και περνάει με τα γαντοφορεμένα χέρια της τα στέφανα γύρω από τις λέξεις και τις μπογιές, τα στιχάκια και τα σκιτσάκια, τους ανθρώπους και τα συναισθήματα.
*Για περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο της κ. Γαληνού επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Διόπτρα.
*Ευχαριστούμε πολύ τις εκδόσεις Διόπτρα για τη συνεργασία και την επικοινωνία