Είναι εφικτή μία ανατροπή των συσχετισμών στην Ευρώπη;

Με το βλέμμα στις ισπανικές εκλογές,  την τελευταία βδομάδα κορυφώθηκε, με αφορμή την έκβαση του δημοψηφίσματος της 5ης και τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου μια συζήτηση που ξεκίνησε το 2011 σχετικά με τις δυνάμεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, την πολιτική που αυτές ασκούν τα τελευταία χρόνια και το κατά πόσον μπορεί να αλλάξει.

Από την εμφάνιση  στο ευρωπαϊκό χώρο της οικονομικής κρίσης(2008) προτείνεται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.,- και  επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες,ή όσες αντιμετωπίζουν προβλήματα δανειοδότησης από τις αγορές (Πορτογαλία,Ελλάδα,Ιταλία,Ισπανία)- μία πολιτική που  συνοψίζεται:
α)στην περικοπή των δαπανών, β)την αύξηση της φορολογίας και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο χώρο της αγοράς ως κίνητρα για επενδύσεις, ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και να επέλθει ανάπτυξη αποκλειστικά μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων.

Ένα μοντέλο “νοικοκυρέματος” δηλαδή, όπου το κράτος υποβαθμίζεται σε απλό επόπτη των ιδιωτών στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και στερείται τη δυνατότητα του επιχειρείν όταν το ίδιο κρίνει και επιθυμεί.

Η πολιτική αυτή αμφισβητείται πλέον για την αποτελεσματικότητα της και κατακρίνεται διαρκώς για την κοινωνική της αναλγησία, αφού οι περικοπές που επιβάλλονται επιφέρουν αιφνίδιες και σημαντικές αλλαγές στην αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Πρωτεργάτης του δόγματος των “νοικοκυρεμένων” οικονομικών ήταν η Γερμανία, με τη βοήθεια της Γαλλίας(μέχρι το 2012) και των κρατών-δορυφόρων της στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη (π.χ. Φινλανδία, Σλοβακία, κράτη της Βαλτικής,κ.ά.).

Πρώτος αρχηγός κράτους που εκλέχθηκε με δριμύ λόγο απέναντι στη λιτότητα ήταν ο Φ.Ολάντ στη Γαλλία(2012) που πρότασσε την ανάπτυξη και τη φορολογία των πλουσίων, ενώ ο απερχόμενος Ν.Σαρκοζί είχε συμπράξει εθελουσίως με την γερμανική φιλοσοφία της λιτότητας. Παρότι γρήγορα και ο νέος πρόεδρος περιόρισε το λόγο και τις πράξεις του λόγω της δύσκολης θέσης της γαλλικής οικονομίας σε σχέση με τη γερμανική, έβαλε  στην ευρωπαϊκή ατζέντα συζήτησης, πέρα από τη λιτότητα, την ανάπτυξη.

Φτάνοντας στο σήμερα, με ένα βλέμμα στον  ευρωπαϊκό νότο, βλέπουμε ότι στην Ελλάδα έχει επικρατήσει μία ριζοσπαστική κυβέρνηση  η οποία, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες της και το δημοψήφισμα όπου απορρίφθηκαν τα μέτρα λιτότητας, προχώρησε σε συμφωνία λήψης δυσβάσταχτων δημοσιονομικών μέτρων, κυρίως φορολογικών, οπισθοχωρώντας ατάκτως από το πρόγραμμα και την ρητορική που την έφεραν στην εξουσία.

Στην Ισπανία το νεοϊδρυθέν ριζοσπαστικό κόμμα Podemos, προερχόμενο από τα κινήματα των πλατειών, βρίσκεται ένα βήμα πριν την κατάληψη της εξουσίας, αν και ο δρόμος μέχρι την κάλπη στο τέλος του έτους φαίνεται πως θα είναι μακρύς.

Η Ιταλία από τη μεριά της έχει προχωρήσει σε κοινό σοσιαλδημοκρατικό μέτωπο με την Γαλλία ώστε να περιορίσουν τις επιπτώσεις των μέτρων και να ενισχύσουν την οικονομία. Ακόμα και στη Γερμανία ο συντηρητικός συνασπισμός δεν απέσπασε αυτοδυναμία και αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους σοσιαλδημοκράτες αντί για τους φιλελεύθερους, με τους οποίους συνεργαζόταν πριν τις εκλογές.

Παρατηρείται λοιπόν μία σταδιακή στροφή των κυβερνήσεων (η οποία έγινε ιδιαιτέρως αισθητή στις τελικές διαπραγματεύσεις για το τρίτο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα,με το Eurogroup να έχει μοιραστεί σε τρεις ομάδες) , κατά βάση του νότου, προς κόμματα που επιζητούν εφαρμογή πολιτικής με εντονότερο κοινωνικό πρόσημο, με το κράτος σε ενεργό ρόλο για την ανοικοδόμηση της οικονομίας.

Είναι όμως νωρίς ακόμη για να “στρίψει το τιμόνι” της Ευρώπης, ο συσχετισμός δυνάμεων δεν το επιτρέπει ακόμη.

Σημείο κλειδί  αποτελούν οι ισπανικές εκλογές, όπου αν επικρατήσουν αριστερόστροφες δυνάμεις και επιδιώξουν  τη σύμπλευση σε κοινό πλαίσιο με την Ιταλία και τη Γαλλία αντί του απομονωτισμού, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει την άρνηση των 3/4 των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης (και των 3/5 της Ευρώπης) να ακολουθήσουν το πλάνο της και σίγουρα δεν θα μπορέσει να προχωρήσει χωρίς απώλειες, χωρίς να παραχωρήσει εναλλακτικές πολιτικές.
Η πρόσφατη διαμάχη για το ελληνικό ζήτημα μπορεί να έληξε υπέρ της Γερμανίας και αυτή να επέβαλε τις περισσότερες προτάσεις της, αλλά ανέδειξε την αμφισβήτηση που υπάρχει στο μοντέλο που ακολουθείται.

Οι συνθήκες ωριμάζουν σταδιακά και από τις αρχές του 2016 μπορεί να διαφανεί μια, έστω και ελάχιστα, άλλη εικόνα. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί διότι μπορεί να μην υπάρξει δεύτερη.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο