Δωρεά γαμετών: κρίσιμα ζητήματα που αναδύονται

Η δωρεά γαμετών είναι ένα είδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, που χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα υπογονιμότητας του άντρα, της γυναίκας ή και των δύο μελών του ζευγαριού, τα οποία δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο και έτσι η μόνη λύση που αναδύεται για την απόκτηση παιδιού είναι η δωρεά σπέρματος, η δωρεά ωαρίων ή η δωρεά εμβρύων (Παπαληγούρα, 2013).

Η δωρεά σπέρματος χρησιμοποιείται όταν η αδυναμία απόκτησης παιδιού οφείλεται σε σοβαρά προβλήματα του σπέρματος του άντρα. Μέσω της τεχνικής αυτής, χρησιμοποιείται το σπέρμα ενός δότη για τη γονιμοποίηση των ωαρίων της γυναίκας κι έτσι δύο άνθρωποι καταφέρνουν να αποκτήσουν παιδί, που όμως έχει γενετική συγγένεια μόνο με τη μητέρα του και όχι με τον πατέρα του. Από την άλλη, η δωρεά ωαρίων χρησιμοποιείται όταν η αδυναμία απόκτησης παιδιού οφείλεται σε προβλήματα των ωαρίων της γυναίκας κι έτσι μέσω μιας δότριας ωαρίων το ζευγάρι αποκτάει παιδί, που όμως έχει γενετική συγγένεια μόνο με τον πατέρα του κι όχι με τη μητέρα του.

Τέλος, όταν το πρόβλημα υπογονιμότητας αφορά και τα δύο μέλη του ζευγαριού, τότε χρησιμοποιείται η δωρεά εμβρύων ή αλλιώς η διπλή δωρεά γαμετών, η οποία διαφέρει σημαντικά από τις άλλες δύο μεθόδους, καθώς το παιδί που αποκτάται με τη μέθοδο αυτή, δεν έχει καθόλου γενετική συγγένεια με το ζευγάρι που το ανατρέφει. Η μέθοδος αυτή προσομοιάζει αρκετά με την υιοθεσία. Ωστόσο, διαφέρει από αυτήν, καθώς το ζευγάρι των ληπτών βιώνει την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και το θηλασμό του παιδιού (Παπαληγούρα, 2013).

Αναφορικά με τους δότες, αξίζει να σημειωθεί, ότι σε αντίθεση με το δότη σπέρματος, η δότρια ωαρίων υφίσταται μια εξαιρετικά διεισδυτική διαδικασία προκειμένου να δωρίσει τα ωάριά της. Επίσης, ενδιαφέρον είναι το εύρημα, ότι οι περισσότερες δότριες ωαρίων, συγκριτικά με τους δότες σπέρματος, έχουν πολύ μεγαλύτερη επιθυμία να γνωρίσουν το αποτέλεσμα της δωρεάς τους και να έχουν κάποια επικοινωνία με το ζευγάρι των ληπτών (Παπαληγούρα, 2013). Μία βασική διαφορά μεταξύ της δωρεάς ωαρίων και της δωρεάς σπέρματος είναι ότι στην πρώτη περίπτωση, η υπογόνιμη μητέρα (δηλαδή η λήπτρια των ωαρίων) κυοφορεί, βιώνει τον τοκετό και το θηλασμό, συμμετέχει δηλαδή και η ίδια στη γέννηση του παιδιού της.

Έτσι, κατά κάποιο τρόπο “θεραπεύεται” φαντασιωσικά η υπογονιμότητά της. Αντίθετα, στην περίπτωση του υπογόνιμου πατέρα, δεν υπάρχει κάποιος παρόμοιος τρόπος, ώστε να συμμετάσχει κι εκείνος ενεργά στην απόκτηση του παιδιού, καθιστώντας έτσι πιο επώδυνο το “βάρος” της υπογονιμότητας (Παπαληγούρα, 2013).

Κατά τη διαδικασία της εφαρμογής της δωρεάς γαμετών αναδύονται ποικίλα ζητήματα. Το σημαντικότερο όμως από αυτά, το οποίο εμπεριέχει και όλα τα υπόλοιπα, είναι η απόφαση των γονιών να ενημερώσουν ή όχι το παιδί τους σχετικά με τις συνθήκες της σύλληψής του (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Δηλαδή, οι γονείς που έχουν χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της δωρεάς γαμετών, για να αποκτήσουν παιδί, αντιμετωπίζουν σημαντικά και δύσκολα ζητήματα όσον αφορά το θέμα της αποκάλυψης στο παιδί τους. Αν αποφασίσουν να το πουν, αυτό ίσως έχει επίδραση στην επιθυμία του παιδιού να συναντήσει το/τη δότη/δότριά  του, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει μια επιπλέον δοκιμασία για τους γονείς. Από την άλλη μεριά, η απόκρυψη, ενδέχεται να γεννήσει μακροπρόθεσμα μια σειρά σημαντικών προβλημάτων, εντάσεων και δυσκολιών μέσα στην οικογένεια (Daniels, Grace, & Gillett, 2011).

Το ζήτημα, λοιπόν, της αποκάλυψης ή της απόκρυψης των συνθηκών σύλληψης στο παιδί συνιστά ένα από τα πιο επίμαχα και αμφιλεγόμενα θέματα στο χώρο της  υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και αποτελεί το σημείο εκκίνησης και για πολλά άλλα σημαντικά θέματα που συνδέονται στενά με την απόφαση αυτή (Kirkman, Rosenthal, & Johnson, 2007; Owen & Golombok, 2009).

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή οπτικής στις σύγχρονες έρευνες που αφορούν τη δωρεά γαμετών (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Πιο συγκεκριμένα, η σχετικά περιορισμένη βιβλιογραφία των τελευταίων 20-30 ετών στο θέμα της δωρεάς γαμετών εστίαζε κυρίως στη μελέτη των ποσοστών των γονέων, οι οποίοι ενημερώνουν τα παιδιά τους σχετικά με τη δωρεά (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Δηλαδή, η βιβλιογραφία περιείχε έρευνες σχετικά με το πόσοι γονείς θα το αποκάλυπταν ή όχι στο παιδί τους και σε πολύ μικρότερο βαθμό ασχολούνταν με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης της απόφασης αυτής. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη οι περισσότεροι γονείς που απέκτησαν παιδί με δωρεά γαμετών, σκόπευαν να αποκρύψουν τη δωρεά από τα παιδιά τους. Όμως, τα τελευταία 7-8 χρόνια το σημείο εστίασης των ερευνών έχει μετατοπιστεί στις διεργασίες, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς  και τα διλήμματα των γονέων, που τους οδηγούν τελικά στη μία ή την άλλη απόφαση (Daniels, Grace, & Gillett, 2011).

Η θεωρητική αυτή μετατόπιση των ερευνών αντανακλά και τη γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων σχετικά με την αποκάλυψη στη δωρεά, καθώς τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των γονέων που ενημερώνουν τα παιδιά τους έχει αυξηθεί σημαντικά. Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα σε μια έρευνα με 50 ετεροφυλόφιλα ζευγάρια που απέκτησαν παιδί με συμμετοχή δότη, παρατηρήθηκε, συγκριτικά με το παρελθόν, πολύ μεγαλύτερη πρόθεση των γονέων να ενημερώσουν τα παιδιά τους σε ποσοστό 46% (Golombok, Murray, Jadva et al., 2004). Φυσικά, όμως,  Παράλληλα η ενημέρωση των παιδιών υποστηρίζεται πλέον τόσο από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσο και από τις κυβερνήσεις των κρατών (Daniels & Haimes, 1998; Singer and Hunter, 2003; Blyth and Landau, 2004).

Ειδικότερα, ένας μεγάλος αριθμός κρατών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Ελβετία και η Νορβηγία, έχουν θεσπίσει νόμους, που δίνουν πλέον στο παιδί το δικαίωμα να έχει πρόσβαση στην ταυτότητα του δότη του από την ενηλικίωσή του και μετά (Daniels, Grace, & Gillett, 2011).

Καταρχάς, οι λόγοι και τα επιχειρήματα που παραθέτουν οι γονείς οι οποίοι αποφασίζουν να ενημερώσουν τα παιδιά τους είναι ποικίλοι. Ένας βασικός λόγος που παρατίθεται είναι, πως το παιδί γνωρίζει το ιατρικό ιστορικό μόνο του ενός γονέα του και αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του σε κάποιο μετέπειτα στάδιο της ζωής του (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Δηλαδή, πολλοί γονείς εκφράζουν την ανησυχία τους, ότι το παιδί πρέπει να γνωρίζει το ιατρικό ιστορικό και των δύο βιολογικών του γονιών, έτσι ώστε να μη δώσει στο μέλλον ανακριβείς ή λανθασμένες πληροφορίες στους γιατρούς.

Ακόμη, στην περίπτωση μιας μεταμόσχευσης, για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να χρειαστεί «υλικό» από τους ανθρώπους με τους οποίους έχει πρώτου βαθμού γενετική συγγένεια (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007). Η άγνοια, λοιπόν, σημαντικών πληροφοριών του ιατρικού ιστορικού του ενός γονέα μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το παιδί και αποτελεί ένα βασικό λόγο, για τον οποίο οι γονείς αποφασίζουν να ενημερώσουν το παιδί τους.

Επίσης, μία άλλη ανησυχία των γονέων, που τους ωθεί στην αποκάλυψη, είναι η πιθανότητα ερωτικής σχέσης μεταξύ του παιδιού και ενός ετεροθαλούς αδελφού/-ής του, ως αποτέλεσμα του σπέρματος/των ωαρίων από τον/την ίδιο/α δότη/δότρια (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Η σκέψη αυτή γίνεται αντιληπτή ως κίνδυνος και απειλή από τους γονείς (Freeman, Jadva, Kramer, & Golombok, 2009).

Ένας άλλος λόγος της αποκάλυψης είναι ο φόβος των γονέων, μήπως κάποιοι άλλοι αποκαλύψουν στο παιδί τη δωρεά γαμετών, ιδίως σε μικρές κοινωνίες, όπου είναι πιθανότερο να το γνωρίζουν ή να το υποψιάζονται περισσότερα άτομα (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Το γεγονός ότι το παιδί ενδεχομένως δε μοιράζεται τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά και με τους δύο γονείς του μπορεί να αποτελέσει αφορμή σχολίων και συζητήσεων από τον κοινωνικό περίγυρο. Γενικότερα, το θέμα της εξωτερικής ομοιότητας φαίνεται να προβληματίζει πολύ τους γονείς, οι οποίοι φοβούνται ότι το παιδί τόσο από τα σχόλια των άλλων, όσο και μέσα από τις προσωπικές του παρατηρήσεις, θα υποψιαστεί πως δεν έχει γενετική συγγένεια και με τους δύο γονείς του (Becker, Butler, & Nachtigall, 2005).

Ακόμη, τα μαθήματα βιολογίας στο σχολείο σχετικά με τη γενετική είναι πολύ πιθανό να εγείρουν στο παιδί ερωτήματα σχετικά με τις ρίζες και τα γονίδιά του (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Σχετικές έρευνες έχουν δείξει, ότι η σχεδιασμένη και καλά δομημένη από τους γονείς αποκάλυψη στα παιδιά των συνθηκών σύλληψής τους, θα τα προστατέψει από μια τυχαία, ξαφνική και απρογραμμάτιστη αποκάλυψη που μπορεί να γίνει είτε από τρίτους, είτε από το ίδιο το παιδί (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004). Μάλιστα, σε μία έρευνα των Turner και Coyle (2000), οι συμμετέχοντες, που είχαν αποκτηθεί μέσω της δωρεάς γαμετών και ήταν πλέον ενήλικες, δήλωσαν πως πάντα ένιωθαν πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» με την οικογένεια τους, ενώ στην έρευνα των Daniels, Grace και Gillett (2011) οι γονείς πέντε από τις εφτά οικογένειες που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι τα παιδιά τους τούς έκαναν συχνά ερωτήσεις σχετικά με τις ρίζες τους, γεγονός που υποδήλωνε ότι γνώριζαν ή υποψιάζονταν την ύπαρξη ενός μυστικού μέσα στην οικογένεια.

Επίσης, οι «περίεργες» σιωπές ή η απότομη αλλαγή θέματος των γονέων στις ερωτήσεις των παιδιών σχετικά με τα φυσικά τους χαρακτηριστικά ή την καταγωγή τους ενίσχυαν τις σχετικές υποψίες των παιδιών, καθώς τα παιδιά έχουν την ικανότητα να «ακούνε» και να καταλαβαίνουν ακριβώς αυτό που δε λέγεται (Golombok, Brewaeys, Giavazzi, Guerra, MacCallum, & Rust, 2002).

Επίσης, σύμφωνα με το Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine (2004), οι υποστηρικτές της ενημέρωσης των παιδιών για τη δωρεά σπέρματος ισχυρίζονται, ότι το παιδί έχει ένα θεμελιακό δικαίωμα να γνωρίζει τις βιολογικές του ρίζες και την καταγωγή του, καθώς όπως στην υιοθεσία, έτσι και στη δωρεά σπέρματος, η γνώση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ψυχικής του υγείας. Αντίθετα, η απόκρυψη από το παιδί των συνθηκών σύλληψής του παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ψυχική του υγεία, όπως έδειξαν και μελέτες σε υιοθετημένα παιδιά σχετικά με τις συνέπειες της άγνοιας της καταγωγής. Η γνώση των βιολογικών ριζών και της καταγωγής είναι κεντρικής σημασίας για την ανάπτυξη της ταυτότητας ενός ανθρώπου και η απόκρυψη αυτών μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, δυσπιστία, ματαίωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση και εχθρότητα απέναντι στην οικογένεια (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007).

Ακόμη, οι γονείς που αποκαλύπτουν στα παιδιά τους τις συνθήκες σύλληψής τους, διατείνονται, πως η αποκάλυψη είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ανοιχτής, γνήσιας και ειλικρινούς επικοινωνίας με τα παιδιά τους, ενώ αντίθετα η απόκρυψη υποσκάπτει τη μεταξύ τους σχέση και είναι ηθικά μεμπτή (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007). Μεταξύ άλλων, η αποκάλυψη θέτει τα θεμέλια για μια υγιή και ειλικρινή σχέση των γονιών με τα παιδιά τους και βοηθάει στην αποφυγή μυστικών στην οικογένεια, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και να δημιουργήσουν άγχος, εντάσεις και «συμμαχίες» ανάμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν το μυστικό και σε αυτούς που δεν το ξέρουν (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004).

Αυτές οι εντάσεις, αν είναι παρατεταμένες, μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στο χωρισμό του ζευγαριού. Από την άλλη, η ανοιχτότητα και η ειλικρίνεια δε φαίνεται να τραυματίζει τα παιδιά, καθώς έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που γνωρίζουν την αλήθεια για τη σύλληψή τους τείνουν να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα, ενώ παράλληλα διατηρούν και καλύτερες σχέσεις με τους γονείς τους (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004). Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, πως αν και η ακριβής ηλικία της αποκάλυψης είναι ακόμα υπό συζήτηση, φαίνεται πως η ενημέρωση σε μικρότερη ηλικία είναι προτιμότερη από την ενημέρωση σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς το παιδί έχει έτσι περισσότερο χρόνο μπροστά του να διεργαστεί και να αφομοιώσει την πληροφορία που του δίνεται, με αποτέλεσμα να αντιδράει καλύτερα και να εκδηλώνει λιγότερο αρνητικά συναισθήματα (Jadva, Freeman, Kramer, & Golombok, 2009; Turner & Coyle, 2000; Scheib, Riordan, & Rubin, 2005).

Μία έρευνα των Turner και Coyle (2000), έδειξε ότι τα παιδιά που ενημερώνονται σε μικρή ηλικία, αισθάνονται ουδέτερα για την αποκάλυψη, ενώ τα παιδιά που ενημερώνονται στην εφηβεία τείνουν να βιώνουν την ενημέρωση τραυματικά και αποδιοργανωτικά και να δυσκολεύονται πολύ να την διεργαστούν. Γενικότερα, αναφορικά με την ηλικία της αποκάλυψης παίζει ρόλο τόσο η ψυχολογική ετοιμότητα του παιδιού, όσο και η άποψη των γονέων για το κατά πόσο το παιδί τους είναι έτοιμο να ακούσει με κατανόηση την ιστορία τους (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004).

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως, όπως τονίζουν και πολλές σχετικές έρευνες, σημασία δεν έχει μόνο το αν οι γονείς θα αποκαλύψουν την αλήθεια στο παιδί τους σχετικά με τη δωρεά, αλλά και το πώς θα εκφράσουν και θα επικοινωνήσουν την ιστορία τους, ενώ ταυτόχρονα κρίσιμο ρόλο στη μετέπειτα προσαρμογή όλης της οικογένειας φαίνεται να διαδραματίζει το κατά πόσο θα συζητιέται ανοιχτά το θέμα αυτό μεταξύ των μελών (Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000).

Η συζήτηση μετά την αποκάλυψη, όσο επώδυνη και δύσκολη διαδικασία κι αν είναι, κρίνεται πολύ σημαντικό να γίνει, καθώς μέσω αυτής το θέμα μπορεί να «ρευστοποιηθεί» και να χάσει λίγο από το βάρος και τη σοβαρότητα που μεταφέρει, ενώ ταυτόχρονα μέσω της συζήτησης τα μέλη της οικογένειας μπορούν να εκφράσουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους κι έτσι να ανακουφιστούν (Παπαληγούρα, 2013). Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχει μόνο η αποκάλυψη της δωρεάς αυτή καθεαυτή, αλλά κυρίως η μετέπειτα διαχείριση του ζητήματος αυτού από τα μέλη της οικογένειας.

Από την άλλη πλευρά, οι γονείς που δε θέλουν να αποκαλύψουν στο παιδί τους τις συνθήκες της σύλληψής του έχουν εντελώς διαφορετικά επιχειρήματα. Καταρχάς, φοβούνται μήπως το παιδί τραυματιστεί και ανησυχούν για το αν είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή να το ενημερώσουν (Rumball & Adair, 1999). Εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με το γεγονός, ότι η αποκάλυψη αυτή θα φέρει το παιδί αντιμέτωπο με μια κοινωνική και ψυχολογική αναστάτωση, η οποία θα είναι πολύ αποδιοργανωτική, ειδικά στην περίπτωση που το παιδί θα θέλει να μάθει περαιτέρω στοιχεία για το δότη του και δε θα μπορεί (Cook, Golombok, Bish, & Murray, 1995; Lindblad, Gottlieb, & Lalos, 2000).

Ακόμη, ένα άλλο επιχείρημα κατά της ενημέρωσης του παιδιού είναι ότι οι γονείς έχουν το ηθικό δικαίωμα να προστατεύσουν τη σεξουαλική και την προσωπική τους ζωή και να κρατήσουν το θέμα της υπογονιμότητας κρυφό (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004; Παπαληγούρα, 2013). Η απόκρυψη της υπογονιμότητας μπορεί να είναι σημαντική για τους γονείς για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα, μπορεί να ανησυχούν ότι ο κοινωνικός περίγυρος θα αποδοκιμάσει την επιλογή τους να αποκτήσουν παιδί μέσω της δωρεάς γαμετών. Ακόμη, ο στιγματισμός λόγω της υπογονιμότητας του ενός από τους δύο ή και των δύο δημιουργεί φόβο, άγχος και ανησυχία στο ζευγάρι και γίνεται αντιληπτός ως απειλή (Isaksson, Sydsjo, Skoog Svanberg, & Lampic, 2012).

Ακόμη, όσοι τάσσονται κατά της ενημέρωσης του παιδιού, ισχυρίζονται ότι οι ενδείξεις για τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η άγνοια της καταγωγής προέρχονται από τη βιβλιογραφία που αφορά την υιοθεσία και η σύγκριση αυτή δεν είναι ορθή, καθώς υπάρχουν πολλές και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά που γεννιούνται με δωρεά γαμετών και τα παιδιά που υιοθετούνται (Shenfield, 1994). Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι στη δωρεά γαμετών (εκτός από την περίπτωση της δωρεάς εμβρύων), ο ένας γονιός συνδέεται γενετικά με το παιδί, σε αντίθεση με την υιοθεσία, όπου δεν υπάρχει καμία γενετική συγγένεια. Επιπλέον, στη δωρεά γαμετών η μητέρα που ανατρέφει το παιδί είναι και η γυναίκα που το κυοφόρησε, πράγμα που σημαίνει ότι στην οικογένεια αυτή βιώθηκε η εγκυμοσύνη και ο τοκετός. Επίσης, μία πολύ σημαντική διαφορά είναι ότι τα παιδιά που αποκτήθηκαν με δωρεά γαμετών είναι παιδιά που επιθυμήθηκαν και αποκτήθηκαν με τον τρόπο αυτό, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αποκτηθούν, ενώ αντίθετα τα υιοθετημένα παιδιά είναι μη επιθυμητά παιδιά που εγκαταλείφθηκαν (Shenfield, 1994).

Για τους παραπάνω λόγους, πολλοί ισχυρίζονται ότι οι συνέπειες της άγνοιας της καταγωγής στη δωρεά γαμετών δεν είναι το ίδιο αρνητικές με αυτές της υιοθεσίας και άρα συγκριτικά με την υιοθεσία, η δωρεά είναι πιο εύκολο και αποδεκτό να αποκρυφθεί από το παιδί (Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2004).

Ακόμη, ένας πολύ σημαντικός λόγος για τον οποίο πολλοί γονείς αποφασίζουν να μην αποκαλύψουν στο παιδί τους τη δωρεά είναι ο φόβος, ότι η γνώση αυτή θα επηρεάσει αρνητικά τη σχέση του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δεν υπάρχει γενετική συγγένεια (Isaksson, Sydsjo, Skoog Svanberg, & Lampic, 2012). Συγκεκριμένα, φοβούνται την απόρριψη του γονέα αυτού από το παιδί (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Παράλληλα, οι γονείς ανησυχούν για τις συνέπειες της προηγηθείσας απόκρυψης, γιατί πιστεύουν ότι το παιδί θα θυμώσει μαζί τους που δεν το ενημέρωσαν νωρίτερα σχετικά με τις συνθήκες σύλληψής του και θα διαταραχθεί η μεταξύ τους σχέση. Κάποιοι γονείς, μάλιστα, δηλώνουν πως φοβούνται μήπως το παιδί μετά την αποκάλυψη αυτή αποφασίσει να φύγει και να τους εγκαταλείψει, απορρίπτοντάς τους, ενώ άλλοι εκφράζουν ανησυχίες ότι το παιδί θα βρει το/τη δότη/δότριά του και τότε εκείνος/-η θα πάρει το ρόλο του γονέα με τον οποίο δεν υπάρχει γενετική συγγένεια (Daniels, Grace, & Gillett, 2011).

Γενικότερα, λοιπόν, ένας πολύ βασικός λόγος για τον οποίο πολλοί γονείς αποφασίζουν να μην ενημερώσουν τα παιδιά τους είναι ο φόβος, ότι μέσα από την αποκάλυψη αυτή θα μεταβληθούν σημαντικά οι οικογενειακές σχέσεις και θα ανατραπούν οι ισορροπίες της οικογένειας (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Έτσι, αποκρύπτουν τη δωρεά γαμετών σε μια προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τις οικογενειακές σχέσεις (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007; Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000). Όπως διαφαίνεται λοιπόν και από τα παραπάνω, οι περισσότεροι γονείς αποκρύπτουν από το παιδί τους τον τρόπο σύλληψής του λόγω της επιθυμίας τους να προσομοιάζουν σε μία «φυσιολογική», παραδοσιακή οικογένεια (Παπαληγούρα, 2013).

Επίσης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο φόβος για πιθανές αρνητικές αντιδράσεις τρίτων αποτρέπει συχνά τους γονείς από την ενημέρωση (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007; Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000). Δηλαδή, οι γονείς ανησυχούν για μια ενδεχόμενη αρνητική αντιμετώπιση τόσο του παιδιού τους, όσο και των ίδιων μετά από την αποκάλυψη αυτή κι έτσι αποκρύπτουν τη δωρεά γαμετών, για να προστατεύσουν την οικογένειά τους από τα σχόλια και την κριτική τρίτων (Nachtigall et al., 1997). Επιπλέον, η προστασία του γονέα με υπογονιμότητα από το στιγματισμό είναι ένας ακόμη πολύ σημαντικός παράγοντας για τη  μη αποκάλυψη της δωρεάς (Glover, Gannon, Sherr, & Abel, 1996; Courtenay, 2000; Miall & Wolpert, 1996).

Οι συνέπειες της ενημέρωσης ή όχι των παιδιών από τους γονείς δεν είναι σαφείς και δε μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, καθώς η μυστικότητα που περικλείει το ζήτημα της δωρεάς γαμετών, παρεμποδίζει την πρόσβαση στις οικογένειες που δημιουργήθηκαν μέσω της μεθόδου αυτής (Παπαληγούρα, 2013). Παρόλα αυτά, όπως βρέθηκε και στην έρευνα των Daniels, Grace και Gillett (2011), όλοι οι γονείς που είχαν αποκρύψει τη δωρεά γαμετών από τα παιδιά τους, περιέγραψαν με αρνητικούς όρους τις επιπτώσεις αυτής τους της επιλογής. Συγκεκριμένα, δήλωσαν πως ένιωθαν άβολα με το γεγονός ότι κρατούσαν μυστικά και έλεγαν ψέματα στα παιδιά τους, ενώ ανέφεραν ότι οι αρνητικές συνέπειες της απόκρυψης εντοπίζονταν τόσο σε ηθικό, όσο και σε συναισθηματικό και πρακτικό επίπεδο.

Ειδικότερα, η μη ενημέρωση των παιδιών σχετικά με τη δωρεά, κάνει τους γονείς να βλέπουν τους εαυτούς τους ως ανειλικρινείς  και ανέντιμους και οδηγεί σε υψηλά επίπεδα ενοχών και στρες (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Επιπλέον, το γεγονός ότι υπάρχουν μυστικά στην οικογένεια έχει πολύ αρνητικό αντίκτυπο στα συναισθήματα, την υγεία, την ευημερία, αλλά και τη σχέση των γονιών, ενώ ταυτόχρονα τους αναγκάζει να είναι σε μια διαρκή εγρήγορση, έτσι ώστε να μην τους ξεφύγει κάτι σχετικό με τη δωρεά (Daniels, Grace, & Gillett, 2011). Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως, επειδή τα προβλήματα που ανακύπτουν στα ζευγάρια που αποκτούν παιδί με δωρεά γαμετών είναι αρκετά, το ποσοστό διαζυγίων στα ζευγάρια αυτά είναι αυξημένο (De Parseval Geneviève, 1981).

Γενικότερα, οι περισσότεροι από τους γονείς που κρατούσαν κρυφή τη δωρεά από τα παιδιά τους, θα προτιμούσαν να μη βρίσκονται στη θέση αυτή, καθώς το μυστικό αυτό αποτελεί εμπόδιο στην οικοδόμηση μιας σχέσης ειλικρίνειας με τα παιδιά τους και δημιουργεί μια κατάσταση «ανθυγιεινή» για όλη την οικογένεια (Lalos, Gottlieb, & Lalos, 2007). Σύμφωνοι με την άποψη αυτή είναι και οι κλινικοί που ασχολούνται με την οικογενειακή θεραπεία οι οποίοι υποστηρίζουν, ότι τα μυστικά δημιουργούν εντάσεις στις οικογένειες που τα κρατούν (Turner & Coyle, 2000).

Παρόλα αυτά, τα ερευνητικά δεδομένα μαρτυρούν, πως τα περισσότερα ζευγάρια αποφασίζουν να μην αποκαλύψουν στο παιδί τους τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σύλληψή του (Kirkman, 2003). Από την άλλη, οι γονείς που επιλέγουν να ενημερώσουν, αναφέρουν πως πρόκειται για μια οδυνηρή διαδικασία που συνοδεύεται από αντιφατικά συναισθήματα, καθώς κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης, αφενός αναβιώνουν το θρήνο που δεν απέκτησαν δικό τους γενετικά συγγενές παιδί και αφετέρου χαίρονται που κατάφεραν να αποκτήσουν αυτό το παιδί. Αναφορικά με το κατά πόσο η μυστικότητα επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας, ενήλικες οι οποίοι πληροφορήθηκαν για τον τρόπο σύλληψής τους, αναφέρουν ότι πάντα ένιωθαν ότι οι γονείς τους κάτι τους έκρυβαν, ενώ αισθάνονταν ότι δεν ταίριαζαν με την οικογένειά τους λόγω των διαφορετικών φυσικών χαρακτηριστικών τους (Baran & Pannor, 1993).

Όσον αφορά τις αντιδράσεις τους στην αποκάλυψη, κάποιοι ανέφεραν ότι στενοχωρήθηκαν λόγω της μη γενετικής σύνδεσης με τον ένα από τους δύο γονείς τους, ενώ άλλοι ανέφεραν ότι η αποκάλυψη αυτή δεν τους επηρέασε ιδιαίτερα (Snowden & Mitchell, 1983). Υπήρχαν μάλιστα και περιπτώσεις, στις οποίες η αποκάλυψη για τη συμμετοχή δότη έγινε αιφνιδιαστικά και με άγριο τρόπο, σοκάροντας το άτομο (Turner & Coyle, 2000). Γενικότερα, η ενημέρωση είναι αναμφίβολα μια δύσκολη διαδικασία, που επιδρά στο κάθε άτομο με διαφορετικό τρόπο και επηρεάζεται από διάφορους μηχανισμούς.

Αναφορικά με την ανάπτυξη των παιδιών που αποκτήθηκαν με δωρεά γαμετών, τα ερευνητικά δεδομένα, αν και είναι πολύ περιορισμένα, δείχνουν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη μεταξύ των παιδιών αυτών, των υιοθετημένων παιδιών και των παιδιών των οποίων η σύλληψη έγινε φυσιολογικά (Golombok et al., 2002). Μάλιστα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, συγκριτικά με τις άλλες δύο ομάδες, οι γονείς των παιδιών που αποκτήθηκαν με δωρεά γαμετών, τείνουν να εμπλέκονται περισσότερο και στενότερα μαζί τους, ενώ παράλληλα η συναισθηματική συμμετοχή του γονέα με τον οποίο δεν υπάρχει γενετική συγγένεια είναι πολύ μεγάλη (Golombok et al., 2002).

Επίσης, στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι στην ειδική περίπτωση της ενδοοικογενειακής δωρεάς γαμετών, η έννοια των ορίων και του καθορισμού των ρόλων κρίνονται εξέχουσας σημασίας, προκειμένου να αποφευχθούν οι συγκρούσεις και οι εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις και να διασφαλιστεί η καλή κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

Ανακεφαλαιώνοντας, γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, ότι κατά τη διαδικασία εφαρμογής της δωρεάς γαμετών, ανακύπτουν διάφορα σημαντικά ηθικά, δεοντολογικά, συναισθηματικά, αλλά και πρακτικά ζητήματα. Ιδιαίτερα,  το ζήτημα της αποκάλυψης είναι μείζονος σημασίας και διέπεται από διάφορους διαμεσολαβητικούς παράγοντες. Αξίζει να σημειωθεί, πως είναι δικαίωμα των γονέων να επιλέξουν, αν θα αποκαλύψουν στο παιδί τους τον τρόπο σύλληψής του ή όχι. Οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν το ζευγάρι στη λήψη της μιας ή της άλλης απόφασης ποικίλλουν και εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες.

Υπάρχουν επιχειρήματα τόσο υπέρ της ενημέρωσης, όσο και υπέρ της απόκρυψης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων σχετικά με την αποκάλυψη, καθώς το ποσοστό των γονέων που πλέον ενημερώνουν τα παιδιά τους έχει αυξηθεί σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα οι κλινικοί, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι ακαδημαϊκοί, αλλά και οι κυβερνήσεις των κρατών τονίζουν τα οφέλη της ειλικρίνειας και της ανοιχτότητας στο ζήτημα της δωρεάς γαμετών, με πρωτεύοντα στόχο να προστατευθούν και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του ίδιου του παιδιού.

 

Βιβλιογραφία

Aulenbacher, K., Nachtigall, C., Andresen, H. G., Bermuth, J., Dombo, T., Drescher, P., … & Hoffmann, J. (1997). The MAMI source of polarized electrons. Nuclear Instruments and Methods in Physics Research Section A: Accelerators, Spectrometers, Detectors and Associated Equipment, 391(3), 498-506.

Baran, A., & Pannor, R. (1993). Lethal Secrets: The Psychology of Donor Insemination, Problems, and Solutions. Amistad.

Becker, G., Butler, A., & Nachtigall, R. D. (2005). Resemblance talk: a challenge for parents whose children were conceived with donor gametes in the US. Social science & medicine, 61(6), 1300-1309.

Blyth E, Landau R (eds). Third Party Assisted Conception Across Cultures. London: Jessica Kingsley Publishers, 2004, 148–167.

Courtenay, W. H. (2000). Constructions of masculinity and their influence on men’s well-being: a theory of gender and health. Social science & medicine, 50(10), 1385-1401.

Daniels K, Haimes E. Donor Insemination International Social Science Perspectives. Cambridge: Cambridge University Press, 1998.

Daniels, K. R., Grace, V. M., & Gillett, W. R. (2011). Factors associated with parents’ decisions to tell their adult offspring about the offspring’s donor conception. Human Reproduction, 26(10), 2783-2790.

Ethics Committee of the American Society for Reproductive Medicine. (2004). Informing offspring of their conception by gamete donation. Fertility and Sterility, 82, 212-216.

Freeman, T., Jadva, V., Kramer, W., & Golombok, S. (2009). Gamete donation: parents’ experiences of searching for their child’s donor siblings and donor. Human Reproduction, 24(3), 505-516.

De Parseval Geneviève, D. (1981). La part du père. Paris, Seuil.

Glover, L., Gannon, K., Sherr, L., & Abel, P. D. (1996). Distress in sub-fertile men: a longitudinal study. Journal of Reproductive and Infant Psychology, 14(1), 23-36.

Golombok, S., Cook, R., Bish, A., & Murray, C. (1995). Families created by the new reproductive technologies: quality of parenting and social and emotional development of the children. Child development, 285-298.

Golombok, S., Lycett, E., MacCallum, F., Jadva, V., Murray, C., Rust, J., … & Margara, R. (2004). Parenting infants conceived by gamete donation. Journal of Family Psychology, 18(3), 443.

Golombok, S., Brewaeys, A., Giavazzi, M. T., Guerra, D., MacCallum, F., & Rust, J. (2002). The European study of assisted reproduction families: the transition to adolescence. Human Reproduction, 17(3), 830-840.

Gottlieb, C., Lalos, O., & Lindblad, F. (2000). Disclosure of donor insemination to the child: the impact of Swedish legislation on couples’ attitudes. Human Reproduction, 15(9), 2052-2056.

Isaksson, S., Sydsjö, G., Svanberg, A. S., & Lampic, C. (2012). Disclosure behaviour and intentions among 111 couples following treatment with oocytes or sperm from identity-release donors: follow-up at offspring age 1–4 years. Human Reproduction, 27(10), 2998-3007.

Jadva, V., Freeman, T., Kramer, W., & Golombok, S. (2009). The experiences of adolescents and adults conceived by sperm donation: comparisons by age of disclosure and family type. Human Reproduction, 24(8), 1909-1919.

Kirkman, M. (2003). Parents’ contributions to the narrative identity of offspring of donor-assisted conception. Social science & medicine, 57(11), 2229-2242.

Kirkman, M., Rosenthal, D., & Johnson, L. (2007). Families working it out: adolescents’ views on communicating about donor-assisted conception. Human Reproduction, 22(8), 2318-2324.

Lalos, A., Gottlieb, C., & Lalos, O. (2007). Legislated right for donor-insemination children to know their genetic origin: a study of parental thinking. Human Reproduction, 22(6), 1759-1768.

Miall, R. C., & Wolpert, D. M. (1996). Forward models for physiological motor control. Neural networks, 9(8), 1265-1279.

Owen, L., & Golombok, S. (2009). Families created by assisted reproduction: Parent–child relationships in late adolescence. Journal of adolescence, 32(4), 835-848.

Rumball, A., & Adair, V. (1999). Telling the story: parents’ scripts for donor offspring. Human Reproduction, 14(5), 1392-1399.

Scheib, J. E., Riordan, M., & Rubin, S. (2005). Adolescents with open-identity sperm donors: reports from 12–17 year olds. Human Reproduction, 20(1), 239-252.

Shenfield, F. (1994). Ethics and Society: Filiation in assisted reproduction: potential conflicts and legal implications. Human Reproduction, 9(7), 1348-1354.

Singer D, Hunter M. Assisted Human Reproduction: Psychological and Ethical Dilemmas. Philadelphia: Whurr Publishers Ltd, 2003.

Snowden, R., Mitchell, G. D., & Snowden, E. M. (1983). Artificial reproduction: a social investigation.

Turner, A. J., & Coyle, A. (2000). What does it mean to be a donor offspring? The identity experiences of adults conceived by donor insemination and the implications for counselling and therapy. Human reproduction, 15(9), 2041-2051.

Παπαληγούρα, Ζ. (2013). Νέες Διαδρομές Μητρότητας. Αθήνα: ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο