optimized-eu_flag-wallpaper-1280x720

Η άλλη Ευρώπη

Γράφει ο Γιώργος Μπαλατσούκας


Mέρος IΙ.  Οι δρόμοι του χθες ως διάδρομοι του αύριο

Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου οράματος για την Ευρώπη. Μιας πολιτικής oυτοπίας με την έννοια της συγκρότησης ενός σχεδίου αλλαγής ικανού να ανταποκριθεί τόσο στις σύγχρονες προκλήσεις όσο και στα διαχρονικά προβλήματα κατεύθυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Eίναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Ένωση δεν μπορεί να μην έχει ορίζοντα. Δεν μπορεί πια να εμπνέει αδιαφορία ή φόβο. Κυρίως όμως δεν μπορεί πλέον να αποστασιοποιείται, να απομακρύνεται από τους πολίτες και να κλείνεται στον εαυτό της –ή μάλλον στις διαφορετικές διαστάσεις του εαυτού της. H αναβάθμιση αυτής όχι μόνο της αίσθησης αλλά και του ουσιαστικού επιπέδου συμμετοχής θα μας απασχολήσει περισσότερο στο τρίτο –και τελευταίο- μέρος αυτών των σκέψεων μαζί με την ανάλυση των προϋποθέσεων υπέρβασης και εισόδου στην επιδιωκόμενη νέα φάση.

Τώρα αυτό που προέχει είναι μια ματιά στο παρελθόν, όχι με τη μορφή ενός απλού ξαναδιαβάσματος των γεγονότων αλλά κυρίως με την προοπτική ανεύρεσης ενός γενικού πλαισίου αδυναμιών, αστοχιών και των όποιων λαθών σημειώθηκαν με στόχο τη μετατροπή τους σε ευκαιρία νέας δυναμικής πορείας. Το πέρασμα στο αύριο είναι αδύνατο χωρίς τη γνώση του παρελθόντος και χωρίς τη συνειδητοποίηση των νέων παροντικών συσχετισμών, τάσεων, αιτημάτων και δυνατοτήτων.

Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους αλλά και γιατί πραγματικά κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θέλει άλλη οπισθοχώρηση, άλλη απελπισία, άλλο αδιέξοδο συντηρητισμό αλλά και γιατί μια άλλη Ευρώπη είναι αδύνατη χωρίς υπέρβαση του κακού της εαυτού, νομίζω ότι είναι ώρα να προσπαθήσουμε να ξανασκεφτούμε μια σειρά ερωτημάτων και απαντήσεων για τις προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε.

Ερώτημα Πρώτο: Κάθε πρόβλημα, όπως η οικονομική κρίση έχει ευρωπαϊκή ή εθνική διάσταση, ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτών των -φαινομενικά- δύο πόλων;

Το πρόβλημα, ή μάλλον τα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η Ένωση δεν απλοϊκά και άρα η οποιαδήποτε υπέρβασή τους δεν μπορεί να στηρίζεται σε απλοϊκές και συνθηματολογικές προσεγγίσεις. Αυτό δε σημαίνει πως η σκέψη γύρω από κάθε πρόκληση ανήκει δικαιωματικά σε ένα κλειστό κλαμπ λίγων αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επειδή τα προβλήματα είναι σύνθετα πρέπει να αυξηθεί η συμμετοχή μας στη λύση τους και όχι στον πολλαπλασιασμό τους.

Αυτό που μπορούμε να πούμε αρχικά είναι ότι αυτές οι σύγχρονες προκλήσεις είναι συνάρτηση της αλληλουχίας των εθνικών συμφερόντων που εκφράζονται πάντοτε δυναμικά υπό το ασταθές πρίσμα κυλιόμενων ιδεολογικοπολιτικών συσχετισμών. Η περίοδος από το 2008 ως σήμερα είναι χαρακτηριστική γιατί γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο φοβικής αντιμετώπισης, εσωστρέφειας και περιχαράκωσης. Η συντηρητική αναδίπλωση της Ευρώπης μπορεί μεν να χρησιμοποιήθηκε ως ασπίδα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, πράγμα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται λογικότερο ως προσπάθεια επίλυσης, ωστόσο κάτω από αυτή την επιφυλακτική διάθεση εξακολούθησαν να κρύβονται οικονομικοί εθνικισμοί που ουσιαστικά είτε εξέφραζαν την αδιαφορία τους για το τι συμβαίνει εκτός των δικών τους συνόρων είτε επέδειξαν τιμωρητική διάθεση ως απάντηση στις αναγκαστικές αποφάσεις που έπρεπε να είχαν λάβει προ καιρού, όπως επί παραδείγματι η δημιουργία του πρώτου Μηχανισμού Στήριξης, o ESM, το Εla, ή -η ευτυχώς απορριφθείσα- πρόταση Σόιμπλε για πενταετές Grexit.

Η αντιμετώπιση εν γένει της οικονομικής πρόκλησης είναι απαίτηση να στηρίζεται πρώτον σε βιώσιμες λύσεις που να μεγιστοποιούν το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον-και άρα τα επιμέρους εθνικά, και να διέπονται όχι από μια εχθρικού τύπου προκατάληψη αλλά από διάθεση και πνεύμα συνεργασίας, έμπρακτης αλληλεγγύης και αναπτυξιακής στοχοθεσίας. Η διάσταση λοιπόν των προβλημάτων δεν είναι ούτε μονοσήμαντα ευρωπαϊκή –οπότε ας την βρουν τη λύση οι άλλοι- αλλά ούτε και μονοσήμαντα εθνική –επιστροφή στην εθνική μοναξιά και στο περιθώριο. Η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει ενότητα, συνεργασία, εφαρμογή των κοινών κανόνων από όλους και όχι ευχολόγια ή κενού περιεχομένου διακηρύξεις.

Ερώτημα δεύτερο: Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα της σημερινής Ευρώπης;

Για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα θα πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα, η οποία σχετίζεται με την ίδια την παρούσα αρχιτεκτονική της Ένωσης ως πολιτικής και οικονομικής οντότητας. Το μοντέλο που μέχρι και σήμερα ακολουθείται στον τομέα της λήψης αποφάσεων για τα κρίσιμα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα είναι πρωτίστως διακυβερνητικό, πράγμα που σημαίνει ότι ο ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων τόσο σε μεμονωμένο όσο και σε συλλογικό επίπεδο είναι καθοριστικός τόσο για την ίδια την Ένωση όσο και για τα κράτη που την αποτελούν.

Η κρίση -και οι πτυχές της, όπως τη γνωρίσαμε, τη γνωρίζουμε -και εξακολουθούμε μάλιστα να παρατηρούμε την εξελικτική της πορεία- δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Η απομείωση του εθνικού πλούτου αφενός και αφετέρου η ανάγκη όχι μόνο για δαπάνες αλλά και ανθρωπιστική διαχείριση και ενσωμάτωση των υπολογίσιμου προσφυγικού δυναμικού είναι δύο παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα θεμελιώδη ζητήματα ενωσιακής προοπτικής, ζητήματα δηλαδή για το που βαδίζει η Ευρώπη, για το αν βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος ή ενώπιον μιας νέας πιο δυναμικής αρχής. Σε όλα αυτά όμως θα πρέπει να συμπεριλάβουμε την έλλειψη ενός προοδευτικού αφηγήματος ικανού να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανάσχεσης της κρίσης και των συνεπειών της σε καθαρά ενωσιακό επίπεδο.

Ερώτημα τρίτο: Ποιους βαρύνει η ευθύνη της γέννησης του ευρωσκεπτικισμού και της αδυναμίας να δοθούν λύσεις; Που οφείλεται δηλαδή η άνοδος του ευρωσκεπτικιστικού φαινομένου;

Ο ευρωσκεπτισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνισταμένη πολιτικών, α-πολιτικών και αντι-πολιτικών επιλογών ανομοιογενών δυνάμεων που έχουν ως κοινό παρονομαστή την αντίδραση απέναντι στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης με το υποκριτικό προκάλυμμα της αντίδρασης απέναντι στις όντως υπαρκτές εθνικές ή μη προκλήσεις. Ο ευρωσκεπτικισμός αυξήθηκε όχι μόνο γιατί αυξήθηκαν τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αλλά γιατί υπήρχε και ως ένα βαθμό υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στην λύση κάθε προβλήματος και στην κατανόηση, στην συνειδητοποίηση ότι τελικά η λύση δόθηκε και το πρόβλημα αυτό ξεπερνιέται ή τελικά ξεπεράστηκε.

Αυτό το μεγάλο κενό ουσιαστικής παρεμβολής στη νέα πρωτόγνωρη πραγματικότητα σε συνδυασμό με την υποκριτική ρητορική μιας αναίμακτης και εύκολης αντιμετώπισης των προβλημάτων από περιθωριακές πολιτικές ομάδες που επένδυσαν στην εμπορία ψέματος και την εκμετάλλευση της όποιας εξηγήσιμης αντίδρασης μέρους των ευρωπαίων πολιτών αποτελεί το πρόβλημα του προβλήματος. Ο ευρωσκεπτικισμός δηλαδή είτε με εθνικιστικό είτε με λαϊκιστικό αμπαλάζ είναι, αποτέλεσμα της κρίσης που παρά τις όποιες λίγες και υπολογίσιμες διαπιστώσεις προβλημάτων έχει ξεκάθαρο στόχο να αποδομήσει εκ θεμελίων το ενωσιακό οικοδόμημα. Το πρόβλημα αυτό γίνεται τερατογέννημα όταν μετατρέπεται σε θεσμικό αντισυστημισμό, όταν δηλαδή γίνεται mainstream τόσο σε επίπεδο κοινοβουλευτικό όσο βέβαια και σε επίπεδο κοινωνικό.

Εδώ δύο πράγματα μπορούμε να έχουμε στο νου μας: Την de facto βλάβη που προκαλεί η νίκη του ευρωσκεπτικισμού στο Ηνωμένο (;) Βασίλειο και άρα την πρώτη μεγάλη αυτοκτονία της θεμελιακής αμφισβήτησης, γιατί το Brexit ήταν απειλή πρωτίστως για τη Βρετανία και δευτερευόντως για την Ευρώπη που μπορεί μάλιστα να το αξιοποιήσει ως ευκαιρία εμβάθυνσης και δεύτερον το χρόνο που θα γίνουν αισθητές οι συνέπειες της επανόδου στην ανάπτυξη, στην οποία ακόμη δεν δίνεται το απαραίτητο βάρος -τουλάχιστον στην Ελλάδα, και βεβαίως στην έγκαιρη αντιμετώπιση του Προσφυγικού Ζητήματος.

Ερώτημα τέταρτο: Η Ένωση τελικά βρίσκεται ένα βήμα πριν το τέλος της;

Φτάνοντας στο τέλος δεν πρέπει να μας διαφύγει το εξής, ότι δηλαδή: την ευθύνη για τα σημερινά προβλήματα της ενωσιακής πορείας και κατεύθυνσης φέρουν πρωτίστως οι συντηρητικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ελευθεριακής Δεξιάς και οι αγκυλώσεις τους σχετικά με την μονοσήμαντη και συλλογικά καταστρεπτική εμμονή σε μια Ευρώπη που τα όριά της είναι μόνο τα όρια της αγοράς της. Η αγορά ως ιδέα και πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν άσχημη αλλά ήταν πάντα λειψή όταν δεν αναφερόταν και στην ύπαρξη μιας κυρίαρχης πολιτικής και θεσμικής οντότητας ικανής να δίνει αμεσότερες και πιο αποτελεσματικές λύσεις λαμβάνοντας υπόψη το συλλογικό ενωσιακό συμφέρον. Το θέμα δηλαδή δεν είναι να γκρεμίσουμε τους υπάρχοντες θεσμούς αλλά να χτίσουμε καινούργιους, πιο ισχυρούς και πιο δυναμικούς. Γι’ αυτό και το στοίχημα της Ευρώπης ως Ένωσης αλλά και της Ένωσης ως Ευρώπης δεν είναι η αποδόμηση αλλά η ανοικοδόμηση. Δε βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος αλλά στη νέα αρχή. Ο αγώνας για την Άλλη Ευρώπη πρέπει να είναι ένας αγώνας του προοδευτικού χώρου, ένας αγώνας απέναντι στον κλειστόμυαλο οικονομισμό, στις κορώνες της απομόνωσης και της υποκρισίας.

Κοινή χρήση:

1 comments

Αφήστε ένα σχόλιο