Τα Συμπεριφορικά και Ψυχολογικά συμπτώματα της Άνοιας (Μέρος Α’)
Μέχρι πρόσφατα, στην επιστημονική κοινότητα τα συμπτώματα της νοητικής έκπτωσης σχεδόν είχαν μονοπωλήσει την έρευνα της κλινικής συμπτωματολογίας της άνοιας. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται ένα συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη λειτουργική διαταραχή που προκαλεί η νόσος και εμφανίζεται σταδιακά στη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας της. Ο όρος “Συμπεριφορικά και Ψυχολογικά Συμπτώματα της Άνοιας” αποτελεί το τελικό προϊόν συμφωνίας και συναίνεσης (consensus) της ομάδας εργασίας που συστήθηκε από την Παγκόσμια Ψυχογηριατρική Εταιρεία. Η ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από 60 ειδικούς από 16 χώρες, συνεδρίασε για πρώτη φορά στο Lansodowne της Virginia, από τις 31 Μαρτίου μέχρι της 2 Απριλίου του 1996, και εξέτασε τα ζητήματα που σχετίζονταν με την αιτιολογία, τη νοσολογία, την ονομασία, την εγκυρότητα των κριτηρίων, τα κλινικά συμπτώματα, το ρόλο των περιθαλπόντων, τις διαπολιτισμικές απόψεις και τις κατευθύνσεις της μελλοντικής έρευνας των διαταραχών του περιεχομένου της σκέψης, του συναισθήματος, της αντιληπτικής λειτουργίας και της συμπεριφοράς των πασχόντων από το σύνδρομο άνοιας οποιασδήποτε αιτιολογίας (International Psychogeriatic Association, 1996).
Τα συμπεριφορικά και ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας αντιστοιχούν σε αυτά που παλαιότερα στη ψυχιατρική αποκαλούνταν «λειτουργική διαταραχή», αλλά ο όρος αυτός σήμερα είναι αμφισβητήσιμος, διότι συνεπάγεται λανθασμένα ότι η «μη οργανική διαταραχή» (δηλαδή η ψυχογενούς αιτιολογίας διαταραχή) δεν έχει βιολογικό υπόβαθρο (DSM-IV, 1994). Μέχρι τώρα, πολλοί ερευνητές συνήθιζαν να διακρίνουν τα νοητικά από τα ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας ως ξεχωριστές και ανεξάρτητες κλινικές οντότητες. Μάλιστα, η θεώρηση αυτή έχει τον αντίκτυπό της τόσο στη διαγνωστική, όσο και στη θεραπευτική-φαρμακευτική τακτική. Εντούτοις, η δυαδική αυτή προσέγγιση θεωρείται πως έχει εκπληρώσει πλέον το στόχο της, ο οποίος ήταν η καλύτερη κατανόηση της σημασίας των συμπεριφορικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων της άνοιας και μας βοήθησε ως ένα βαθμό να οργανώσουμε καλύτερα το σχεδιασμό της φροντίδας του ασθενούς. Σήμερα, όμως αντιλαμβανόμαστε αυτή την πλούσια και φαινομενικά διαφορετική συμπτωματολογία της νόσου ως ενιαία και απόλυτα αλληλοεξαρτώμενη, καθώς στηρίζεται στην αδιάσπαστη ενότητα της ψυχολογικής και νοητικής λειτουργίας του εγκεφάλου του ανθρώπου. Αποτελούν δε και οι δύο οντότητες, “μία ενιαία μήτρα”, που καθορίζουν το ψυχονοητικό προφίλ του κάθε ανθρώπου. Η διάκριση, λοιπόν, που γινόταν μέχρι τώρα στην αναγνώριση ενός νοητικού και ενός ψυχολογικού υποσυνδρόμου μέσα στο ευρύτερο κλινικό σύνδρομο της άνοιας, έχει πάψει πλέον να συσκοτίζει τη σκέψη μας.
Τα συμπεριφορικά και ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας, από μια άποψη, αντικατοπτρίζουν μία συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή επικοινωνίας του πάσχοντα με το περιβάλλον του, σε συνάρτηση με τη μεταβολή που επιφέρει η παθολογία της νόσου. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η μεταβλητότητα, η εξελικτικότητα, και η τάση τους να ομαδοποιούνται σε γνωστές ψυχοπαθολογικές εικόνες (όπως η ψυχωσική διαταραχή, η συναισθηματική διαταραχή ή η διαταραχή της συμπεριφοράς). Συγχρόνως σε κάθε χρονική στιγμή, απεικονίζουν τον αντίκτυπο του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντος του ασθενούς και συνδέονται απόλυτα με την προ της νόησης προσωπικότητά του. Τα συμπεριφορικά και ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας, όμως, εκτός από την κλινική τους σπουδαιότητα, συνιστούν κι ένα μοναδικό πειραματικό πρότυπο που είναι χρήσιμο για τη μελέτη της κάθε ψηφίδας που οικοδομεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και απομυθοποιεί τη διχοτόμο της οργανικής και της λειτουργικής φύσης του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Τα συμπεριφορικά και ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό μέρος της κλινικής εικόνας της νόσου, τόσο εξαιτίας της συχνότητας, όσο και της σοβαρότητάς τους. Η κατηγορία αυτών των συμπτωμάτων της άνοιας συμβάλλει στη δημιουργία του μεγαλύτερου μέρους του ψυχολογικού και υλικού βάρους της νόσου και συχνά οδηγεί στην πρόωρη εισαγωγή του ασθενούς που πάσχει από άνοια σε ίδρυμα χρόνιας φροντίδας.
Τα συμπεριφορικά συμπτώματα της άνοιας αναγνωρίζονται με την παρατήρηση του ασθενούς είτε από τον εξεταστή, είτε από τον περιθάλποντα φροντιστή του. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η επιθετικότητα, οι κραυγές και οι φωνές, η αναστάτωση και η ανησυχία, η περιπλάνηση, η κοινωνικά ακατάλληλη συμπεριφορά, η άρση των αναστολών, οι βωμολοχίες και το σύνδρομο του «ηλιοβασιλέματος» (δηλαδή, η επιδείνωση της σύγχυσης και των δυσκολιών του ασθενούς κατά τις βραδινές ώρες). Από την άλλη, τα ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας αναγνωρίζονται κατά τη συνέντευξη τόσο του ασθενούς, όσο και του φροντιστή. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα παραληρήματα, οι ψευδαισθήσεις, η κατάθλιψη, η απάθεια και το άγχος.
Η λεπτομερής μελέτη της επίπτωσης των συμπεριφορικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων της άνοιας, φανερώνει ότι κάθε σύμπτωμα μπορεί να επέλθει στη διάρκεια οποιουδήποτε σταδίου της νόσου και σε ορισμένα στάδια ενδεχομένως όλοι οι ασθενείς μπορεί να εκδηλώσουν κάποια μορφή αυτών των συμπτωμάτων (Reisberg και συν., 1989). Το 64% των ασθενών με άνοια τύπου Alzheimer (ΑΤΑ) που ζουν στην κοινότητα εμφανίζει ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω συμπεριφορικά και ψυχολογικά συμπτώματα της άνοιας κατά την αρχική τους αξιολόγηση (Devanand, και συν. 1997). Σε αντίστοιχη έρευνα που έγινε σε άτομα που ζούσαν σε διάφορες ιδρυματικές δομές με την κλίμακα της Νευροψυχιατρικής Διερεύνησης (Neuropsychiatric Inventory-NPI) (Lyketsos και συν., 2000), παρατηρήθηκε ότι οι πάσχοντες από άνοια είχαν 40 φορές μεγαλύτερο ποσοστό συμπεριφορικών διαταραχών από εκείνο του υπόλοιπου πληθυσμού, ενώ παράλληλα βρέθηκε ότι το 61% των πασχόντων είχαν τουλάχιστον μία συμπεριφορική διαταραχή και στο 31% αυτών το επίπεδο βαρύτητας των συμπεριφορικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων της άνοιας ξεπερνάει τις 6 μονάδες στο ΝΡΙ.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό από τα παραπάνω ότι η άνοια συνιστά μια νοσολογική οντότητα που απαρτίζεται τόσο από γνωστικά, όσο και από συμπεριφορικά και ψυχολογικά ελλείμματα και δυσκολίες. Συνεπώς, η εστίαση μόνο σε έναν από αυτούς τους τομείς καθιστά δύσκολη την αποτελεσματική και έγκαιρη παρέμβαση και φροντίδα αυτής της κατηγορίας ασθενών, οι οποίοι κρίνεται αναγκαίο να αντιμετωπίζονται ολιστικά.