Ανίχνευση Ψεύδους

Στην καθημερινή μας ζωή, δεν είναι λίγες οι φορές που καλούμαστε να ανιχνεύσουμε αν ο συνομιλητής μας ψεύδεται ή μας λέει την αλήθεια. Μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε συνθήκες ανάκρισης, η απόφαση για το αν το άτομο μιλάει με ειλικρίνεια ή απλώς υποκρίνεται μπορεί να έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη και την τελική εξιχνίαση μιας υπόθεσης. Γίνεται φανερό, λοιπόν, πως χρειαζόμαστε κάποιους “δείκτες”, κάποια σημάδια, που να μας καθοδηγούν και να μας υποψιάζουν σχετικά με τις προθέσεις και τα κίνητρα του συνομιλητή μας.

Για να δούμε, όμως, στο σημείο αυτό, ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά για ένα “πετυχημένο” και πειστικό ψέμα; Καταρχάς, η σωστή προετοιμασία του ατόμου και ο τρόπος οργάνωσης της παρουσίασης του ψέματος. Όπως είναι φυσικό, όσο περισσότερο έχει προετοιμαστεί το άτομο για το ψέμα που θα πει, τόσο πιθανότερο είναι να το παρουσιάσει με φυσικό και ανεπιτήδευτο και άρα πειστικό τρόπο! Αντιθέτως,  ο αυτοσχεδιασμός είναι πιο ευάλωτος, καθώς το άτομο μπορεί να υποπέσει ευκολότερα σε αντιφάσεις και ασάφειες. Φυσικά, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο πόσο πειστικός θα γίνει κανείς, παίζουν και οι καλές υποκριτικές ικανότητες του ατόμου! Ακόμη, ένα άλλο στοιχείο που καθιστά ένα ψέμα περισσότερο πειστικό είναι η ευφράδεια λόγου, η οποία φυσικά προϋποθέτει γρήγορη σκέψη και ετοιμότητα. Η καλή μνήμη είναι, επίσης, ένα σημαντικό στοιχείο, καθώς συμβάλλει στην αποφυγή σφαλμάτων, όπως είναι οι αντιφάσεις, όταν δηλαδή τα στοιχεία που παρουσιάζει το άτομο συγκρούονται μεταξύ τους κι έτσι αλληλοακυρώνονται. Εξέχουσας σημασίας στην καλή παρουσίαση ενός ψέματος είναι, ακόμη, η απουσία συναισθημάτων φόβου ή ενοχής, που μπορεί να “προδώσουν” το άτομο, καθώς επίσης και η απουσία υπερβολικών συναισθημάτων, όπως για παράδειγμα χαράς, αφού αυξάνουν τις  πιθανότητες να μη γίνει πιστευτός ο ομιλητής. Τέλος, υπολογίσιμος παράγοντας είναι και η πρωτοτυπία, η  αυθεντικότητα δηλαδή, του ψέματος, καθώς όσο πιο πρωτότυπο είναι ένα ψέμα, τόσο περισσότερο τείνει να ακούγεται ως αληθινό.

Πώς μπορούμε, όμως, να ανιχνεύσουμε πότε ο συνομιλητής μας μάς λέει ψέματα; Ποιοι είναι, δηλαδή, οι παράγοντες εκείνοι που θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε πόσο ειλικρινής είναι κάποιος;

Ας ξεκινήσουμε από τη μη-λεκτική συμπεριφορά, τη λεγόμενη “γλώσσα του σώματος”, η οποία μπορεί πολλές φορές να “προδώσει” και να αποκαλύψει το άτομο που ψεύδεται. Καταρχάς, όσον αφορά το πρόσωπο, ένας πολύ βασικός παράγοντας είναι τα μάτια και γενικότερα το βλέμμα του ομιλητή. Συγκεκριμένα, η αποστροφή του βλέμματος, η αποφυγή δηλαδή οπτικής επαφής, το συχνό “παίξιμο” (ανοιγόκλειμα) των ματιών, καθώς και η διαστολή της κόρης τους μπορεί να αποτελούν σημαντικούς προβλεπτικούς δείκτες ψέματος. Επιπλέον, η απουσία μυϊκών σπασμών των ματιών στην έκφραση της χαράς και της ευτυχίας και, από την άλλη, η ανυπαρξία των χαρακτηριστικών εκφράσεων του μετώπου στην έκφραση του φόβου και της λύπης αποτελούν “διαρροές” που πιθανόν να υποδηλώνουν αναληθή λόγο. Με άλλα λόγια, μια γενικότερη αδυναμία συντονισμού των συναισθημάτων και της αντίστοιχης λεκτικής συμπεριφοράς συνιστά μία πιθανή ένδειξη της μη ειλικρινούς στάσης του ατόμου. Ακόμη, η υπερβολική εκφραστικότητα, κυρίως με τα χέρια, κατά τη διάρκεια της ομιλίας, αλλά και οι κινήσεις του καρπού και των δαχτύλων, χωρίς όμως να κινείται ολόκληρο το χέρι μπορεί να υποδηλώνουν το άγχος και την ανησυχία του ατόμου. Επιπλέον, το αμήχανο και συχνό γέλιο χωρίς προφανή λόγο, το ξύσιμο στο κεφάλι και τα χέρια, καθώς και η συχνή αλλαγή θέσης μπορεί να μαρτυρούν τη νευρικότητα και την αμηχανία του ατόμου. Πιθανά σημάδια ψεύδους αποτελούν, επίσης, η εφίδρωση, η συχνή κατάποση, οι εναλλαγές της αναπνοής ή ακόμα και το άσπρισμα του προσώπου κατά τη διάρκεια της ομιλίας. Άλλα αξιόλογα στοιχεία μη-λεκτικής συμπεριφοράς είναι οι αμήχανες κινήσεις του ποδιού, του αστραγάλου, καθώς και οι κινήσεις του κορμού, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του κεφαλιού. Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται και στα φωνητικά χαρακτηριστικά της ομιλίας. Συγκεκριμένα, στοιχεία που υποδηλώνουν πως το άτομο μπορεί να ψεύδεται είναι οι λεκτικοί δισταγμοί, τα συχνά λεκτικά λάθη, οι απότομες εναλλαγές στην ένταση της φωνής, οι συχνές παύσεις κατά τη διάρκεια της ομιλίας, η επανάληψη συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων, καθώς και η μεγάλης διάρκειας σιωπή μεταξύ των ερωτήσεων και των απαντήσεων.

Τα παραπάνω συνιστούν τα μη λεκτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να προδώσουν, ότι ο ομιλητής ψεύδεται. Υπάρχουν, όμως, και αρκετά, εξίσου σημαντικά λεκτικά στοιχεία ένδειξης ψεύδους. Αρχικά, οι πολύ σύντομες απαντήσεις μπορεί να αποτελούν ένα “ένοχο” σημάδι. Συγκεκριμένα, οι πολύ λακωνικές απαντήσεις και η χρήση λίγων λέξεων μπορεί να υπονοούν μια γενικότερη προσπάθεια αποφυγής λεπτομερειών, που αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αναληθούς λόγου. Επίσης, η απουσία αυτο-αναφορών κατά τη διάρκεια της ομιλίας, δηλαδή η μη συχνή αναφορά στο α΄ ενικό πρόσωπο, όπως “εγώ”, “μου”, “δικό μου”, υποδηλώνουν την αποφυγή συναισθηματικής σύνδεσης του ατόμου με τα λεγόμενά του. Επιπρόσθετα, η χρήση έμμεσων, δηλαδή μη ευθέων και απρόσωπων απαντήσεων, για παράδειγμα “μου αρέσει η παρέα του Γιάννη”, αντί του “συμπαθώ το Γιάννη” αποτελεί έναν ακόμη δείκτη ψεύδους. Επίσης, οι υπεργενικευμένες δηλώσεις, δηλαδή η χρήση λέξεων, όπως “πάντα”, “ποτέ”, “καθόλου”, δηλώνουν πως το άτομο αποφεύγει την αναφορά συγκεκριμένων και απτών στοιχείων και γενικολογεί. Ακόμη, πληροφορίες εντελώς άσχετες με το θέμα προς διερεύνηση και οι οποίες δεν έχουν καν ζητηθεί από το άτομο πιθανότατα υποκρύπτουν την προσκόλληση του ομιλητή σ΄αυτά που ο ίδιος θέλει να δηλώσει και την απουσία αυθεντικής και ειλικρινούς αλληλεπίδρασης με το συνομιλητή του. Τέλος, οι αβάσιμες απαντήσεις που δε στηρίζονται σε ακριβή στοιχεία και χωλαίνουν ως προς την παρουσίαση ισχυρών και πειστικών επιχειρημάτων συνιστούν ακόμη ένα μελανό σημείο, καθώς μάλλον έχουν ως στόχο να υποκρύψουν ή  να αλλοιώσουν την αλήθεια.

Συνοψίζοντας, η ανίχνευση του ψεύδους συνιστά μία αναντίρρητα δύσκολη υπόθεση. Η ανάλυση τόσο των λεκτικών, όσο και των μη λεκτικών, των υπονοούμενων δηλαδή, στοιχείων της συμπεριφοράς κρίνεται πολύ χρήσιμη στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε το βαθμό της ειλικρίνειας κάποιου. Ωστόσο, θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί, πως οι παράγοντες που παρουσιάστηκαν παραπάνω, αποτελούν απλώς πιθανολογικούς δείκτες ψεύδους και όχι αδιαμφισβήτητα κριτήρια. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, άλλωστε, είναι τόσο απρόβλεπτη, που κάθε προσπάθεια ακριβούς πρόβλεψής της αποτελεί πάντα ένα μεγάλο ρίσκο!

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο