
8 Τούρκοι στρατιωτικοί, 2 υπουργικά σφάλματα και μερικές διεθνείς συμβάσεις
Σταθερή και αμείωτη προσπάθεια να μεθοδεύσει την έκδοση των οκτώ Τούρκων στρατιωτών στη γείτονα χώρα φαίνεται να καταβάλλει η κυβέρνηση, εντύπωση που δημιουργήθηκε με την πρώτη κυβερνητική παρέμβαση επί του θέματος από υπουργικά χείλη, συγκεκριμένα από τον αναπληρωτή υπουργό εθνικής άμυνας Δ. Βίτσα ο οποίος μίλησε για «ισχυρό αίτημα έκδοσης» της Τουρκίας (χωρίς μάλιστα αυτό να έχει κατατεθεί ακόμη επίσημα κατά το χρόνο της δήλωσης).
Πριν μερικές μέρες και παρά τις προσπάθειες τόσο του Δ. Βίτσα όσο και άλλων μελών της κυβέρνησης να αποδείξουν πως η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να έχει καμία ανάμειξη στη δικαστική διαδικασία, ο υπουργός εξωτερικών Ν. Κοτζιάς με δήλωση του προανήγγειλε πως δεν θα (πρέπει να) υπάρξει καμία αλληλεγγύη στους «οκτώ» για τους οποίους εκκρεμεί αίτημα έκδοσης από την Τουρκία, προκαταβάλλοντας ουσιαστικά την έκβαση του αιτήματος.
Η δήλωση του επαναφέρε ουσιαστικά την επιθυμία της κυβέρνησης για μία αλά κάρτ διαδικασία έκδοσης, χωρίς σεβασμό στους νομικούς κανόνες που τη διέπουν, ώστε να μη διαταράξει τις σχέσεις με την Άγκυρα, στοχεύοντας σε μια περισσότερο διπλωματική παρά δικαστική λύση.
Μάλιστα, το λεκτικό ατόπημα των δύο πολιτικών προσώπων είναι ακόμη μεγαλύτερο, εάν αναλογιστούμε πως ενώ, δε γνωρίζουμε με σιγουριά κατά πόσο οι συλληφθέντες είχαν συμμετοχή στο πραξικόπημα, οι υπουργοί βιάστηκαν να προδικάσουν το ρόλο τους και ,κατ’ επέκταση, τη σχετική δικαστική κρίση.
Η θέση της κυβέρνησης
Κατά πρώτον, είναι βέβαιο πως η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει κανένα ουσιώδη λόγο ή ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Ίσως θα ήταν και καλύτερα να προτιμούσε τη σιωπή και την εμμονή στην αρχή διάκρισης των εξουσιών, για μια υπόθεση η οποία αφορά δικαστικό ζήτημα, επί του οποίου δεν έχει εξουσία, ειδικά προτού αυτό κριθεί αμετάκλητα. Ο πολιτικός λόγος μάλλον θα έπρεπε να διατηρήσει μία στάση αναμονής παρά να προσπαθεί να επηρεάσει ή και να ελέγξει τους αρμόδιους δικαστές.
Μιλάω για «έλεγχο», καθώς όταν υπουργοί φτάνουν στο σημείο να κάνουν τέτοιες δηλώσεις δημόσια, εύλογα κάποιος θα ξεκινήσει να απορεί τι συζητήσεις γίνονται στο παρασκήνιο. Ενδεχομένως όμως ο όρος «συζητήσεις» παραείναι (ευ)γενικός και αόριστος για να περιγράψει το σκηνικό που μπορεί να εκτυλίσσεται «κάτω από το τραπέζι», εντός ή και εκτός συνόρων. Η Ελλάδα υπό το φόβο να «εκνευρίσει» την Τουρκία φτάνει να υιοθετεί μία συμπεριφορά που ξεπερνά τα όρια της δουλικότητας.
Η έννομη κατάσταση
Ελλάδα και Τουρκία είναι από κοινού συμβαλλόμενοι της συμβάσεως περί εκδόσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης (1957) που προβλέπει την απευθείας έκδοση μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών (με εξαίρεση όμως τα πολιτικά ή στρατιωτικά εγκλήματα).
Επιπλέον, οι δικαστικές αρχές της χώρας στην οποία κατατίθεται το αίτημα δικαιούνται να αρνηθούν την έκδοση σε περίπτωση που, στην χώρα επιστροφής του προσώπου για το οποίο έχει γίνει το αίτημα έκδοσης, απειλείται η ποινή του θανάτου.
Η Ελλάδα νομιμοποιείται να χρησιμοποιήσει το παραπάνω επιχείρημα στην περίπτωση των «οκτώ», ιδιαίτερα από τη στιγμή που η γείτονα χώρα έχει δείξει με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τις προθέσεις της απέναντι σε όσους αποδίδει την κατηγορία της συμμετοχής στο πραξικόπημα:
– όταν αναφέρεται στους πραξικοπηματίες ως τρομοκράτες και χωρίς καμία δικαιολογία προβαίνει σε αναστολή της ισχύς της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιωμάτα του Ανθρώπου) και των δικαιωμάτων που εξασφαλίζει,
– όταν επίσημα κυβερνητικά χείλη προλειάνουν το έδαφος για επαναφορά της θανατικής ποινής (με παράθυρο αυτή να αφορά ακόμα και εγκλήματα που τελέστηκαν πριν από την θεσμοθέτηση της, παραβιάζοντας μία βασική αρχή του ποινικού δικαίου, την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων που τυποποιείται και στον ποινικό κώδικα της Τουρκίας!),
– όταν, παράλληλα με τις παραπάνω δηλώσεις, διεθνείς οργανισμοί, έχοντας σοβαρές υπόνοιες (που τείνουν να καταστούν αποδείξεις), καταγγέλουν περιπτώσεις βασανιστήριων και γενικότερης βίαιης αντιμετώπισης των συλληφθέντων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Κρίσιμο θεωρώ να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, πως σε προγενέστερες απόφασεις, όπως π.χ. στην υπόθεση του Τούρκου υπηκόου Χ. Μπιπέρ ο Άρειος Πάγος είχε αποφασίσει τη μη έκδοση του.
Η προσωπική μου θεώρηση επί του θέματος είναι πως, και αν ακόμη δεν υπάρχει κίνδυνος να εφαρμοστεί η θανατική ποινή στους «οκτώ», δεδομένης της ιδιαίτερα ισχυρής πιθανότητας οι κατηγορούμενοι να μην έχουν μία δίκαιη δίκη στην Τουρκία (με άμεση συνέπεια τον κίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητα και την προσωπική τους ελευθερία), ο Άρειος Πάγος, με γνώμονα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ, θα πρέπει να απορρίψει το αίτημα έκδοσης τους.
Αντ’αυτού, η κυβέρνηση, μπροστά στο διπλωματικό αδιέξοδο προτιμά να παραδώσει επί πίνακι τα κεφάλια των «οκτώ» στην Τουρκία, διαρρέοντας την πρόθεση της με έναν όχι και τόσο κομψό τρόπο και μεθοδεύοντας τη λύση που επιθυμεί, με δηλώσεις μελών της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας (όπως η κυβερνητική βουλευτής Ε. Αυλωνίτου) που είναι επιπόλαια προκλητικές και απαράδεκτα επικίνδυνες για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου.
Επιπροσθέτως, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να γνωρίζει ότι πιθανή έκδοση τους θα μπορούσε να επιφέρει (νέα) καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) λόγω έκδοσης τους σε χώρα όπου υφίσταται για αυτούς, κίνδυνος βασανιστηρίων ή εξευτελιστικής/απάνθρωπης μεταχείρισης, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ. Ακομή περισσότερο αν πρόκειται για πρόσφυγες, βάσει της Σύμβασης της Γενεύης (1951).