Νησίδες αριστείας σε θάλασσα άγνοιας
Ποιος νίκησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Πόσο άγχος μπορεί να προκαλέσει μια φαινομενικά απλή ερώτηση; Μια σειρά άτακτων και σπασμωδικών απαντήσεων στο συγκεκριμένο ερώτημα αποτελεί την αφορμή για μια επισκόπηση αυτού που σήμερα στραγγαλίζει την μοναδική σίγουρη ίσως προοπτική για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, το Σύστημα Εκπαίδευσης.
Πολλές φορές, το τέλος μιας έντονης και εκτενούς πολιτικής συζήτησης αναφορικά με την επικαιρότητα καταλήγει στην διαπίστωση μιας σχετικής έλλειψης παιδείας της ελληνικής κοινωνίας. Διόλου άδικα το τέλος της συζήτησης θίγει κάθε φορά αυτό που θα έπρεπε να τεθεί από την αρχή, το κατά πόσο δηλαδή και σε πιο βαθμό η εκπαιδευτική διαδικασία οδηγεί την κοινωνία, μέσω της παίδευσης μαθητών και φοιτητών, στην καλλιέργεια ενός εκτεταμένου φάσματος γνώσεων και δεξιοτήτων και εν τέλει μιας κουλτούρας και ενός τρόπου σκέψης με σεβασμό στην προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητές της.
Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας εύλογης ερώτησης. Με ποιόν τρόπο και σε ποιο βαθμό το σημερινό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παράγει παιδεία, διαμορφώνει προσωπικότητα και καλλιεργεί κουλτούρα;
Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτε από τα τρία. Σε μεγάλο βαθμό σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα κληροδοτεί τα μελανά του σημεία στις επόμενες γενιές δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης των παθογενειών του με έντονο και σαφή κοινωνικό αντίκτυπο.
Διδάσκοντας τα απαραίτητα
Ας πάρουμε ως παράδειγμα το μάθημα της Ιστορίας. Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο προικίζονται με τρία χρόνια διδασκαλίας της ιστορίας έκαστο. Τρείς επαναλαμβανόμενοι κύκλοι με άκρως ελληνοκεντρική προσέγγιση (Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νεώτερα και Σύγχρονα Χρόνια) οι οποίοι εμπλουτίζονται από βαθμίδα σε βαθμίδα με περισσότερες πληροφορίες και υλικό. Ο μαθητής, ο οποίος από το Γυμνάσιο στο Λύκειο αρχίζει να εισέρχεται σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο προπαρασκευαστικό στάδιο για την ανώτατη εκπαίδευση, αδιαφορεί σε μεγάλο βαθμό για το αντικείμενο του μαθήματος, τοποθετώντας το στον μεγάλο κάλαθο των «άχρηστων μαθημάτων» στερώντας έτσι από τον εαυτό του την ικανότητα να παρατηρήσει και να επεξεργαστεί την ιστορική εξέλιξη. Επικεντρώνεται στην επιτυχία, ως μοναδική διέξοδο και μέσο για να μην χαρακτηριστεί άχρηστος από μια κοινωνία στην οποία η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αποτελεί σχεδόν νομοτέλεια και ηθική ολοκλήρωση. Οι καθηγητές από την άλλη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τείνουν να αναπαράγουν την νοοτροπία των άχρηστων μαθημάτων αποδεχόμενοι σιωπηρά τον μειωμένης αξίας ρόλο τους ως εκπαιδευτικών ενθαρρύνοντας πολλές φορές τους μαθητές να αφήνουν τα βιβλία γενικής παιδείας στο κάτω μέρος των θρανίων τους. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ο νέος ακαδημαϊκός πολίτης βγαίνει από το σχολείο που λειτουργεί ως ένα ασφυκτικό περιβάλλον αποστήθισης και αποστέρησης της προσωπικής κριτικής, και εισέρχεται νοητικά γυμνός σε ένα νέο, φιλελεύθερο περιβάλλον, το οποίο ευαγγελίζεται τους ακριβώς αντίθετους κανόνες και σκοπούς σε σχέση με την πραγματικότητα της προηγούμενης περιόδου σπουδών του. Η ειρωνεία είναι ότι πρόκειται για μια νέα εποχή ‘’ελευθερίας της σκέψης’’ στην οποία αυτό που μετράει περισσότερο είναι η γενική παιδεία, αυτή που βρέθηκε στα άχρηστα του γνωστικού ενδιαφέροντος του μαθητή κατά την προηγούμενη περίοδο. Επιπλέον η υποτιθέμενη ελευθερία καθιστά δεσποτικό και ολοκληρωτικό το καθεστώς της δευτεροβάθμιας παιδείας, και μαζί με αυτό, όλη την γνώση που παράχθηκε, έστω και στρεβλά, πίσω από τα θρανία. Τέλος, ο νέος φοιτητής, στερούμενος όπως είδαμε βασικής παιδείας, καταλήγει να κάνει αυτό που έκαναν οι γονείς του γι’αυτόν κατά την περίοδο της προπαρασκευής για τις εξετάσεις, να πληρώσει δηλαδή για την εκπόνηση εργασιών και την απάντηση ασκήσεων ενώ ο ίδιος, ανεξάρτητος πλέον, απολαμβάνει τα αγαθά της ‘’ελεύθερης ζωής’’. Αν σκοπός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι να δημιουργήσει πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επιστήμονες με πήλινα πόδια, τότε θα πρέπει να το επιβραβεύσουμε.
Το ποιος νίκησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μάλλον παραμένει ένα ερώτημα δύσκολο για μεγάλη μερίδα νέων. Και φυσικά δεν είναι η φύση ή το αντικείμενο του ερωτήματος που το καθιστά δύσκολο αλλά η αδυναμία μας να σκεφτούμε και να ανακαλέσουμε τις γνώσεις μας, μιας που ποτέ δεν χρειάστηκε να αποκτήσουμε δικό μας τρόπο σκέψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερθείσας διαδικασίας είναι η απάντηση: Εγώ ήμουν στην Θετική κατεύθυνση- απάντηση που αποδέχεται πως οι θετικοί επιστήμονες δεν χρειάζονται ιστορικό γίγνεσθαι, δεν χρησιμεύει σε τίποτα η γνώση ενός από τα σημαντικότερα γεγονότα – τομές του εικοστού αιώνα.
Στρουθοκαμηλισμός
Είναι πλέον κοινός τόπος πως το εκπαιδευτικό σύστημα χρήζει σήμερα περισσότερο από ποτέ μια συνολικής επανεξέτασης. Πρώτον γιατί πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο δημιουργήθηκε μεταπολιτευτικά και ακολούθησε τις κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής και δεύτερον γιατί σε μεγάλο βαθμό δημιουργεί στεγνά βιογραφικά σημειώματα και όχι αυτόνομες σκεπτόμενες προσωπικότητες. Οι νέοι σήμερα στερούνται ολοένα και περισσότερο μιας πρωτοβουλιακής συμπεριφοράς σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης αφήνοντας την ψυχή τους να λεηλατηθεί κατά την είσοδο τους στην αγορά εργασίας με καταστροφικά κοινωνικά αποτελέσματα. Επίσης, όσο ο περιορισμός της γενικής παιδείας γίνεται η συνταγή της επιτυχίας τόσο θα ενισχύονται τα αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού και αδιαφορίας του κράτους μέσα σε μια ήδη δύσκολη περίοδο για τη νέα γενιά. Μήπως πρέπει να επικαιροποιήσουμε τους στόχους του εκπαιδευτικού μας συστήματος σύμφωνα με τις ανάγκες των νέων; Μήπως πρέπει να ενισχύσουμε το εθνικό μας απολυτήριο δίνοντας βάρος στην γενική καλλιέργεια και όχι στην αποσπασματική γνώση; Όσο πριμοδοτούμε την επιλεκτική αντί της γενικής εκπαίδευσης τόσο καλλιεργούμε τις κοινωνικές ανισότητες και προκαταλήψεις οδηγώντας τους έχοντες μαθητές στην νωθρότητα και τους μη έχοντες, στην προκρούστειο κλίνη της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Τέλος, θα πρέπει να αναλογιστούμε πως η μεγαλύτερη υποχρέωση της γενιάς του σήμερα είναι να σεβαστεί τις ανάγκες της νέας γενιάς του αύριο. Η τελευταία θα πρέπει να μάθει για το παρελθόν της αν θέλει να κοιτάξει με μεγαλύτερη σιγουριά το μέλλον. Διόλου άδικα ο ιστορικός Eric Hobsbawm γράφοντας για το τέλος του 20ου αιώνα, παραμένει τρομακτικά επίκαιρος μετά από 20 χρόνια.
«Η καταστροφή του παρελθόντος, ή μάλλον των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία μας με την εμπειρία των προηγούμενων γενιών, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αλλόκοτα φαινόμενα προς τα τέλη του αιώνα μας. Οι περισσότεροι νέοι σήμερα μεγαλώνουν σ’ ένα κλίμα διαρκούς παρόντος, χωρίς καμία οργανική σχέση με το δημόσιο παρελθόν της εποχής που ζουν[ii].»
[i] Η φράση προέρχεται από το βιβλίο Γιατί Χρειαζόμαστε ένα Νέο Κοινωνικό Κράτος, Gøsta Esping-Andersen, Duncan Gallie, Anton Hemerijck, John Myles, Διόνικος, 2006, Αθήνα, σελ.78
[ii] Eric Hobsbawm, Η Εποχή των Άκρων, Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, Θεμέλιο, 2006, Αθήνα, σελ 16-17