Χριστούγεννα, έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα ‘ναι ξανά
Μια συνηθισμένη κουβέντα με ένα φίλο για τα «Χρόνια Πολλά», με έκανε πρόσφατα να αναρωτηθώ, πώς εκλαμβάνουμε ως άνθρωποι τη φιλανθρωπία. Μια έννοια που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το χυδαίο περιεχόμενο που της φορτώνουμε.
Πρώτη φορά η λέξη αυτή ξεπήδησε από τη γραφίδα του Αισχύλου, στον Προμηθέα Δεσμώτη, όταν ο ήρωας, από αγάπη για τους ανθρώπους, έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και τη χάρισε στο φτωχό μας γένος. Τόσο αργά εφηύραν οι άνθρωποι τη φιλανθρωπία.
Η αγάπη για τον άνθρωπο, εν έτει 2016, ισούται με αργοπορημένο οίκτο και περιφρόνηση. Όσο κάποιος έχει δυο κεραμίδια πάνω από το κεφάλι του μας περνά απαρατήρητος. Πρέπει να βρούμε μια ημιθανή ανθρώπινη ψυχή να κείτεται στο πεζοδρόμιο για να νιώσουμε αυτήν την ενοχλητική «φιλανθρωπία» κι αυτό, συνήθως, όταν πλησιάζει κάποια γιορτή.
[widget id=”text-6″]
Τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, αποτελούν την κατ’ εξοχήν περίοδο για «φιλανθρωπία». Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Γιατί όταν κοντεύει 25 Δεκεμβρίου, έχουμε ξαφνικά τη διάθεση να συμπονέσουμε όσους φαίνεται να τους λείπει κάτι; Ίσως να είναι ο φόβος του Αγίου Βασίλη -τα Χριστούγεννα εξ άλλου είναι θρησκευτική εορτή. Ίσως πάλι, αφελώς, πιστεύουμε ότι κάναμε μια πραγματική ευεργεσία προσφέροντας τα ψιλά που γλίστρησαν απ’ την τσέπη μας, ταράζοντας τον ύπνο του δύσμοιρου του άστεγου. «Χριστούγεννα είναι, ας φάει κι αυτός ο καημένος μια τσίχλα». Μετά τις γιορτές έχουμε επιτελέσει το φιλανθρωπικό μας έργο, οπότε εύκολα μπορούμε να απωθήσουμε τη χρυσόσκονη του «Χριστουγεννιάτικου πνεύματος» πίσω στην ατμόσφαιρα.
«Δώσαμε, δώσαμε.»
Δώστε μου, όμως, πέντε λεπτά ακόμα από τον χρόνο σας κι ελάτε μαζί μου. Κλείστε τα μάτια. Φανταστείτε μια φυσιολογική ζωή. Ξυπνάτε το πρωί, ετοιμάζετε τα παιδιά σας για το σχολείο, ντύνεστε για τη δουλεία, στο δρόμο πληρώνετε και τους λογαριασμούς, πάει 17.00, γυρνάτε σπίτι, τυπικό καβγαδάκι ρουτίνας και μετά τηλεόραση.
Ξαφνικά, η κακιά νεράιδα του παραμυθιού, σας παίρνει πίσω όλα όσα νομίζατε δεδομένα. Σπίτι, δουλειά, οικογένεια. Μέχρι κι εσάς τους ίδιους κοντεύει να αφανίσει με ένα απλό παιχνίδισμα τους ραβδιού της. Τελικά, σας λυπήθηκε και σας άφησε, απλώς, στην άκρη του πεζοδρομίου.
Και τώρα ανοίξτε τα μάτια σας. Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα του 2016. Είτε είναι Χριστούγεννα, είτε δεν είναι, μικρή σημασία έχει πια.
Αν είχαμε βοηθήσει ο ένας τον άλλον πριν, ίσως να μην ήμασταν τώρα στην άκρη του πεζοδρομίου. Ίσως, αν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον τώρα, να βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε από ‘δω. Ο καθένας μάχεται και φοβάται τους δικούς του Κύκλωπες, τους προσωπικούς του Λαιστρυγόνες. Όσο κι αν πιστεύουμε πως προχωράμε καλύτερα μόνοι μας, πάντα θα τους κουβαλάμε μέσα μας και πάντα θα τους στήνουμε μπροστά, οδοφράγματα στις ελπίδες μας.
Τι κι αν είναι Χριστούγεννα, τι κι αν δεν είναι; Η αγάπη πάντα χρειάζεται και πάντα λείπει. Πόσο ανθρωπιστική και πόσο βοήθεια μπορεί να είναι μια πράξη που γίνεται μόνο κάποια στιγμή στο χρόνο ή για μόνο για λίγους, με τόσους περιορισμούς; Αν ξεκρεμάσουμε τις ταμπέλες, αν σκύψουμε πάνω από τα παραπετάσματα, ένα πράγμα θα δούμε μόνο. Ανθρώπους.
Ανθρώπους λαβωμένους από την απουσία μιας λυτρωτικής, ανοιξιάτικης αγάπης. Μια αγάπης ανίερης και θρασείας, που χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον κόσμο μας, θα τον σαρώσει σαν διατηρητέο στο βωμό της προόδου. Θα περάσει από πάνω του και θα θεμελιώσει εκεί τους δικούς της κανόνες. Πολύ ουτοπικά και ροζ όλα αυτά, έχετε δίκιο.
Σας εύχομαι, μόνο, τα επόμενα Χριστούγεννα να μη βρίσκετε πια άστεγους στα πεζοδρόμια.