Στρες στον εργασιακό χώρο και επαγγελματική εξουθένωση

Η έρευνα για το θέμα της επαγγελματικής εξουθένωσης άρχισε πριν από είκοσι περίπου χρόνια, όταν ο Freudenberger (1974) πρωτοχρησιμοποίησε αυτό τον όρο, για να περιγράψει τις ομοιότητες στη συμπεριφορά των εργαζομένων στα ιδρύματα όπου εργαζόταν και ο ίδιος. Ως επαγγελματική εξουθένωση, λοιπόν, όρισε το βίωμα της αποτυχίας και εξάντλησης που παρατήρησε στους κοινωνικούς λειτουργούς μετά από ένα χρόνο ενασχόλησής τους στα ιδρύματα αυτά, το οποίο βίωμα ήταν αποτέλεσμα των υπέρμετρων απαιτήσεων της δουλειάς τους σε ενέργεια, προσπάθεια και προσόντα. Από τότε έχει παρατηρηθεί μεγάλο ενδιαφέρον για το φαινόμενο αυτό, γνωστό σε όλους μας ως “burnout“, τόσο από επιστημονική, όσο και από πρακτική άποψη, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο μεγάλος αριθμός των σχετικών δημοσιεύσων τα χρόνια που ακολούθησαν (Kleiber & Enzmann, 1990).

Σύμφωνα με έναν από τους πλέον αποδεκτούς ορισμούς της επαγγελματικής εξουθένωσης, πρόκειται για μια κατάσταση χρόνιας συναισθηματικής εξάντλησης, αποπροσωποίησης και μειωμένης προσωπικής επίτευξης, η οποία μπορεί να εμφανιστεί κυρίως σε άτομα που εργάζονται στον τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (Maslach & Jackson, 1981b). Οι όροι που χρησιμοποιούνται στον ορισμό αυτό θα αναλυθούν εκτενέστερα στη συνέχεια. Από τον παραπάνω ορισμό, μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί, πως το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης περιορίστηκε ευθύς εξαρχής στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών.

Η επαγγελματική εξουθένωση θεωρείται ένα σύνδρομο το οποίο περιλαμβάνει ένα σύνολο συμπτωμάτων που τείνουν να εμφανίζονται μαζί (Paine, 1981). Ο όρος “σύνδρομο” υποδηλώνει ότι η ύπαρξη του ενός συμπτώματος αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστούν και τα υπόλοιπα (Burish, 1989). Μετά από 25 και πλεόν χρόνια έρευνας, έχουν αναφερθεί διάφορα συμπτώματα, γεγονός που αφενός τονίζει την έλλειψη μιας σαφούς εικόνας για την εννοιολογική κατασκευή της επαγγελματικής εξουθένωσης, και αφετέρου αναδεικνύει την ποικιλομορφία της, δεδομένου ότι μπορεί να βιωθεί εντελώς διαφορετικά από το κάθε άτομο (Kahill, 1988).

Αιτιογόνος παράγοντας του συνδρόμου της επαγγελματικής εξουθένωσης θεωρείται η χρόνια έκθεση του ατόμου σε υψηλά επίπεδα στρες. Το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης συνιστά μια προβληματική κατάσταση, καθώς οι επιπτώσεις του είναι αρνητικές για τον εργαζόμενο τόσο σε σχέση με την εργασιακή του απόδοση, αφού αδυνατεί πλέον να αφοσιωθεί αποτελεσματικά στην εργασία του, όσο και σε σχέση με την υγεία του, καθώς βιώνει τις δυσμενείς συνέπειες του χρόνιου στρες.

Διάφοροι επιστήμονες έχουν προτείνει διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις των συμπτωμάτων της επαγγελματικής εξουθένωσης, ανάλογα με τη θεωρητική τους προσέγγιση και το λειτουργικό ορισμό που διατυπώνουν για το φαινόμενο (Schaufeli & Buunk, 1996). Σε αυτές τις κατηγοριοποιήσεις, εκτός από τις διαφορές, παρουσιάζονται και ομοιότητες που επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας σφαιρικής εικόνας του συνδρόμου. Βάσει αυτών των ομοιοτήτων, η σχετική βιβλιογραφία συντείνει στο συμπέρασμα ότι η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζεται με:

  1. τα ψυχοσωματικά και σωματικά συμπτώματα (όπως είναι για παράδειγμα, οι διαταραχές ύπνου και διατροφής, οι πονοκέφαλοι, τα στομαχικά έλκη και οι καρδιακές ασθένειες). Τα συμπτώματα αυτά αποτελούν αντίδραση του οργανισμού του ατόμου στο χρόνιο στρες (Greenberg & Baron, 2013)
  2. τα συναισθηματικά συμπτώματα (όπως είναι η κατάθλιψη, οι φοβίες, η ευερεθιστότητα και η επιθετικότητα)
  3. τα νοητικά συμπτώματα (όπως είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το αίσθημα αποτυχίας και οι δυσκολίες αυτοσυγκέντρωσης)
  4. διάφορες αρνητικές μορφές συμπεριφοράς (όπως είναι η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, καφεΐνης ή νικοτίνης)
  5. διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις (απομάκρυνση, απομόνωση του ατόμου από τους γύρω του), καθώς και με
  6. αρνητικές στάσεις απέναντι στην εργασία (όπως είναι η αλλαγή επαγγέλματος ή την παραμονή στο ίδιο επάγγελμα με μειωμένη παραγωγικότητα)

Τα άτομα με επαγγελματική εξουθένωση δεν εμφανίζουν όλα τα προαναφερθέντα συμπτώματα. Παρόλο που κάθε άτομο μπορεί να βιώσει διαφορετικά το εν λόγω σύνδρομο, οι ουσιώδεις διαστάσεις του, δηλαδή: 1) η σωματική εξάντληση, 2) η συναισθηματική εξάντληση (που αναφέρεται στη συναισθηματική υπερένταση και κατάπτωση που απορρέει από την εργασία), 3) η αποπροσωποποίηση (που αναφέρεται στην κυνική στάση που μπορεί να αναπτύξει ο εργαζόμενος για τα άτομα που είναι αποδέκτες των υπηρεσιών του), καθώς και 4) η μειωμένη προσωπική επίτευξη (που αναφέρεται σε αισθήματα χαμηλής επάρκειας, αποδοτικότητας και επαγγελματικής απόδοσης) πρέπει να εμφανίζονται, για να μιλήσουμε για επαγγελματική εξουθένωση.

Αξίζει στο σημείο αυτό να τονιστεί, πως η επαγγελματική εξουθένωση δεν εμφανίζεται ξαφνικά, ως συνέπεια για παράδειγμα μιας έντονης ψυχοπιεστικής κατάστασης, αλλά είναι αποτέλεσμα συσσωρευμένων πιέσεων στον εργασιακό χώρο (Farber & Miller, 1981). Οι πιέσεις αυτές με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε δυσπροσαρμοστικές αποκρίσεις αντιμετώπισης, καθώς και σε χαμηλή εργασιακή απόδοση. Κρίνεται, ακόμη, σκόπιμο να αναφερθεί ότι ένας συνδυασμός συγκεκριμένων εργασιακών συνθηκών οδηγεί, με τη μεσολάβηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ατόμου, σ’ αυτή την αρνητική ψυχολογική εμπειρία, που δεν είναι άλλη από το βιώμα της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Αναφορικά, τώρα, με το στρες στον εργασιακό χώρο, που είναι και η βασική αιτία της επαγγελματικής εξουθένωσης, αξίζει να αναφερθεί πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρουσιάστηκε έντονη ερευνητική δραστηριότητα, η οποία εστιάζεται -κατά κύριο λόγο- στους παράγοντες που εμφανίζονται στους χώρους εργασίας και προκαλούν στρες στους εργαζομένους. Συνολικά, οι παράγοντες που προκαλούν στρες στο χώρο εργασίας μπορούν να ταξινομηθούν στις παρακάτω κατηγορίες:

  1. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες (π.χ. τα υψηλά επίπεδα θορύβου, ο ανεπαρκής εξαερισμός, η εργονομική διευθέτηση του χώρου, η κακή αρχιτεκτονική, ο κακός φωτισμός, κά.)
  2. Οι εργασιακές παράμετροι (π.χ. το πρόγραμμα εργασίας, η νυχτερινή βάρδια, η εργασιακή ανασφάλεια, η πιθανότητα μείωσης της αμοιβής ή των ωρών εργασίας, η υποβάθμιση της εργασιακής θέσης, κ.ά.)
  3. Διάφοροι παράγοντες που αφορούν την ίδια την εργασία και οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με τη μη δυνατότητα λήψης πρωτοβουλιών, με τον υπερβολικό φόρτο εργασίας και με προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος σε επίπεδο εργασιακού ρόλου (π.χ. στην περίπτωση σύγκρουσης ή ασάφειας των ρόλων).
  4. Παράγοντες που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις στον εργασιακό χώρο, δηλαδή τις σχέσεις με τους άλλους συναδέλφους, τους υφισταμένους και τους προϊσταμένους. Συγκεκριμένα, πληθώρα ερευνών έχουν καταδείξει πως οι ικανοποιητικές κοινωνικές επαφές στο χώρο εργασίας μπορούν να λειτουργήσουν ως ασπίδα προστασίας ενάντια στις υπερβολικές απαιτήσεις ενός εργασιακού ρόλου και τις πιθανές επιπτώσεις τους στη σωματική και ψυχική υγεία (Chappell & Novak, 1992; Taylor, 1995). Αντιθέτως, έχει διαπιστωθεί πως οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις στο χώρο εργασίας είναι σε πολύ σημαντικό βαθμό υπεύθυνες για γενικές σωματικές ενοχλήσεις, έλκη στομάχου, καταθλιπτικές τάσεις και συχνές απουσίες από την εργασία (Unden, 1996).

Εκτενής έρευνα έχει διεξαχθεί, επίσης, στο πεδίο των επιπτώσεων του εργασιακού στρες στους εργαζομένους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Barnett και Brennan (1995), οι επιπτώσεις αυτές μπορούν να χωριστούν στις εξής κατηγορίες:

  1. Προβλήματα σωματικής υγείας, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα αναπνευστικά προβλήματα, ο καρκίνος, οι διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος, καθώς και οι δερματολογικές παθήσεις. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως ο Russek (1962), μελέτησε 100 ασθενείς με στεφανιαία νόσο και διαπίστωσε ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό (91%) οι ασθενείς αυτοί δήλωσαν ότι πριν την εμφάνιση της νόσου βίωναν έντονο στρες και είχαν αυξημένες ευθύνες στη δουλειά τους.
  2. Προβλήματα ψυχολογικής φύσης, όπως η κατάθλιψη, οι διαταραχές ύπνου, το έντονο άγχος, η νευρικότητα, η αδυναμία συγκέντρωσης, η συναισθηματική εξουθένωση και η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή άλλα προβλήματα που απορρέουν από τη σύγκρουση του ατόμου με τους σημαντικούς του άλλους (π.χ. την οικογένειά του) που προκαλούνται κυρίως λόγω της υπερβολικής έντασης του ατόμου στην καθημερινότητά του
  3. Προβλήματα που εντοπίζονται στη συμπεριφορά, όπως είναι οι συχνές απουσίες από την εργασία, το αυξημένο κάπνισμα, η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ ή ψυχοδραστικών ουσιών και φαρμάκων, καθώς και η επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε συναδέλφους ή σε αποδέκτες των υπηρεσιών.

Συμπερασματικά, υπάρχει μια πληθώρα ερευνητικών δεδομένων που καταδεικνύει ότι το στρες στον εργασιακό χώρο επιδρά αρνητικά όχι μόνο στην ποιότητα της εργασίας και το επίπεδο παραγωγικότητας, αλλά και στην ψυχική και σωματική υγεία των εργαζομένων. Μάλιστα, η χρόνια έκθεση σε υψηλά επίπεδα στρες, καθώς και η συσσωρευμένη πίεση μπορούν να οδηγήσουν στο σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης (“burnout”) με πολύ δυσμενείς επιπτώσεις για την υγεία και την ευημερία των εργαζομένων. Τα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα θα ήταν θεμιτό να ληφθούν σοβαρά υπόψη τόσο από τους εργοδότες, όσο και από τους ίδιους τους εργαζομένους με βασικό στόχο  την εξασφάλιση ενός υγιούς  εργασιακού περιβάλλοντος που θα οδηγήσει, με τη σειρά του, τόσο στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας, όσο και στη διασφάλιση της ευημερίας των εργαζομένων, καθώς αυτοί αποτελούν τους πυλώνες παραγωγικότητας σ’ έναν οργανισμό και, συνεπώς, η διανοητική, σωματική και ψυχική τους ισορροπία θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.

 Βιβλιογραφία

Βασιλάκη, Ε., Τριλίβα, Σ., & Μπεζεβέκης, Η. (2001). Το στρες, το άγχος και η αντιμετώπισή τους. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο