Πράττοντας κατά τον δαίμονα εαυτού
Αναντίρρητα, βιώνουμε μια εποχή, η οποία -παρά όλες τις διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισότητας και δημοκρατίας- χαρακτηρίζεται από απίστευτη βαρβαρότητα και ανελευθερία. Καθημερινά και σε όλο τον κόσμο επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η μόνη σημαντική πρόοδος που έχει κάνει ο άνθρωπος ως οντότητα είναι η τεχνολογική, και αυτή, δυστυχώς, χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ανάπτυξη και την βελτίωση του ανθρωπισμού και των συνθηκών διαβίωσης. Αυτή, φυσικά, είναι μία κατάσταση που διαιωνίζεται εδώ και πολλά χρόνια και η οποία έχει συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία ενός συστήματος σηπτικού, ρηχού και βρώμικου, το οποίο έχει διεισδύσει στις συνειδήσεις του κόσμου και έχει ανάγει σε κύριες αξίες τα υλικά αγαθά, τον ατομικισμό και την προσωπική ανέλιξη.
Αυτό, λοιπόν, το σύστημα που μας περιβάλλει καθημερινά, που μας πνίγει, που μας εγκλωβίζει και μας καταπιέζει κάνει και κάτι ακόμη χειρότερο και επώδυνο: μας απογοητεύει. Μας απογοητεύει όλους και όλες μέρα με την μέρα, όλο και περισσότερο κάνοντάς μας να χάνουμε κάθε ενδιαφέρον για τα κοινά και την πολιτική εν τω συνόλω. Πλέον, ειδικά η νέα γενιά βρίσκεται σε μία κατάσταση απάθειας και αδιαφορίας για το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας και του εξωτερικού, η οποία αποτυπώνεται τόσο από την εκλογική αποχή, με ποσοστά ιδιαίτερα υψηλά, όσο και από την εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή σε δράσεις και ομάδες πολιτικής φύσεως. Συγκεκριμένα, στις Εθνικές εκλογές του Σεπτέμβρη το 2015, το 44,1% των εγγεγραμμένων επέλεξε να μην εκφράσει την ετυμηγορία του. Αναφορικά, μάλιστα, αυτή η περίπτωση αποχής αποτελεί ρεκόρ, μιας και φαινόμενο τέτοιου μεγέθους είναι πρωτοφανές, όσον αφορά την μεταπολεμική περίοδο. Προφανώς, ο κύριος λόγος αυτής της πολιτικής “αναισθησίας” είναι η σαθρότητα αυτού του μηχανισμού που τόσο ύπουλα και βίαια έχει κυριαρχήσει αλλά και η τάση απογοήτευσης εξαιτίας της ανικανότητας των πολιτικών προσώπων να ανταποκριθούν στα λαϊκά αιτήματα.
Άραγε, όμως, για την επικρατούσα κατάσταση ευθύνεται μόνο αυτό το αισχρό σύστημα ή μήπως κι εμείς οι ίδιοι/-ες αρνούμαστε προς πείσμα του εγωισμού μας να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη;
Για την έξαρση αυτού του φαινομένου, δηλαδή της απαξίωσης του πολιτικού “γίγνεσθαι”, είναι ορθό να καταλογισθούν οι ευθύνες και στις δύο μεριές, και όχι μόνον στην μία ή στην άλλη. Αφ’ ενός, υπάρχει ένας μηχανισμός-κυρίως κομματικός-που βασίζεται στην ευνοιοκρατία και την πατρωνία, που δεν δίνει ίσες ευκαιρίες προόδου και που έχει διαστρεβλώσει παντελώς το νόημα και τον χαρακτήρα της πολιτικής. Αφ’ ετέρου, υπάρχει μία νεολαία, η οποία από την αηδία για το “παιχνίδι” που παίζεται εις βάρος της, των προηγούμενων και κατά πάσα πιθανότητα και των επόμενων γενεών, προσπαθεί να προβάλλει αντίσταση με το να μην στηρίζει τις πολιτικές και εκλογικές διαδικασίες, θεωρώντας πως κατ’ αυτόν τρόπο θα δώσει ένα ηχηρό μήνυμα. Εντούτοις, το μόνο που στην πραγματικότητα κατορθώνει είναι να παίζει, έστω και άθελά της, το παιχνίδι που έχουν στήσει τόσο περίτεχνα όλοι εκείνοι, οι οποίοι προς εξυπηρέτηση των δικών τους επιδιώξεων, επιθυμούν έναν λαό ανίκανο να σκεφτεί και να κρίνει πολιτικά. Διότι, ουσιαστικά, αυτό είναι μία μεγάλη νίκη για αυτούς. Ένα κοινό που αδιαφορεί και δεν νοιάζεται για τίποτα πέρα από την προσωπική του καλοπέραση, που δεν ονειρεύεται, που δεν έχει υψηλά ιδανικά, που δεν βάζει πάνω από κάθε τι την ατομική του άνοδο αλλά το κοινό συμφέρον, που χάνεται στην δίνη του καταναλωτισμού και δέχεται αβασάνιστα οτιδήποτε του δοθεί από Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κυβερνήσεις και εξέχοντα πρόσωπα είναι ένα κοινό εξαιρετικά χρήσιμο για αυτούς που κινούν τα νήματα του πολιτικού παρασκηνίου. Για την ακρίβεια, είναι το ιδανικό.
Έτσι, επομένως, φθάνουμε σε ένα σημείο του να μην αποφασίζουμε εμείς για εμάς. Υιοθετούμε μία στάση υποταγής, κρυβόμαστε πίσω από την ασφάλεια του «σαθρού συστήματος» και δεν παίρνουμε πρωτοβουλίες για την βελτίωση της κατάστασης. Δεν συμμετέχουμε ενεργά στα πολιτικά πράγματα, γινόμαστε ένα με την μάζα, ανακυκλώνουμε απόψεις, θεωρίες και συμπεριφορές της γερουσίας και παρ’ όλ’ αυτά προσδοκούμε να ανατραπεί αυτή η στασιμότητα. Η αλλαγή θα έρθει μόνο αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, πρωτίστως, σε επίπεδο νοοτροπίας. Με την μεμψιμοιρία και την ηττοπάθεια δεν υπάρχει καμία περίπτωση αναδιαμόρφωσης της κοινωνίας σε βάθος. Η κοινωνία είναι ένα «όλον» που αποτελείται από «μέρη», και αυτά τα «μέρη» είναι οι πολίτες που την απαρτίζουν. Άρα, όπως είναι φυσικό και επόμενο, θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά που της προσδίδουν εκείνοι, δηλαδή όλοι εμείς.
Και εδώ έγκειται το βασικό ερώτημα: αισθανόμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε κατορθώσει ως τώρα; Είμαστε η αντανάκλαση στο πρόσωπο της κοινωνίας, όποιο και αν είναι αυτό. Αν, επομένως, κάτι δεν μας είναι αρεστό η μόνη λύση είναι η αυτοκριτική, μέσω της οποίας σε πρώτο επίπεδο θα έρθει η ρήξη με τον εαυτό μας και εν συνεχεία με τα «κακώς κείμενα» μιας πραγματικότητας που επιθυμεί πλάσματα πειθήνια και φερέφωνα λαοπλάνων και δημαγωγών. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο Πλάτωνας: «Μία από τις τιμωρίες που δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι να καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου». Θα το επιτρέψουμε;