Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας βασιλιάς που κυβερνούσε ένα μεγάλο και ένδοξο έθνος. Ανάμεσα στους υπηκόους του, ξεχώριζε και αγαπούσε περισσότερο το ζωγράφο της αυλής, για τον οποίο ήταν πολύ περήφανος. Όλοι συμφωνούσαν ότι αυτός ο ρυτιδιασμένος γέρος ζωγράφιζε τους πιο όμορφους πίνακες σε ολόκληρο το βασίλειο και κάθε μέρα ο βασιλιάς περνούσε ώρες ολόκληρες θαυμάζοντάς τους.
Όμως, μια μέρα εμφανίστηκε στην αυλή ένας βρόμικος, κουρελής ξένος που ισχυρίστηκε ότι αυτός ήταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος της χώρας. Ο βασιλιάς θίχτηκε και διέταξε να γίνει ένας διαγωνισμός ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες, σίγουρος ότι αυτό θα έδινε στον αγύρτη ένα καλό μάθημα. Μέσα σε ένα μήνα, έπρεπε ο καθένας τους να παρουσιάσει ένα αριστούργημα που ήταν καλύτερο από του άλλου.
Οι δύο καλλιτέχνες έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά και έπειτα από τριάντα μέρες ήταν έτοιμοι. Τα καβαλέτα με τους δύο πίνακες στήθηκαν σκεπασμένα με ύφασμα σε μία μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων. Πλήθος μεγάλο μαζεύτηκε και ο βασιλιάς διέταξε να γίνουν πρώτα τα αποκαλυπτήρια του πίνακα του καλλιτέχνη της αυλής. Όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν εμφανίστηκε μπροστά τους μία υπέροχη ελαιογραφία ενός τραπεζιού στρωμένου για τσιμπούσι. Στο κέντρο του τραπεζιού υπήρχε μία περίτεχνη ασημένια φρουτιέρα γεμάτη εξωτικούς καρπούς. Ενώ το πλήθος κοιτούσε με θαυμασμό, ένας σπουργίτης που είχε κουρνιάσει στα πάτερα της οροφής όρμησε για να αρπάξει μια ρώγα σταφυλιού από τη ζωγραφισμένη γαβάθα, αλλά χτύπησε στον καμβά και έπεσε νεκρός από το σοκ στα πόδια του βασιλιά.
«Αχά!» είπε ο βασιλιάς. «Ο ζωγράφος μου έφτιαξε έναν πίνακα τόσο υπέροχο, που κατάφερε να ξεγελάσει την ίδια τη φύση. Οφείλεις λοιπόν να συμφωνήσεις ότι είναι ο μεγαλύτερος ζωγράφος που πάτησε ποτέ στη γη!». Όμως ο αλήτης δεν είπε λέξη και παρέμεινε σοβαρός, με το κεφάλι σκυμμένο. «Τώρα, τράβα το κάλυμμα από τον δικό σου πίνακα για να δούμε τι μας ετοίμασες», φώναξε ο βασιλιάς. Αλλά ο αλήτης παρέμεινε ασάλευτος, χωρίς να πει λέξη. Αδημονώντας, ο βασιλιάς έκανε ένα βήμα και άπλωσε το χέρι του για να τραβήξει το κάλυμμα, αλλά την τελευταία στιγμή πάγωσε από τρόμο.
«Βλέπει» είπε ήρεμα ο αλήτης «πάνω από τον δικό μου πίνακα δεν υπάρχει κάλυμμα. Στην πραγματικότητα, ο πίνακας απεικονίζει ένα ύφασμα που σκεπάζει έναν πίνακα. Και ενώ στον διάσημο καλλιτέχνη σου αρκεί να κοροϊδεύει τη φύση, εγώ έκανα το βασιλιά μιας ολόκληρης χώρας να φανεί ένας ανίδεος βλάκας». Από το βιβλίο: Banksy, Ραδιενεργά γκράφιτι, Wall and Piece. Μεταίχμιο, 2006.