Η σιωπή είναι ενοχή
25 Νοεμβρίου 1960: Τρεις γυναίκες από την Δομινικανή Δημοκρατία, η Μαρία, η Πάτρια και η Αντωνία Μιραμπάλ συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε κάποιο έρημο χωράφι, όπου ξυλοκοπούνται, βασανίζονται και στραγγαλίζονται με εντολή του δικτάτορα Τρουχίγιο εξαιτίας της αντιστασιακής τους δράσης και του αγώνα τους για δημοκρατία. Στις 17 Δεκεμβρίου 1999, ο Ο.Η.Ε όρισε την συγκεκριμένη ημέρα ως Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Βία κατά των Γυναικών, προς τιμήν των τριών αυτών κυριών. Σαφώς αυτή ήταν μία κίνηση που έγινε με σκοπό να καταδείξει την σημαντικότητα του ευαίσθητου αυτού ζητήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και την αναγκαιότητα ενεργοποίησης κυβερνήσεων και πολιτών προς καταπολέμησή του.
Άραγε, όμως, αρκεί μία ημέρα μνήμης κάθε χρόνο από τότε για να είμαστε σε θέση να δηλώσουμε – αλλά και να ισχύει- πως όντως έχουν γίνει βήματα προόδου όσον αφορά αυτό το θέμα;
Για τους αισιόδοξους/-ες της υπόθεσης, που θα έδιναν θετική απάντηση, πρόσφατες έρευνες και αριθμοί έρχονται να καταρρίψουν κάθε προσδοκία βελτίωσης της κατάστασης και να αποδομήσουν το «ροζ συννεφάκι» των κατακτήσεων και των κατοχυρωμένων κατά τα άλλα δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, στην Ευρώπη του πολιτισμού 3.500 γυναίκες έχουν βρει τον θάνατο, ενώ 62.000.000 γυναίκες, δηλαδή 1 στις 3, ηλικίας 15 και άνω έχουν υπάρξει θύματα βίας(σωματικής, σεξουαλικής, λεκτικής, συναισθηματικής, οικονομικής). Όσον αφορά την Ελλάδα του 2016, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως η βία είναι υπόθεση ενδοοικογενειακή, μιας και τα θύματα έχουν δεχθεί βίαιη συμπεριφορά εντός του οικογενειακού/ συγγενικού περιβάλλοντός τους.
Τα νούμερα αυτά εκ των πραγμάτων αποδεικνύουν ένα και μόνο πράγμα: η βία είναι καθολική. Δεν έχει κριτήρια κοινωνικά, ταξικά, οικονομικά, φυλετικά, θρησκευτικά. Δεν έχει όρια. Δεν κάνει διακρίσεις. Δεν δείχνει έλεος. Είναι εδώ, ως η μόνη πραγματικότητα, και μας δείχνει το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας, της οποίας μέλη είμαστε όλοι και όλες. Ενός προσώπου αφ’ ενός αποκρουστικού αφ’ ετέρου ειλικρινούς, επειδή φανερώνει το μεγαλείο της σαθρότητας και της ρηχότητας που μας διέπει. Μίας κοινωνίας η οποία είναι γεμάτη με προκαταλήψεις και στερεότυπα που μας καταπιέζουν, μας πνίγουν και μας περιορίζουν από κάθε άποψη εμποδίζοντάς μας από το να ζούμε ελεύθερα και απενοχοποιημένα. Η πατριαρχική δομή της και τα κοινωνικά κατασκευασμένα πρότυπα συμπεριφοράς επιβάλλουν το αίσθημα της ντροπής στα θύματα (victim blaming) και όχι στους θύτες, ωθώντας τα στην αποσιώπηση των περιστατικών βίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθαρό τοπίο ανάλυσης του φαινομένου. Τα θύματα, επίσης, είναι συνήθως βαθιά συνδεδεμένα συναισθηματικά ή οικονομικά με τον θύτη και αισθάνονται ανήμπορα να προβούν σε καταγγελία του γεγονότος.
Στα υψηλά ποσοστά αυτού του φαινομένου κοινωνικής παθογένειας, το οποίο έχει ξεκάθαρα και πολιτική προέκταση , φυσικά συμβάλλει και η έλλειψη οργανωμένης και ορθής πολιτικής εφαρμογής. Είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις, όπου τα θύματα αισθάνονται απροστάτευτα εξαιτίας των νομικών κενών και δεν τολμούν την διεκδίκηση της δικαίωσής τους, παραδίδοντας με αυτόν τον τρόπο τους εαυτούς τους ως έρμαια στα χέρια των «δημίων» τους.
Εντούτοις, υπάρχει ακόμη ένα πολύ κρίσιμο κώλυμα στον αγώνα για την καταπολέμηση της βιαιοπραγίας εναντίον των γυναικών και αυτό δεν είναι άλλο από την σιωπή των τρίτων προσώπων. Πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι μείζονος σημασίας. Η ανοχή σε ένα τόσο λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα το μόνο που κατορθώνει είναι να νομιμοποιεί και να διαιωνίζει τέτοιου είδους αρρωστημένες καταστάσεις. Όταν κάποιος κλείνει τα μάτια μπροστά σε ένα πρόβλημα, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα αυτομάτως εξαφανίζεται. Αντιθέτως, είναι εκεί και ύπουλα μπορεί κάποια στιγμή να χτυπήσει και την δική του πόρτα. Αυτού του είδους συμπεριφορές είναι κατάλοιπα μικροαστισμού, που έχουν ριζώσει βαθιά στις συνειδήσεις μας και έχουν γίνει τρόπος ζωής. Εάν επιθυμούμε, λοιπόν, πράγματι να αλλάξει η σημερινή τραγική κατάσταση κύριο μέλημά μας θα πρέπει να είναι να χτυπήσουμε το πρόβλημα στην ρίζα του και να δείξουμε οι πολίτες αλληλεγγύη και ανθρωπιά έμπρακτα.
Συνεπώς, αυτή η μέρα οφείλει να δώσει κατ’ αρχάς κουράγιο και δύναμη στα θύματα κακοποίησης, ώστε να ορθώσουν το ανάστημά τους και να υψώσουν την φωνή τους απέναντι σε ό, τι και όποιον τα καταπιέζει και τα έχει κάνει υποχείριά του, να αγωνιστούν και να παλέψουν με σθένος για τα δικαιώματα που τόσο βάναυσα τους στέρησαν και να διεκδικήσουν την ζωή που τους αξίζει χωρίς περικοπές και συμβιβασμούς. Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να αποτελεί έναυσμα σκέψης για τους υπόλοιπους ανθρώπους, ώστε να αναλογιστούμε τις ευθύνες που ίσως έχουμε κι εμείς στην υπόθεση αυτή αλλά και να σκεφτούμε το τι θα μπορούσαμε να προσφέρουμε για την εξάλειψη τέτοιων ειδεχθών εγκληματικών συμπεριφορών. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας.