Η εφαρμογή της διαδικασίας που σήμερα αποκαλείται “ψυχοθεραπεία” πρωτοεμφανίστηκε στη θεραπεία μιας ιδιαιτέρως διαταραγμένης, αλλά και ταλαντούχας νεαρής γυναίκας, της Άννας Ο.. Η συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1880 με τον Josef Breuer, έναν αξιοσέβαστο Βιεννέζο γιατρό, μεγαλύτερο σε ηλικία από το Freud, του οποίου αποδείχθηκε μάλιστα και πολύτιμος συνεργάτης.
Η Άννα Ο. ήταν μια μορφωμένη, έξυπνη και ελκυστική γυναίκα 21 χρονών, που καταγόταν από μια εξέχουσα οικογένεια. Παρά τις αξιοσημείωτες ικανότητές της, οι κοινωνικοί περιορισμοί, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή για τις γυναίκες της κοινωνικής της θέσης, προκαλούσαν στην Άννα πλήξη και την άφηναν σεξουαλικά απληροφόρητη και ανώριμη. Η Άννα συνήθιζε να περνάει τη μέρα της ονειροπολώντας. Ήταν πολύ προσκολλημένη στον πατέρα της, ο οποίος την είχε παραχαϊδέψει. Τους τελευταίους δύο μήνες, όμως, κατά τους οποίους ο πατέρας της ήταν βαριά άρρωστος, η Άννα, που είχε αναλάβει την περίθαλψή του, αρρώστησε και η ίδια τόσο βαριά, ώστε δεν ήταν σε θέση να εξακολουθεί να τον φροντίζει. Η Άννα άρχισε τότε να έχει πονοκεφάλους, κρίσεις διέγερσης, διπλωπία (τα έβλεπε, δηλαδή, όλα διπλά), απώλεια των αισθήσεών της και μερική παράλυση. Με τον καιρό, τα συμπτώματά της γίνονταν όλο και πιο περίεργα. Φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, ενώ οι περίοδοι διέγερσης αντικαταστάθηκαν από ταχείες εναλλαγές της διάθεσής της. Άρχισε να οραματίζεται μαύρα φίδια, κρανία και σκελετούς. Κατά διαστήματα μιλούσε σαν μικρό παιδί, ενώ άλλοτε αδυνατούσε να μιλήσει, να διαβάσει και να γράψει στη μητρική της γλώσσα, που ήταν τα γερμανικά και μιλούσε μόνο στα αγγλικά, στα γαλλικά ή στα ιταλικά. Είχε αναπτύξει δύο διαφορετικές προσωπικότητες, εκ των οποίων η μία ήταν αρκετά πεισματώδης. Όταν πέθανε ο πατέρας της, αυτά τα συμπτώματα επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που την οδήγησαν σε εμβροντησία, δηλαδή σε έκπτωση της αντίδρασης προς το περιβάλλον.
Η Άννα εισήχθη τότε, τον Ιούλιο του 1882, στο σανατόριο Bellevue της Σουηδίας. Ο Breuer επισκεπτόταν την αινιγματική ασθενή του καθημερινά. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων, η Άννα άρχισε να μιλάει στο γιατρό της, λέγοντάς του ιστορίες για τον εαυτό της. Με τη συζήτηση, η Άννα άρχισε να ανακαλεί σημαντικές αναμνήσεις και να αναβιώνει συναισθήματα που προηγουμένως δεν μπορούσε καν να θυμηθεί ή να εκφράσει. Τη διαδικασία της ανάκλησης και αναβίωσης των συναισθημάτων, που ονομάζεται κάθαρση, διαδέχθηκε η ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η Άννα αποκαλούσε αυτή τη διαδικασία “θεραπεία μέσω της συζήτησης“. Ο Breuer παρατήρησε ότι, όταν η Άννα βρισκόταν σε ύπνωση, ήταν σε θέση με τη βοήθειά του να ιχνηλατήσει καθένα από τα συμπτώματά της και να το συνδέσει με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή κατάσταση που το είχε προκαλέσει. Τα συμπτώματά της, λοιπόν, φαίνονταν να είναι αποτέλεσμα καταπιεσμένων συναισθημάτων και παρορμήσεων. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, ο Breuer κατάφερε να εξαλείψει τα συμπτώματα της Άννας και να την επαναφέρει σε υγιή κατάσταση. Έτσι, καθώς, η κατάσταση της Άννας είχε βελτιωθεί, αλλά και επειδή η σύζυγος του γιατρού, η κυρία Breuer, άρχισε να δυσανασχετεί που ο άντρας της αφιέρωνε τόσο πολύ χρόνο στην όμορφη, νεαρή πελάτισσά του, ο Breuer σταμάτησε τη θεραπεία.
Μετά τη λήξη της θεραπείας, όμως, συνέβη κάτι πάρα πολύ παράξενο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένα βράδυ του 1883 o Breuer κλήθηκε στο σπίτι της Άννας. Εκεί βρήκε την ασθενή του πολύ αναστατωμένη, σχεδόν σε παραλήρημα, να σφαδάζει από κοιλιακές συσπάσεις. Όταν ο γιατρός ρώτησε τι συμβαίνει, η Άννα του απάντησε ότι υπέφερε από ωδίνες τοκετού και ότι επρόκειτο να γεννήσει. Και πρόσθεσε: “Τώρα γεννιέται το παιδί του διδάκτορος Breuer”. Ο Breuer, ταραγμένος, υπνώτισε την Άννα, την καθησύχασε και έφυγε, εγκαταλείποντας σε αυτό το σημείο την υπόθεση. Όπως λέγεται, αυτός και η γυναίκα του πήγαν διακοπές για μακρό χρονικό διάστημα. Σίγουρα ύστερα από αυτό ο Δρ. Breuer έχασε όλο το ενδιαφέρον του για τη νέα αυτή μέθοδο θεραπείας.
Ο Josef Breuer, με τη βοήθεια της προικισμένης ασθενούς του, έκανε αρκετές σημαντικές παρατηρήσεις. Εντούτοις, σ΄ένα κρίσιμο σημείο εγκατέλειψε τις έρευνές του. Τότε, ο νεαρός συνάδελφος του Breuer, ο Sigmund Freud, δεν παρέλειψε να θέσει την παρακάτω ερώτηση: “Γιατί αυτή η νεαρή κοπέλα αντέδρασε στο γιατρό της με τόσο παράξενο τρόπο;”. Η μεγαλοφυΐα του Freud έγκειται ακριβώς σ’ αυτή τη θέλησή του να προχωρήσει, παρά τις όποιες δυσκολίες, ένα βήμα παρακάτω, σε νέες ανακαλύψεις, οι οποίες οδήγησαν τελικά σε μια επανάσταση στην ψυχολογία, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για μια επανάσταση που άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά και τα κίνητρά της. Πρόκειται, δηλαδή, για την απαρχή της ψυχοπαθολογίας και της ψυχοθεραπείας.
Βιβλιογραφία:
Heiden, L. A., & Hersen, M. (2011). Εισαγωγή στην κλινική ψυχολογία. (Επιμ.Έκδ.: Α. Καλαντζή-Αζίζι, & Φ. Αναγνωστόπουλος, Μετάφ.: Γ. Γεωργουλέας, Χ. Ξενάκη, Χ. Λεβέτσιου, Ε. Στρούλια, Χ. Καρρά, Β. Σαλαβού). Αθήνα, Ελλάδα: Πεδίο.