Η κρατική μηχανή του ελληνισμού έπαθε… λάστιχο!

Τα γεγονότα που αποτελούσαν τη στήλη της εγχώριας κρατικής επικαιρότητας τον τελευταίο καιρό, τείνουν όλο και περισσότερο να ενισχύουν την άποψη περί διττής ερμηνείας τους, και εξηγώ.

Η έκδηλη, αφορά το αίτημα των γεγονότων αυτών. Παίρνοντας για παράδειγμα τα συλλαλητήρια του Μακεδονικού, γίνεται σαφές με μοναδικό κριτήριο την εικόνα καθαυτή, πως το κοινό αίσθημα θεωρεί ιστορικά και γεωγραφικά την Μακεδονία καθόλα ελληνική επικράτεια. «Ιδιοκτησία» δηλαδή του ελληνικού κράτους.

Του ίδιου ελληνικού κράτους, το οποίο το ίδιο κοινό αίσθημα θεωρεί «εχθρό» του. Και η παραπάνω ερμηνεία τεκμαίρεται από τις αιχμηρές αντιδράσεις που προέκυψαν πρόσφατα, λόγω της παράλληλης με την προηγούμενη, μεγάλης υπόθεσης της επικαιρότητας, αυτής του σκανδάλου «Novartis».

Ως εκ τούτων, προκύπτει ο εξής γενικευμένος προβληματισμός. Τι πραγματικά είναι το κράτος για τον σύγχρονο Έλληνα; Πόσο σαφή εικόνα έχει για τον ρόλο, την προέλευση αλλά και τους σκοπούς του; Και τελικά, νιώθει πως το έχει ανάγκη ή το αντιλαμβάνεται ως έναν μηχανισμό λανθάνουσας εξαπάτησής του;

Η αμφίδρομη σχέση κράτους-πολίτη, έχει προσεγγιστεί και επενδυθεί από πλειάδα φιλοσοφικών αναζητήσεων. Αριστοτελικά, το κράτος είναι μια «κοινότητα» πάνω από όλες τις άλλες, τις οποίες και περιλαμβάνει. Ο παραπάνω ορισμός υπονοεί άμεσα ότι προαπαιτούμενο για κάθε συζήτηση περί κράτους, είναι η εξουσία. Ποιά χαρακτηριστικά πρέπει να προσδιορίζουν την εξουσία αυτή; Ο Χόμπς στο έργο του «Λεβιάθαν», υποστηρίζει πως οι πολίτες όφειλαν να μεταφέρουν την ατομική τους ισχύ στο κράτος με μια μορφή κοινωνικού συμβολαίου, υπό τον μοναδικό όρο ότι αυτό θα τους προστάτευε από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Στην αντίπερα όχθη, ο Λοκ φιλελευθεροποίησε την ιδέα της κρατικής εξουσίας, τάσσοντας τον εαυτό του σθεναρά υπέρ της ευθύνης των κυβερνόντων έναντι της πολιτείας και των πολιτών, καθώς επίσης αρνούνταν σε κάθε περίπτωση την ελεύθερη από έλεγχο διακυβέρνηση. Η συνέχεια της διαδρομής αυτής καταλήγει στον Μοντεσκιέ, ο οποίος θέλοντας να αποτρέψει την υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας, προτείνει την τριχοτόμησή της σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, σύστημα το οποίο υιοθετείται (θεωρητικά τουλάχιστον) έως και σήμερα από πολλές χώρες.

[widget id=”text-6″]

Η διαδρομή των κρατών που ακολουθούν μια δυτικο-κεντρική πολιτική θεωρία,  κατ’ αρχήν εμπεριέχει τις παραπάνω οδούς, άλλη με μεγαλύτερο και άλλη με μικρότερο βαθμό επιτυχίας. Από τη συνθήκη του Βερντέν έως αυτή της Βεστφαλίας, παρατηρείται μια πρώτη διεκδίκηση των ευρωπαϊκών ηγεμόνων για εδαφική ανεξαρτησία, δημιουργία κεντρικής διοίκησης και στρατού, μέσω δυο κύριων καταλυτών. Αρχικά του πολέμου και αργότερα του καπιταλισμού. Σε συνέχεια αυτών, και με την πάροδο της Αμερικανικής και Γαλλικής επανάστασης, η κρατική στρατηγική υιοθετεί μια πιο μαζικά απευθυνόμενη και κοινωνική κατεύθυνση, στη βάση της οποίας στήθηκε η πλειονότητα του σημερινού ανεπτυγμένου κόσμου.

Ενυπάρχει στην πλειονότητα αυτή το ελληνικό κράτος και οι πολίτες του; Μια πρόχειρη ματιά γνέφει καταφατικά. Η πραγματιστική όμως απάντηση δεν προκύπτει φιλοσοφικά. Εν μέρη και από ιστορική σκοπιά δικαιολογημένα, καθώς στα χρονικά των παραπάνω πολιτειακών ζυμώσεων, ο σημερινός ελλαδικός χώρος αποτελούσε αρχικά μια σχεδόν ερημωμένη επαρχεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ μετά τα μέσα του 15ου αιώνα, τελούσε κατά πλειονότητα υπο Οθωμανική κυριαρχία.

Η ιστορική συνέχεια από την ίδρυση του σύγχρονου κράτους και οι έκτοτε συχνές ολισθήσεις, έχουν ως αποτέλεσμα ο Έλληνας πολίτης του σήμερα να αδυνατεί να ωθήσει την κρατική μηχανή σε εξορθολογισμό, μιας και η διαδικασία πρέπει (και πολύ ορθά) να περάσει από την κάλπη. Και τότε, πατώντας επί της έλλειψης ουσιαστικής καλλιέργειας και πολιτικής ευπαιδευσίας των μαζών, ο λαϊκισμός αναλαμβάνει να συντάξει την πολιτική ατζέντα. Η σχέση εξουσίας-ψηφοφόρου παράγει μια ακολουθία παροχής-ψήφου και οι δυο πλευρές νιώθουν μια αντιστοιχία εγωτικών συνναισθημάτων, που ουδεμία σχέση έχουν με τους ρόλους και τους σκοπούς που το κάθε μέρος έχει αναλάβει να εκπληρώσει.

Εκ των υστέρων της αποκάλυψης της απάτης, η απόδοση των ευθυνών εστιάζει κατά πλειονότητα στους «ψεύτες πολιτικούς» και στο «σάπιο κρατικό σύστημα». Έτσι, κάθε ευκαιρία ενδοσκόπησης και επαναπροσδιορισμού των πολιτικο-οικονομικών δεδομένων που προκύπτει, προκειμένου να εντοπιστούν τα σφάλματα, πετάγεται στον κάλαθο των αχρήστων. Είναι εκείνη η στιγμή που εκκολάπτεται η νέα εξαπάτηση από την εξουσία και τους διεφθαρμένους μηχανισμούς της.

Εφόσον δεν καταστεί σαφές, πως η έννοια του κράτους δε δημιουργήθηκε πίσω από κλειστές πόρτες οπορτουνιστών πολιτικών και μεγάλων χρηματοπιστωτικών οίκων, αλλά αποτέλεσε πολιτιστική ανάγκη του ανθρώπου προκειμένου να εξασφαλίσει την οργάνωση και την έννομη συμβίωση με τους γύρω του, ο Έλληνας πολίτης δε θα ενδιαφερθεί ποτέ εις βάθος γι’ αυτό. Ίσως μόνο μέσω εφήμερων τονώσεων του εθνικού του φρονήματος από ανιστόρητους αιθεροβάμονες.

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο