Η Ευαγγελία Μινάρδου-Αδάμου μας συστήνει τους ήρωές της σε “Γκρο Πλάνο”
Το βιβλίο της Ευαγγελίας Μινάρδου-Αδάμου το αγάπησα κυρίως επειδή μου γνώρισε πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες, εν καιρώ καραντίνας. Πολλούς και διαφορετικούς. Άλλοτε είναι ανώνυμοι και άλλοτε επώνυμοι, οι ήρωες του “Γκρο Πλάνο” ερωτεύονται, πονάνε, απογοητεύονται, αποχωρίζονται, κλαίνε, τολμάνε αλλά κυρίως ζούνε. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η συγγραφέας μας παραθέτει στοιχεία από το συγγραφικό ταξίδι της, τις επιλογές αλλά και τις “αδυναμίες” της σαν αναγνώστρια. Απολαύστε:
- Πώς πήρατε την απόφαση να δημιουργήσετε το «Γκρο Πλάνο»;
Γράφω εδώ και πολλά χρόνια. Όμως, μόνο τώρα ένιωσα να ωριμάζουν οι συνθήκες για να δημοσιεύσω τα κείμενά μου. Το «Γκρο πλάνο» δημιουργήθηκε μέσα από το πάθος μου για τη γραφή, την αγάπη μου για τη γλώσσα, και κυρίως, μέσα από την ανάγκη να πραγματευτώ ζητήματα που απασχολούν βαθιά τον σύγχρονο άνθρωπο. Η δυναμική της οικογένειας, ο έρωτας, η προδοσία, η απώλεια και η απουσία, η παιδική κακοποίηση, το επώδυνο διαζύγιο, η προσφυγιά, η οικονομική κρίση, τα προσωπικά αδιέξοδα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η αναζήτηση ταυτότητας, είναι θέματα που αφορούν την ίδια την υπόστασή μας, την κοινή καθημερινότητα των ανθρώπων, τα βιώματά μας. Η πραγμάτευσή τους δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορες τις ευαίσθητες κεραίες του συγγραφέα, αλλά κεντρίζουν και τον προβληματισμό των αναγνωστών, που μπορούν να ταυτιστούν με τους ήρωες και την εσωτερική και εξωτερική τους περιπέτεια.
- Τα διηγήματα σας είναι γραμμένα άλλοτε σε α’ και άλλοτε σε β’ ή γ’ πρόσωπο. Γιατί επιλέξατε μια τέτοια πολυμορφία;
Μου αρέσει να πειραματίζομαι με τις εκφραστικές μου δυνατότητες. Αγαπώ την πολυμορφία του λόγου, εξάλλου, η πλούσια ελληνική γλώσσα επιτρέπει πολυποικιλότητα στην έκφραση. Επιπλέον, η χρήση κάθε αφηγηματικού προσώπου υπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς και επιτυγχάνει διαφορετικά αποτελέσματα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επιλέγεται, για παράδειγμα, όταν ο τόνος γίνεται εξομολογητικός, ενώ το β’ πρόσωπο συνδέει αμεσότερα με τον αναγνώστη. Το θέμα, επιπλέον, είναι εκείνο που κατευθύνει κάθε φορά την επιλογή της αφηγηματικής τεχνικής.
- Θα σας ενδιέφερε μια άλλη φόρμα γραφής όπως είναι ενδεχομένως το μυθιστόρημα ή η νουβέλα;
Αγαπώ πολύ το διήγημα, μου αρέσει να γράφω «αυτοτελείς» ιστορίες, που ολοκληρώνονται άμεσα και δεν απαιτούν χρόνο από τον αναγνώστη, αλλά τον ικανοποιούν, χωρίς να τον κουράζουν. Μπορεί να επιστρέφει στην κάθε ιστορία για να την ξαναγευτεί, αλλά και να αφήσει από τα χέρια του το βιβλίο, όποτε θελήσει, χωρίς να διακόπτεται η ροή του, και να το συνεχίσει με μια νέα ιστορία, αργότερα. Στη σύνθετη και απαιτητική μας καθημερινότητα, αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που μου επεσήμαναν πολλοί από τους αναγνώστες. Και το δεύτερο βιβλίο μου, που τώρα ετοιμάζω, θα είναι πάλι διηγήματα, με μια θεματολογία διαφορετική, που αποτελεί πρόκληση για μένα. Ωστόσο, ίσως αργότερα θα πειραματιστώ και στη μεγαλύτερη φόρμα. Ο χρόνος θα μας δώσει τις απαντήσεις!
- Το βιβλίο σας θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μέρη, το πρώτο αποτελούμενο από πιο σύντομες ιστορίες και το δεύτερο από πιο εκτενείς. Στο πρώτο μέρος μάλιστα απουσιάζουν συχνά τα ονόματα των ηρώων. Γιατί;
Εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση. Η διαφοροποίηση στην έκταση των ιστοριών μου συνδέεται και με το θέμα, αλλά και με την επιθυμία μου να πειραματίζομαι εκφραστικά. Μάλλον, όμως, και ως άνθρωπος είμαι πολυσυλλεκτική και αγαπώ την ποικιλομορφία. Η παρατήρησή σας για την απουσία ονομάτων των ηρώων μου δε σας κρύβω ότι με εντυπωσίασε. Όντως, είναι συνειδητή και σκόπιμη επιλογή. Η ανωνυμία επιτρέπει αναγωγή του ατομικού βιώματος στο γενικό και στο διαχρονικό. Ο ήρωάς μου μπορεί να είναι άντρας ή γυναίκα, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Εκείνο, λοιπόν, που μοιάζει να έχει σημασία είναι το ίδιο το θέμα, και όχι το ποιο είναι το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί. Ίσως αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι πολλοί αναγνώστες μού επικοινωνούν ότι στα διηγήματά μου συνάντησαν τον εαυτό τους και κάτι από την ίδια τους τη ζωή, ότι διαβάζοντας ένιωσαν να εισχωρούν στα βαθύτερα, προσωπικά τους συναισθήματα.
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τους ήρωές σας;
Οι ήρωές μου είναι αληθινοί άνθρωποι. Στιγματίζονται από την οδύνη της απώλειας, βιώνουν την απουσία σε ποικίλες όψεις, αναζητούν την αληθινή τους ταυτότητα, πάσχουν. Αλλά και ελπίζουν, εντοπίζουν εν τέλει ένα δικό τους φωτεινό στίγμα, λυτρώνονται. Γιατί, μέσα και στο πιο βαθύ σκοτάδι οι περισσότεροι από τους ήρωές μου αναζητούν το φως και το συναντούν, ακόμα και μέσα από την πιο μικρή χαραμάδα. Κάποιοι, όμως, δε δύνανται να ολοκληρώσουν την πορεία προς το φως- μήπως έτσι δε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή; Οι ήρωές μου, λοιπόν, είναι κοινοί θνητοί, σαν όλους μας, που έρχονται αντιμέτωποι με τη ζωή και με τον ίδιο τους τον εαυτό, αγαπούν, ερωτεύονται, ματώνουν, προδίδονται, υψώνουν το ανάστημα, αναθεωρούν, ελπίζουν, χαράζουν νέους, φωτεινούς δρόμους.
- Η οικογένεια αποτελεί, καθώς βλέπουμε, μεγάλη έμπνευση για το βιβλίο σας. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν;
Είναι γνωστή η φράση ότι η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι το κύτταρο της ίδιας της ψυχικής ύπαρξης του ατόμου. Ο ρόλος των οικογενειακών βιωμάτων αποδεικνύεται καθοριστικός στην πορεία μας, θετικά ή αρνητικά. Οπλίζει την ψυχή με σθένος, μέσα από την βιωμένη αγάπη ή αποδυναμώνει, μέσα από δυσεπούλωτες πληγές. Είναι περιουσία ζωής τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Και το αντίθετο, είναι άχθος. Βεβαίως, στην πορεία προς την ενηλικίωση φέρει ατομική ευθύνη ο καθένας μας για την αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο, την επιλογή της δικής του διαδρομής και τη διαμόρφωση προσωπικής ταυτότητας. Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι αυτό, όμως; Η προβληματική αυτή αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για κάποιες από τις ιστορίες του «Γκρο πλάνο» μου. Ιστορίες αληθινής ζωής.
- Τελειώνετε το βιβλίο σας με μια αφιέρωση-μήνυμα προς τον πατέρα σας. Συνετέλεσε κάποιο ρόλο στη ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Το τελευταίο μου κείμενο στο «Γκρο πλάνο», με τον τίτλο «Επιμύθιο», είναι αυτοβιογραφικό, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, έτσι όπως ένιωσα γράφοντας και αποχαιρετώντας τον πατέρα μου, τον οποίο δε στάθηκε εφικτό, λόγω της καραντίνας, να κατέβω στο νησί και να τον αποχαιρετίσω. Δεν το έγραψα για να το δημοσιεύσω, αλλά για να ανακουφίσω την ψυχή μου… Η δημοσίευση προέκυψε εκ των υστέρων, και πάλι μέσα από τη σκέψη ότι το προσωπικό βίωμα μπορεί ίσως πολλά να πει σε συνανθρώπους με ανάλογα βιώματα. Και μολονότι ο πατέρας μου δεν έπαιξε κάποιον άλλο ρόλο στην ενασχόλησή μου με τη συγγραφή, η ίδια η ζωή τού έδωσε έναν ιδιαίτερο, αιώνιο ρόλο. Το ίδιο συνέβη και με την “ακατάλυτη παρουσία” της ζωής μου, τη μητέρα μου, στην οποία επίσης αφιερώνω το βιβλίο μου, και δυστυχώς, πέρασε κι αυτή στη σφαίρα της αιωνιότητας μόλις οκτώ μήνες μετά από τον πατέρα μου. Βλέπετε, η ζωή κάνει τα δικά της πλάνα. Και μας διδάσκει αυτοπροσώπως την απώλεια…
- Ποιους συγγραφείς θα ξεχωρίζατε; Κλασικούς και σύγχρονους;
Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Σαραμάγκου, Καμπρέ, Κενζαμπούρο Όε, Αλιέντε, Μαρκές, αλλά και Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Σαμαράκης, Σ.Δημητρίου, Πριοβόλου, Ζουργός, Καλπούζος, Καρυστιάνη, Τ. Τίγκα, Ξανθούλης, Θέμελης, είναι μόνο μερικοί από τις προσωπικές μου αδυναμίες.
- Ποιο βιβλίο θα λέγατε ότι είναι το αγαπημένο σας και ποιο βιβλίο θα θέλατε να έχετε διαβάσει αλλά δεν τα έχετε καταφέρει ακόμη;
Πολλά βιβλία αγαπώ, αλλά στην κορυφή βρίσκεται το Confiteor, του Jaume Cabre. Το θεωρώ αριστουργηματικό, αν και καθόλου εύκολο. Είναι από τα βιβλία που ανυπομονούσα καθημερινά να το συνεχίσω και πάντα με αποζημίωνε. Όσο για το ποια βιβλία θέλω να διαβάσω ακόμα, νομίζω δε μου φτάνει μια ζωή! Ας αρχίσω, όμως, από το «Κορίτσι, γυναίκα, άλλο», της Evaristo Bernardine και από το «Μακρύ πέταλο από θάλασσα», της αγαπημένης Ιζαμπέλ Αλιέντε. Είναι ευλογία που υπάρχουν τόσο όμορφα βιβλία. Μας εύχομαι, λοιπόν, πολλές, καλές αναγνώσεις!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη φιλοξενία και για αυτήν την όμορφη συνομιλία. Και σας εύχομαι, πλατιά και δημιουργική πορεία στον υπέροχο κόσμο του πνεύματος και της τέχνης.
Ευαγγελία Μινάρδου – Αδάμου