Διαζύγιο: μία περίοδος κρίσης με διαφορετικές συνέπειες για τον καθένα. Τι μας δείχνουν οι σχετικές έρευνες;

Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που συνέβησαν στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, και ίσως και η πιο δραματική και εκτεταμένη όσον αφορά τις συνέπειές της, ήταν η αύξηση των ποσοστών των. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, μόνο το 5% περίπου των γάμων κατέληγαν σε διαζύγιο. Αντίθετα, σήμερα οι δημογράφοι εκτιμούν, πως οι μισοί από τους γάμους που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία έτη θα λήξουν εκούσια με διαζύγιο. Σύμφωνα με τους μελετητές, αυτή η αλλαγή έχει αποδοθεί σε ποικίλους παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της ολοένα και αυξανόμενης οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών, της πτώσης του εισοδήματος των ανδρών χωρίς πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης, των αυξημένων προσδοκιών των ανθρώπων για προσωπική ικανοποίηση μέσα από το γάμο τους, της απομόνωσης των ζευγαριών, καθώς και της μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής που χαρακτηρίζει πλέον το διαζύγιο.

Η αύξηση των διαζυγίων, με τη σειρά της, έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τις συνθήκες μέσα στις οποίες τα παιδιά ανατρέφονται και κοινωνικοποιούνται, καθώς η διάλυση του γάμου επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργία και τη δυναμική ολόκληρης της οικογένειας. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός, πως περισσότερα από τα μισά διαζύγια περιλαμβάνουν παιδιά κάτω από την ηλικία των 18 ετών. Τα παιδιά αυτά, μετά το διαζύγιο των γονιών τους θα διαμείνουν, έστω και προσωρινά, σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, συνήθως με τη μητέρα τους, γεγονός που με τη σειρά του θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στη ζωή τους.

Αναφορικά με τις συνέπειες του διαζυγίου για τους  ενήλικες και τα παιδιά βρίσκεται σε εξέλιξη μια εκτενής συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων. Συγκεκριμένα, κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται πως η οικογένεια και με τους δύο γονείς αποτελεί ένα θεμελιώδη και αναγκαίο θεσμό της κοινωνίας, μέσα στον οποίο από τη μία οι ενήλικες επιτυγχάνουν μια αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και νοήματος στη ζωή τους και από την άλλη τα παιδιά καταφέρνουν να εξελιχθούν σε υγιείς, ικανούς και παραγωγικούς πολίτες. Σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, η αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών οδηγεί σε πολλά κοινωνικά προβλήματα συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της εγκληματικότητας, της χρήσης ουσιών και της μείωσης της ακαδημαίκής επίδοσης των παιδιών. Σε αντίθεση με την οπτική αυτή, άλλοι μελετητές διατείνονται, πως μέσω του διαζυγίου τόσο οι ενήλικες καταφέρνουν να βρουν ικανοποίηση και να αποκτήσουν νέες ευκαιρίες, όσο και τα παιδιά μπορούν με τη σειρά τους να αναπτυχθούν επιτυχώς. Θεωρούν, δηλαδή, πως το διαζύγιο, αν και συνιστά προσωρινά ένα αγχογόνο γεγονός, ουσιαστικά παρουσιάζει μία δεύτερη ευκαιρία για ευτυχία για τους ενήλικες και μία διαφυγή από ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον για τα παιδιά, χωρία να αποτελεί μία τόσο σοβαρή απειλή για την ευημερία τους. Οι μεν, δηλαδή, αντιμετωπίζουν το διαζύγιο ως ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, ενώ οι δε ως μια ωφέλιμη εναλλακτική για τη ζωή ενηλίκων και παιδιών.

Οι περισσότερες έρευνες σχετικά με το διαζύγιο ξεκινούν με την υπόθεση, πως η διάλυση του γάμου αποτελεί ένα στρεσογόνο γεγονός ζωής, στο οποίο ενήλικες και παιδιά καλούνται να προσαρμοστούν. Μάλιστα, πολλοί ερευνητές θεωρούν πως το διαζύγιο αποτελεί μια μορφή «πένθους», καθώς συνεπάγεται μια σειρά από απώλειες και την αλλαγή των συνθηκών ζωής, όπως τις γνώριζαν μέχρι τότε τα μέλη της οικογένειας. Σύμφωνα με τον Amato (2000), το διαζύγιο δεν προκύπτει ξαφνικά, δεν αποτελεί δηλαδή ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια διαδικασία που ξεκινάει, ενώ το ζευγάρι ζει ακόμα μαζί και λήγει πολύ μετά την επίσημη υπογραφή του διαζυγίου. Πιο συγκεκριμένα, η αποσύνδεση του ζευγαριού ξεκινάει με συναισθήματα αποξένωσης και απομάκρυνσης, τα οποία συνήθως εμφανίζονται μετά από μια περίοδο αυξανόμενης δυσαρέσκειας και απογοήτευσης των μελών ζευγαριού από τη μεταξύ τους σχέση. Αυτή η διαδικασία της σταδιακής αποσύνδεσης του ζευγαριού οδηγεί σε κρίση, δηλαδή σε μια περίοδο έντασης, αναστάτωσης και αποδιοργάνωσης, καθώς φέρνει στο προσκήνιο πολυάριθμα γεγονότα, τα οποία οι άνθρωποι βιώνουν ως στρεσογόνα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους ενήλικες που χωρίζουν, οι μεσολαβητικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε στρες είναι η απώλεια της συναισθηματικής στήριξης και της συντροφικότητας, η μείωση των εσόδων και τα επακόλουθα οικονομικά προβλήματα, οι συγκρούσεις με τον/την πρώην σύζυγο, η ευθύνη της ανατροφής των παιδιών για το γονιό που θα αναλάβει την επιμέλεια, αλλά και το βάρος της απώλειας της κηδεμονίας για τον άλλο γονιό.  Aναφορικά με τα παιδιά, οι διαμεσολαβητικοί παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν στρες είναι η μείωση της γονεϊκής υποστήριξης, η απώλεια της καθημερινής επαφής με τον ένα γονιό, οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των γονιών τους, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν και να επηρεάσουν την ανατροφή τους. Οι στρεσογόνοι παράγοντες, με τη σειρά τους, αυξάνουν τον κίνδυνο των συναισθηματικών και συμπεριφορικών προβλημάτων, καθώς και των προβλημάτων υγείας, τόσο για τους ενήλικες, όσο και για τα παιδιά σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής τους ζωής.

Η σοβαρότητα και η διάρκεια αυτών των αρνητικών επιπτώσεων του διαζυγίου ποικίλλει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ύπαρξη ή όχι μιας σειράς προστατευτικών παραγόντων. Οι προστατευτικοί παράγοντες από τους οποίους θα εξαρτηθεί το πόσο εύκολα ή δύσκολα θα προσαρμοστεί κανείς στο διαζύγιο είναι οι «πηγές» που έχει στη διάθεσή του (ατομικές, διαπροσωπικές, οικονομικές), διάφορα δημογραφικά χαρακτηριστικά (όπως η ηλικία, το φύλο και επάγγελμα), καθώς και το πώς ερμηνεύει το ίδιο το άτομο το διαζύγιο, δηλαδή τι σημασία του αποδίδει. Η επιτυχής προσαρμογή θεωρείται πως συμβαίνει όταν τα άτομα βιώνουν λίγα συμπτώματα σχετιζόμενα με το διαζύγιο, είναι ικανοί να λειτουργήσουν καλά στις νέες συνθήκες της ζωής τους και έχουν αναπτύξει μία ταυτότητα κι έναν τρόπο ζωής, που δε συνδέεται πλέον με τον προηγούμενο γάμο τους.

Οι περισσότερες έρευνες σχετικά με το διαζύγιο έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις συνέπειες του διαζυγίου για τα παιδιά. Αρχικά, για να μελετήσουν τις επιπτώσεις του διαζυγίου στα παιδιά, πολλοί ερευνητές συνέκριναν παιδιά χωρισμένων γονιών με παιδιά που ζούσαν σε οικογένειες και με τους δύο γονείς τους. Οι Amato και Keith (1991) σε μια μετα-ανάλυση που έκαναν πάνω σε 92 έρευνες βρήκαν, ότι τα παιδιά χωρισμένων γονιών είχαν στατιστικώς χαμηλότερες βαθμολογίες σε μια σειρά από μεταβλητές σχετικές με την ευημερία , όπως ήταν η υγεία, η ακαδημαϊκή επίτευξη, η συμπεριφορά, η ψυχολογική προσαρμογή, η αυτο-αντίληψη και η κοινωνική επάρκεια συγκριτικά με τα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν είχαν χωρίσει. Το αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι ενώ κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι διαφορές στην ευημερία μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών παιδιών ήταν εντονότερες, τη δεκαετία του 1980 οι διαφορές αυτές μειώθηκαν. Οι ερευνητές υπέθεσαν πως αυτό συνέβη, είτε γιατί το διαζύγιο έγινε περισσότερο κοινωνικώς αποδεκτό, είτε γιατί οι γονείς κατέβαλλαν πλέον περισσότερη προσπάθεια, για να μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο του διαζυγίου στα παιδιά τους. Αξίζει, ακόμη, να αναφερθεί, πως ορισμένες έρευνες βρήκαν πως το διαζύγιο μπορεί να έχει και θετικές συνέπειες για κάποια παιδιά. Για παράδειγμα, μία ποιοτική έρευνα από την Arditti (1999) βρήκε ότι πολλοί απόγονοι χωρισμένων οικογενειών, και κυρίως τα κορίτσια, ανέφεραν πως μεγαλώνοντας είχαν εξαιρετικά στενές σχέσεις με τις μητέρες τους, που είχαν αναλάβει την κηδεμονία. Επίσης, πολλοί ερευνητές βρήκαν, ότι τα παιδιά χωρισμένων γονιών είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σε μια σειρά μεταβλητών, σε σύγκριση με τα παιδιά που οι γονείς τους παρέμεναν παντρεμένοι, αλλά είχαν συνεχείς και έντονες συγκρούσεις και ο γάμος τους ήταν μη αρμονικός. Το εύρημα αυτό δείχνει, ότι όταν η σύγκρουση ανάμεσα στους γονείς είναι έντονη, χρόνια και απροκάλυπτη, τότε το διαζύγιο συνιστά διαφυγή από ένα περιβάλλον που προκαλεί αποστροφή και λειτουργεί αποδιοργανωτικά και διασπαστικά για τα παιδιά.

Αναφορικά με το κατά πόσο οι συνέπειες του διαζυγίου είναι προσωρινές ή χρόνιες για τα παιδιά έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις. Ειδικότερα, υπάρχει η προσέγγιση που θεωρεί πως το διαζύγιο αποτελεί μια κρίση και η προσέγγιση που υποστηρίζει ότι το διαζύγιο αποτελεί μία πηγή χρόνιας έντασης. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, τα παιδιά διαζευγμένων οικογενειών, αν και βιώνουν μια περίοδο έντονου άγχους, δείχνουν σημαντική βελτίωση στη λειτουργικότητά τους με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή όσο περνάει ο καιρός μετά το διαζύγιο, τα προβλήματά τους μειώνονται. Συνεπή με την προσέγγιση αυτή είναι και τα ευρήματα της Hetherington και των συνεργατών της (1998), οι οποίοι παρακολούθησαν διαχρονικά για 6 χρόνια μια ομάδα παιδιών ηλικίας 4 ετών από τη χρονική στιγμή του διαζυγίου των γονέων τους τόσο στο σχολείο, όσο και στο σπίτι και συνέκριναν τα παιδιά αυτά με παιδιά των οποίων οι γονείς ζούσαν μαζί είτε σε ευτυχισμένους, είτε σε δυστυχισμένους γάμους. Βρήκαν, λοιπόν, ότι ενώ τον πρώτο χρόνο μετά το διαζύγιο τα παιδιά των χωρισμένων γονιών ήταν πιο επιθετικά, ανυπάκουα, απαιτητικά και χωρίς έλεγχο και στα δύο πλαίσια, στο τέλος του δεύτερου χρόνου τα κορίτσια, κυρίως, είχαν επιστρέψει στα φυσιολογικά επίπεδα λειτουργίας και υπήρχε ελάχιστη διαφορά από τα κορίτσια στις οικογένειες όπου δεν υπήρχε διαζύγιο. Τα αγόρια, από την άλλη, βελτιώνονταν, αλλά εξακολουθούσαν να  λειτουργούν λιγότερο καλά και ήταν πιο ανυπάκουα, παρορμητικά και επιθετικά από τα αγόρια στις οικογένειες με ευτυχισμένους γάμους, χωρίς διαζύγιο. Ανάλογες ήταν και οι διαφορές και 6 χρόνια μετά το διαζύγιο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Hetherington και τους συνεργάτες της, το διαζύγιο αποτελεί ένα στρεσογόνο παράγοντα, που δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά, αλλά οι συνέπειές του είναι προσωρινές, καθώς στη διάρκεια 2 ετών τα παιδιά φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί πλέον στη νέα κατάσταση.

Αντίθετα με τα ευρήματα αυτά, η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το διαζύγιο οδηγεί σε χρόνια ένταση και πίεση, υποστηρίζει ότι οι επιπτώσεις του διαζυγίου στα παιδιά, και συγκεκριμένα οι ψυχολογικές δυσκολίες που αυτό τους προκαλεί, τείνουν να είναι χρόνιες. Για παράδειγμα, η Cherlin και οι συνεργάτες της (1998) σε διαχρονικές μελέτες που έκαναν, βρήκαν ότι οι διαφορές στην ψυχολογική ευημερία μεταξύ παιδιών χωρισμένων και μη χωρισμένων γονιών γίνονταν εντονότερες με την πάροδο του χρόνου, αντί να μειώνονται. Κι άλλες έρευνες, επίσης, είχαν ευρήματα συνεπή μ’ αυτή την άποψη. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες έρευνες έδειξαν ότι το διαζύγιο των γονιών μπορεί να αποτελέσει για τα παιδιά έναν παράγοντα κινδύνου για πολλαπλά προβλήματα στην ενηλικίωση, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής επίτευξης, της απόκτησης παιδιού σε πολύ νεαρή ηλικία, της χαμηλής υποκειμενικής ευημερίας και των προβλημάτων με τους δικούς τους συζύγους, ενώ παράλληλα βρέθηκε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να οδηγηθεί και ο δικός τους γάμος σε διαζύγιο. Οι λόγοι για τους οποίους τα διάφορα προβλήματα που απορρέουν από το διαζύγιο τείνουν ορισμένες φορές να επιμένουν και στην ενήλικη ζωή των παιδιών μπορεί να είναι ποικίλοι. Πρώτον, οι οικονομικές δυσκολίες των γονιών που χώρισαν μπορεί να οδηγήσουν ορισμένα παιδιά να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους να συνεχίσουν στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα να έχουν αργότερα χαμηλότερη επαγγελματική επίτευξη και έτσι χαμηλότερους μισθούς ή ακόμα και ανεργία. Μία άλλη πιθανή αιτία είναι, ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν σε φτωχά γονεϊκά μοντέλα διαπροσωπικής συμπεριφοράς, ίσως στο μέλλον να έχουν και τα ίδια δυσκολίες στο να σχηματίσουν σταθερές, ικανοποιητικές και στενές σχέσεις με τους άλλους.

Μετά από ένα διαζύγιο, υπάρχουν πολλοί διαμεσολαβητικοί παράγοντες οι οποίοι θα καθορίσουν την προσαρμογή των παιδιών στη νέα κατάσταση. Ένας απ’ αυτούς είναι η ψυχική κατάσταση του γονέα που αναλαμβάνει την κηδεμονία. Συγκεκριμένα, ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έδειξε, ότι ο γονέας που αναλαμβάνει την κηδεμονία των παιδιών, συγκριτικά με τους γονείς που δεν έχουν χωρίσει και μεγαλώνουν μαζί τα παιδιά τους, επενδύει λιγότερο χρόνο, είναι λιγότερο υποστηρικτικός, επιβάλλει λιγότερους κανόνες, παρέχει λιγότερη επίβλεψη, επιδεικνύει λιγότερη τρυφερότητα, είναι λιγότερο επικοινωνιακός και εκνευρισμένος και συγκρούεται συχνότερα με τα παιδιά του. Πολλά από αυτά τα ελλείμματα στην ανατροφή μπορεί να απορρέουν από τον περιορισμένο χρόνο που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι γονείς με την επιμέλεια, το στρες της διάλυσης του γάμου τους και της ευθύνης του να μεγαλώσουν μόνοι τα παιδιά τους. Ακόμη, οι Larson και Gillman (1999) βρήκαν ότι τα αρνητικά συναισθήματα των μητέρων που είχαν την επιμέλεια, όπως το άγχος, η ανασφάλεια και η μοναξιά, ήταν πολύ πιθανό να μεταδοθούν και στα παιδιά τους. Με άλλα λόγια, οι ψυχικές δυσκολίες των μητέρων καθιστούσαν τα παιδιά πιο ευάλωτα μετά το διαζύγιο, κάνοντάς τα πιο ανυπάκουα, απαιτητικά, επιθετικά και αποσυρμένα. Μητέρες που αντιμετωπίζουν κατάθλιψη μετά το διαζύγιο, είναι πιθανό να μειώσουν τη λειτουργικότητά τους, να αποσυρθούν από τα καθήκοντα της ανατροφής κι έτσι να επιδεινώσουν και την προσαρμογή των παιδιών τους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι, όταν βελτιώνεται η ψυχική κατάσταση των μητέρων, βελτιώνεται και η κατάσταση των παιδιών. Γενικότερα, η ποιότητα της ανατροφής που παρέχεται στα παιδιά μετά το διαζύγιο είναι ένας από τους καλύτερους προβλεπτικούς παράγοντες της συμπεριφοράς και της ευημερίας των παιδιών. Για το λόγο αυτό, μία συγκρουσιακή σχέση με το γονιό που έχει την κηδεμονία ή ένας ακατάλληλος τρόπος ανατροφής συνδέονται με μια σειρά αρνητικών συνεπειών για το παιδί, όπως είναι η μειωμένη αυτοεκτίμηση, η φτωχή κοινωνική επίτευξη και η χαμηλή ακαδημαϊκή επίτευξη.

Αναφορικά με το ρόλο του γονέα που δεν έχει την κηδεμονία, συνήθως του πατέρα,  τα ερευνητικά δεδομένα είναι λίγο ασαφή. Κάποιες έρευνες δείχνουν πως η επαφή με τον πατέρα που δεν έχει την επιμέλεια δε σχετίζεται με συνεπή τρόπο με την ευημερία των παιδιών. Αντίθετα, μια μετα-ανάλυση 63 ερευνών των Amato και Gilbreth (1999) έδειξε ότι ο αυστηρός τρόπος διαπαιδαγώγησης των παιδιών από την πλευρά του πατέρα που δεν είχε την επιμέλεια και η συμμετοχική στάση του στην ανατροφή τους, προέβλεπε με συνεπή τρόπο υψηλότερη ακαδημαϊκή επίτευξη, μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου και λιγότερα προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης, ενώ παράλληλα συνέβαλλε στη γνωστική ανάπτυξη και ανεξαρτησία των παιδιών.

Ένας άλλος προβλεπτικός παράγοντας της προσαρμογής των παιδιών μετά το διαζύγιο είναι η σχέση που διατηρούν μεταξύ τους οι πρώην σύζυγοι. Ειδικότερα, η εχθρότητα, οι κακίες, οι εμπάθειες, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των δύο γονέων, καθώς και η έκθεση σε συγκρούσεις σχετίζονται με αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά, αφού επιδρούν αρνητικά στον ψυχισμό τους και οδηγούν στην εμφάνιση δυσκολιών. Η Hetherington (1999), επίσης, βρήκε ότι η άμεση και φανερή σύγκρουση ανάμεσα στους χωρισμένους γονείς και όχι η σύγκρουση στην οποία τα παιδιά δεν εκτίθενται άμεσα και είναι συγκαλυμμένη, σχετίζεται με προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματα ανασφάλειας σε εφήβους.

Η μονογονεϊκότητα αυτή καθαυτή δε φαίνεται να είναι από μόνη της πηγή προβλημάτων για τα παιδιά. Αυτό φάνηκε μέσα από έρευνες που συνέκριναν μονογονεϊκές οικογένειες λόγω διαζυγίου και μονογονείκές οικογένειες λόγω θανάτου του ενός γονέα. Αν οι αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου οφείλονταν στην απουσία του ενός γονέα κι την ανατροφή των παιδιών από έναν μόνο γονέα, τότε παρόμοιες θα έπρεπε να είναι και οι συνέπειες μετά το θάνατο του ενός γονέα, κάτι όμως που δε συμβαίνει, αφού τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνο με τον ένα γονέα εξαιτίας του θανάτου του άλλου, δεν εμφανίζουν τις ίδιες δυσκολίες.

Όμως, οι οικονομικές δυσκολίες της μονογονεϊκής οικογένειας μετά το διαζύγιο και η απότομη πτώση του εισοδήματος φαίνεται να σχετίζονται με αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά  και ίσως να αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που εξηγεί τις ακαδημαϊκές δυσκολίες, τα προβλήματα συμπεριφοράς και τα συναισθηματικά προβλήματα των παιδιών αυτών. Για παράδειγμα, η αλλαγή κατοικίας  και η μετακίνηση σε μια φτωχότερη γειτονιά, σε συνδυασμό με την αλλαγή σχολείου και άρα και φίλων και συμμαθητών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αποδιοργανωτική για τα παιδιά και να τους προκαλεί αναστάτωση. Μία έρευνα βρήκε, ότι η σταθερότητα του εισοδήματος, και όχι τόσο το συνολικό εισόδημα, σχετίζεται θετικά με την ευημερία και την ευκολότερη προσαρμογή των παιδιών. Επίσης, βρέθηκε ότι η οικονομική στήριξη του πατέρα στα παιδιά σχετίζεται θετικά με την καλύτερη σχολική επίτευξη και την καλύτερη συμπεριφορά των παιδιών, δείχνοντας έτσι τη σημασία του εισοδήματος στη διευκόλυνση της προσαρμογής των παιδιών μετά το διαζύγιο.

Όσον αφορά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα και η φυλή των παιδιών, τα ερευνητικά δεδομένα είναι αρκετά ασαφή και ασυνεπή. Συγκεκριμένα αναφορικά με το φύλο, αν και μερικές έρευνες βρίσκουν ότι οι συνέπειες του διαζυγίου είναι εντονότερες για το ένα φύλο, άλλες έρευνες δε βρίσκουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Ειδικότερα, κάποιες έρευνες βρίσκουν περισσότερες δυσκολίες στα αγόρια, τα οποία εμφανίζονται ως περισσότερο ευάλωτα , ενώ αντίθετα άλλες έρευνες βρίσκουν περισσότερες δυσκολίες στα κορίτσια. Οι περισσότερες δυσκολίες στα αγόρια, που βρίσκουν ορισμένες έρευνες, μπορεί να μην οφείλονται  σε πραγματικές διαφορές συγκριτικά με τα κορίτσια, αλλά στο γεγονός ότι στα αγόρια λόγω της μη διαχειρίσιμης και συχνά επιθετικής συμπεριφοράς τους, οι δυσκολίες γίνονται ευκολότερα εμφανείς κι έτσι τα αγόρια παραπέμπονται συχνότερα για συμβουλευτική. Τα κορίτσια, από την άλλη, τείνουν να δείχνουν με διαφορετικούς τρόπους τις δυσκολίες τους. Επίσης, αναφορικά με την ηλικία, έχει βρεθεί πως κάθε ηλικιακή ομάδα παιδιών επηρεάζεται διαφορετικά από το διαζύγιο με την εφηβεία να θεωρείται η δυσκολότερη περίοδος, για να αντιμετωπίσει κανείς το διαζύγιο των γονιών του. Σχετικά με την εθνικότητα και τη φυλή, έχουν γίνει πολύ λίγες έρευνες με μη Ινδοευρωπαίους κι έτσι δε μπορούμε να σχηματίσουμε σίγουρα και σταθερά συμπεράσματα.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι προστατευτικοί παράγοντες, που διευκολύνουν την προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο ποικίλλουν. Καταρχάς, μία έρευνα βρήκε ότι τα παιδιά που χρησιμοποιούν δεξιότητες ενεργητικές αντιμετώπισης των δυσκολιών τους, όπως είναι η επίλυση προβλημάτων και η αναζήτηση κοινωνικής υποστήριξης, τείνουν να προσαρμόζονται γρηγορότερα στο διαζύγιο από παιδιά που βασίζονται στην αποφυγή ως μηχανισμό αντιμετώπισης των δυσκολιών. Επίσης, η κοινωνική υποστήριξη από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένεια και τους φίλους φαίνεται να είναι ένας άλλος πολύ σημαντικός προστατευτικός παράγοντας για τα παιδιά, που όμως διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία. Ειδικότερα, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να βρουν υποστήριξη από τους συνομηλίκους και τους συμμαθητές τους, αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει για τα μικρότερα παιδιά, το οποία εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τους γονείς τους. Ακόμη, η πρόσβαση σε θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως είναι τα διάφορα σχολικά προγράμματα υποστήριξης παιδιών χωρισμένων γονιών, φαίνεται να είναι ωφέλιμη και να μειώνει κάποιες από τις αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου. Σε γενικές γραμμές, η έκφραση και αντιμετώπιση των συναισθημάτων θλίψης, ενοχής και «πένθους» των παιδιών για την απώλεια της προηγούμενης ζωής και την απουσία του ενός γονέα θεωρείται πολύ ανακουφιστική.

Επιπρόσθετα, πολύ σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο παίζουν και οι γνωστικές διεργασίες. Πιο συγκεκριμένα, παιδιά που επιρρίπτουν ένα μερίδιο της ευθύνης για το διαζύγιο στον εαυτό τους, τείνουν να δυσκολεύονται περισσότερο να προσαρμοστούν, ενώ παράλληλα αυξάνονται και οι πιθανότητες να βιώσουν αισθήματα κατάθλιψης και μειωμένης αυτεπάρκειας. Εκτός από τις αυτομομφές, οι Kim, Sandler και  Jenn-Yum (1997) υπογράμμισαν τη σημασία της αίσθησης ελέγχου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαζυγίου, που μπορεί να μετριάσει σημαντικά το στρες των παιδιών.

Από την άλλη πλευρά, για τον ενήλικα που χωρίζει, οι προστατευτικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τις διαθέσιμες πηγές που έχει στη διάθεσή του, όπως είναι η εκπαίδευση και η εργασία, η υποστήριξη από ένα νέο σύντροφο και το να είναι εκείνος ο σύζυγος που έχει ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου.

Τέλος, όσον αφορά το δεύτερο γάμο του γονιού που έχει την επιμέλεια, τα ερευνητικά δεδομένα είναι και πάλι αντιφατικά. Ειδικότερα, μια μετα-ανάλυση των ερευνών που έγιναν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, έδειξε ότι, όταν ο γονιός ξαναπαντρεύεται, τα παιδιά τείνουν να τα πηγαίνουν χειρότερα συγκριτικά με τα παιδιά που ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες μετά το διαζύγιο. Παρομοίως, οι Hetherington και Clingempeel (1992) βρήκαν ότι, αν και οι διαφορές με τις μονογονεϊκές οικογένειες δεν ήταν πολλές, ωστόσο τα παιδιά, και συγκεκριμένα τα κορίτσια, των οποίων οι μητέρες είχαν ξαναπαντρευτεί έτειναν να δυσκολεύονται περισσότερο να προσαρμοστούν. Σε αντίθεση με τα δεδομένα αυτά, αρκετές πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι, όταν ξαναπαντρεύεται ο γονιός που έχει την επιμέλεια, τα παιδιά τείνουν να βιώνουν λιγότερα συναισθήματα κατάθλιψης και να έχουν λιγότερα διαπροσωπικά προβλήματα. Aξιοσημείωτο είναι, επίσης, πως επιπρόσθετα διαζύγια των γονέων, πέρα από το αρχικό, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα στρεσογόνα για τα παιδιά.

Ανακεφαλαιώνοντας, οι έρευνες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, σε συνδυασμό με εκείνες που διεξήχθησαν νωρίτερα, μας επιτρέπουν να συνάγουμε αρκετά συμπεράσματα σχετικά με τη διαδικασία του διαζυγίου και τις συνέπειές του για τους ενήλικες και τα παιδιά.  Αρχικά, γνωρίζουμε πως τόσο οι ενήλικες, όσο και τα παιδιά χωρισμένων οικογενειών βαθμολογούνται χαμηλότερα από τα μέλη οικογενειών των οποίων οι γονείς δεν έχουν χωρίσει σε μια σειρά από δείκτες ενδεικτικούς της ευημερίας. Επίσης, έχουμε κατανοήσει πλέον αρκετά καλά πολλούς από τους μηχανισμούς μέσω των οποίων το διαζύγιο επηρεάζει τα άτομα. Ακόμη, οι έρευνες για το διαζύγιο μας έχουν δείξει πως μερικοί ενήλικες και παιδιά προσαρμόζονται σχετικά γρήγορα στο διαζύγιο, ενώ άλλοι βιώνουν μακροχρόνιες δυσκολίες και ελλείμματα στη λειτουργικότητά τους. Υπάρχει, μάλιστα, μια σειρά διαφορετικών παραγόντων που διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο και καθορίζουν την ταχύτητα και το εύρος της προσαρμογής στο διαζύγιο. Πάντως, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά, το τέλος ενός γάμου που χαρακτηρίζεται από πολλές συγκρούσεις τείνει να ακολουθείται από βελτίωση, παρά από έκπτωση, στη λειτουργικότητα και την ευημερία τους. Συμπερασματικά, μέσα από το πλήθος ερευνών που έχουν διεξαχθεί ανά δεκαετίες επί του θέματος, διαφαίνεται πως το διαζύγιο αποτελεί, όχι ένα μεμονωμένο συμβάν, αλλά μια πολύπλοκη διαδικασία με στάδια και διακυμάνσεις,  της οποίας οι συνέπειες ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και εξαρτώνται από έναν πολύ μεγάλο αριθμό παραγόντων.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

Amato (1993). Children ‘s adjustment to divorce: theories, hypotheses, and empirical support. Journal of Marriage and the Family, 55, 23-38

Amato, P.R (2000). The consequences of divorce for adults and children. Journal of Marriage and the Family, 58, 1269-1287.

Blankenhorn, D. (1995). Fatherless America: Confronting our most urgent social problem. New York : Basic Books.

Castro, M. T., & Bumpass, L. L. (1989). Recent trends in marital disruption. Demography, 26, 37–51.

Cherlin, A. J. (1992). Marriage, divorce, remarriage. Cambridge , MA : Harvard University Press.

Coontz, S. (1992). The way we never were: American families and the nostalgia trap. New York : Basic Books.

Demo, D. H. (1992). Parent–child relations: Assessing recent change. Journal of Marriage and the Family, 54, 104–114.

Ferri, E. (1976). Growing up in a One Parent Family. Slough: NFER.

Furstenberg, F. F., Jr. (1994). History and current status of divorce in the United States. The Future of Children, 4, 29–43.

Glenn, N. (1996). Values, attitudes, and the state of American marriage. In D.Popenoe, J. B.Elshtain, & D.Blankenhorn (Eds.), Promises to keep: Decline and renewal of marriage in America (pp. 15–34). Lanham , MD : Rowman and Littlefield.

Hetherington, E.M., Bridges, M. & Bridges, M. & Insabella, G. (1998). What matters? What does not? Five perspectives on the association between marital transitions and children’ s adjustment. American psychologist, 53 (2), 167-184

Hetherington, E. M. (1999). Should we stay together for the sake of the children?. In E. M.Hetherington (Ed.), Coping with divorce, single parenting, and remarriage: A risk and resiliency perspective (pp. 93–116). Mahwah NJ : Erlbaum.

Hetherington, E.M. & Stanley, M. (1999). Parenting in divorced and remarried families. InQ M.H. Bornstein (ed.), Handbook of Parenting (Vol.3, pp 233-254). Hove, UK: Lawrence Erlabaum Associates.

Hetherington, E. M., & Clingempeel, W. G. (1992). Coping with marital transitions. Monographs of the Society for Research in Child Development, 57, (2–3). Chicago : University of Chicago Press.

Hetherington, E. M., & Jodl, K. M. (1994). Stepfamilies as settings for child development. In A.Booth & J.Dunn (Eds.), Stepfamilies: Who benefits? Who does not? 55–79 Hillsdale , NJ : Erlbaum.

 

Kayser, K. (1993). When love dies: The process of marital disaffection. New York : Guilford Press.

Murphy, P. (1991). Parental Divorce in Childhood and Loneliness in Young Adults. Journal of Death and Dying, 23, 25-35

Popenoe, D. (1996). Life without father. New York: Free Press.

Preston, S. H., & McDonald, J. (1979). The incidence of divorce within cohorts of American marriages contracted since the Civil War. Demography, 16, 1–26.

Rogers, R. G. (1996). The effects of family composition, health, and social support linkages on mortality. Journal of Health and Social Behavior, 37, 326–338.

Skolnick, A. (1991). Embattled paradise: The American family in an age of uncertainty. New York : Basic Books.

Stacey, J. (1996). In the name of the family: Rethinking family values in the postmodern age. Boston : Beacon Press.

White, L. K. (1991). Determinants of divorce. In A.Booth (Ed.), Contemporary families (pp. 141–149). Minneapolis, MN : National Council on Family Relations.

 

 

 

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο