Ήπια Γνωστική Εξασθένηση (ΗΓΕ): Το νευροψυχολογικό προφίλ των ασθενών και οι υποκατηγορίες της διαταραχής

   Το πιο συνηθισμένο παράπονο των ατόμων που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ΗΓΕ είναι η υποκειμενική αίσθηση δυσκολίας στη μνήμη, η οποία επιβεβαιώνεται από νευροψυχολογική εκτίμηση και είναι δυσανάλογη προς το επίπεδο των άλλων γνωστικών λειτουργιών, αλλά και προς την ικανότητά τους να ζουν αυτόνομα (Petersen et al., 1999, 2001). Ένα σχετικά αντικειμενικό κριτήριο για τη διάγνωση της ήπιας γνωστικής εξασθένησης αποτελεί η βαθμολογία σε νευροψυχολογικές δοκιμασίες μιάμιση τυπικής απόκλισης κάτω του μέσου όρου των υγιών ηλικιωμένων ατόμων αναφοράς (Petersen et al., 1999). Παρόλα αυτά, άτομα με πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο θα πρέπει να αξιολογούνται με επιφυλακτικότητα και προσοχή, καθώς ενδέχεται να έχουν καλές επιδόσεις στις διάφορες δοκιμασίες παρά την ύπαρξη της διαταραχής (Luis et al., 2003).

Αν και ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση παρουσιάζουν ποικίλα γνωστικά ελλείμματα, έστω και ήπιας μορφής, το πιο χαρακτηριστικό πρόβλημα των ατόμων αυτών είναι ότι υστερούν πολύ σε δοκιμασίες μνήμης (Petersen et al., 2011). Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί πως ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση παρουσιάζουν ανάλογη έκπτωση της μνήμης με τους ασθενείς με διάγνωση ΝΑ, ενόψει όμως καλύτερης επίδοσης σε δοκιμασίες γενικών γνωστικών λειτουργιών (Κοσμίδου, 2008). Μάλιστα, η χαμηλή επίδοση σε δοκιμασίες μνήμης θεωρείται ως ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας στην ανίχνευση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της ΝΑ στα επόμενα 1-7 έτη (Albert et al., 2001). Ένας άλλος, πιο ευαίσθητος δείκτης μελλοντικής διάγνωσης άνοιας τύπου Alzheimer είναι η διαφορά της επίδοσης μεταξύ μετρήσεων εργαζόμενης μνήμης και μετρήσεων μακρόχρονης/καθυστερημένης μνήμης (Economou, Papageorgiou, & Karageorgiou, 2004). Η υπόθεση πίσω από το εύρημα αυτό είναι ότι η εργαζόμενη μνήμη παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην προοδευτική έκπτωση που σχετίζεται με την άνοια, σε σχέση με τις άλλες γνωστικές λειτουργίες (Baddeley et al., 2001. Calderon et al., 2001. Small et al., 1997).

Σε γενικές γραμμές, ενώ οι ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση δε διαφέρουν σημαντικά από τους υγιείς συνομηλίκους τους σε μετρήσεις γενικής νοημοσύνης (Petersen et al., 1999), υστερούν σε συγκεκριμένες νευροψυχολογικές λειτουργίες, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες τους να εντοπίζονται, όπως αναφέρθηκε, σε δοκιμασίες μνήμης. Εκτός, όμως, από τη μνήμη, οι γνωστικές λειτουργίες των ατόμων με ήπια γνωστική εξασθένηση που φαίνεται να παρουσιάζουν έκπτωση είναι η συνειρμική εκμάθηση οπτικών πληροφοριών (Swainson et al., 2001), ο κινητικός συντονισμός και οι λεπτές κινήσεις (Kluger et al., 1997), η προσοχή (Albert et al., 2001), η αφαιρετική σκέψη, η κατονομασία (Jacobs et al., 1995), η λεκτική ευχέρεια (Dartigues et al., 1997), η ρέουσα νοημοσύνη και οι κινητικές-εκτελεστικές ικανότητες (Economou, Papageorgiou, & Karageorgiou, 2006).

Σε μια προσπάθεια να γίνουν πιο ομοιογενείς οι ομάδες ασθενών με ΗΓΕ και να διαφοροποιηθούν ανάλογα με την εξέλιξή τους, προτάθηκαν όροι, όπως η αμνησικού ή μη αμνησικού τύπου ΗΓΕ (amnestic MCI and non-amnestic MCI) και η αγγειακού τύπου ΗΓΕ (vascular MCI). Στην αμνησικού τύπου ΗΓΕ είναι κυρίαρχη η έκπτωση της μνημονικής λειτουργίας και θεωρείται ότι το συγκεκριμένο είδος ΗΓΕ είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει σε ΝΑ (Petersen et al., 2011). Στη μη αμνησικού τύπου ΗΓΕ, οι δυσκολίες επεκτείνονται και σε άλλα γνωστικά πεδία, πέρα από τη μνήμη (Petersen et al., 2011). Τέλος, στην αγγειακού τύπου ΗΓΕ υπάρχει έκπτωση σε διάφορους γνωστικούς τομείς και από το ιστορικό του ασθενούς προκύπτουν αγγειακοί παράγοντες κινδύνου (Petersen et al., 2011). Αυτός ο δεύτερος τύπος ΗΓΕ θεωρείται πως μπορεί να οδηγήσει σε αγγειακού τύπου άνοια (Petersen et al., 2011).

Κοινή χρήση:

Αφήστε ένα σχόλιο