Ήπια Γνωστική Εξασθένηση (ΗΓΕ): Ορισμός και Διαγνωστικά Κριτήρια
Ο όρος ΗΓΕ χρησιμοποιήθηκε αρχικά, για να περιγράψει ηλικιωμένα άτομα που είχαν υψηλή πιθανότητα να αναπτύξουν προοδευτικά νοητική έκπτωση, δηλαδή η ΗΓΕ θεωρούνταν ως πρόδρομη κατάσταση που θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα σε άνοια (Τσολάκη & Κάζης, 2005). Και παρόλο που η ΗΓΕ θα μπορούσε να είναι πρόδρομο στάδιο και για άλλους τύπους άνοιας, στην πράξη έφτασε να χαρακτηρίζει άτομα με υψηλή πιθανότητα να αναπτύξουν νόσο Alzheimer (ΝΑ). Η προοδευτική έναρξη της ΝΑ οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι πολλοί προσβαλλόμενοι περνούν προοδευτικά από ένα στάδιο ΗΓΕ, πριν η ΝΑ αναγνωριστεί κλινικά. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα είναι πλέον αντιφατικά σχετικά με το κατά πόσο η ΗΓΕ συνιστά προδρομικό στάδιο της ΝΑ.
Φαίνεται πως από τα άτομα που διαγιγνώσκονται με ΗΓΕ, κάποιοι θα εμφανίσουν πράγματι άνοια, κάποιοι άλλοι θα παραμείνουν σταθερά ως ασθενείς με ΗΓΕ, ενώ ένα μικρό ποσοστό αυτών θα επανέλθει στη «φυσιολογική» (ή καλύτερα προνοσηρή) νοητική κατάσταση. Πάντως, ο καθορισμός της ΗΓΕ ως προβλεπτικού παράγοντα της ΝΑ είναι πολύ σημαντικός σε πρακτικό επίπεδο, διότι η έρευνα μπορεί να αποδείξει ότι η χορήγηση ειδικής φαρμακευτικής αγωγής σε αυτό το στάδιο ενδεχομένως να είναι αποτελεσματική, πριν επέλθει μεγάλη νευρωνική απώλεια και σοβαρή νοητική ανεπάρκεια (Daly et al., 2000).
Η ΗΓΕ αποτελεί μια κλινική οντότητα, που χαρακτηρίζεται από ήπια γνωστική έκπτωση στα πλαίσια μιας φυσιολογικής καθημερινής λειτουργίας σε ηλικιωμένα συνήθως άτομα (Petersen et al., 2011). Τα άτομα τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία της ΗΓΕ αποτελούν μια ετερογενή ομάδα πληθυσμού, με διαφορετική παθογένεση και διαφορετική πρόγνωση (Τσολάκη & Κάζης, 2005). Σύμφωνα με το DSM–V, τα διαγνωστικά κριτήρια της ήπιας νευρογνωστικής διαταραχής είναι τα εξής:
Α. Η απόδειξη της ήπιας μείωσης της γνωστικής λειτουργίας από το προηγούμενο επίπεδο απόδοσης σε έναν ή περισσότερους γνωστικούς τομείς (σύνθετη προσοχή, εκτελεστική λειτουργία, μάθηση και μνήμη, γλώσσα, αντιληπτο-κινητική ή κοινωνική νόηση) με βάση:
1) Ανησυχία του ίδιου του ατόμου, ενός πληροφοριοδότη που γνωρίζει την εξέλιξη της κατάστασής του ή αναφορά του κλινικού ότι υπάρχει μια ήπια μείωση της γνωστικής λειτουργίας του ατόμου και
2) Μια ήπια έκπτωση στη γνωστική επίδοση, κατά προτίμηση τεκμηριωμένη από σταθμισμένες νευροψυχολογικές δοκιμασίες ή, επί απουσίας τους, από κάποια άλλη ποσοτικοποιημένη κλινική αξιολόγηση.
Β. Τα γνωστικά ελλείμματα δεν παρεμποδίζουν την ικανότητα του ατόμου για ανεξαρτησία στις καθημερινές του δραστηριότητες (για παράδειγμα, διατηρούνται πολύπλοκες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, όπως είναι η πληρωμή λογαριασμών ή η ικανότητα διαχείρισης των φαρμάκων, αλλά ενδεχομένως να απαιτούνται μεγαλύτερη προσπάθεια, αντισταθμιστικές στρατηγικές ή διευκολύνσεις).
Γ. Τα γνωστικά ελλείμματα δεν εμφανίζονται αποκλειστικά στο πλαίσιο ενός ντελίριου.
Δ. Τα γνωστικά ελλείμματα δεν εξηγούνται καλύτερα από κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (όπως είναι για παράδειγμα, η μείζων καταθλιπτική διαταραχή ή η σχιζοφρένεια).