Ένα μάθημα που δεν έγινε ποτέ…
Η ώρα οχτώ παρά πέντε το βράδυ. Οι πόρτες του μεγάλου αμφιθεάτρου της Νομικής είχαν μπουκώσει απ’ τις ορδές των βιαστικών συμφοιτητών που συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοπεράσει για να βρει θέση. Θέση αφενός καλή για να ακούγεται ο καθηγητής και αφετέρου καλύτερη για να ακούγονται οι αναγκαίες επισημάνσεις του μαθήματος αλλά και τα ψιθυριστά πειράγματα προς τις αμυγδαλομάτες συμφοιτήτριες… Το αμφιθέατρο, το περίφημο «Δημήτριος Ευρυγένης» εξακολουθούσε επίμονα να γεμίζει σαν να ‘χαμε γιορτή, σα να γιορτάζαμε από χθες την 25η Μαρτίου και αναζητούσαμε όλοι μια θέση στο πάνθεον της ιστορίας.
Μετά από τρεις αθέλητες αγκωνιές στον διπλανό και κανα δυο άγαρμπες κλωτσιές στον μπροστινό, κατάφερα και μπήκα. Σαν παλιός καπετάνιος έστρεψα το βλέμμα προς τις πολύβουες κερκίδες, για να δω προς τα πού είχε κατευθυνθεί η υπόλοιπη παρέα. Όρθιος στις μύτες των ποδιών -λόγω του έμπροσθεν μαζεμένου πλήθους- τους εντόπισα τελικά, και κατευθύνθηκα προς τα ορεινά όπου είχαν όλοι μαζευτεί. Δρασκελίζοντας δυο-δυο τα σκαλιά έφτασα, σήκωσα τους μισούς απ΄ τις θέσεις τους για να περάσω μέσα, και αφού χαιρέτισα γνωστούς και αγνώστους θρονιάστηκα στην άβολη θέση μου, που το λιγότερο σου στραβώνει την πλάτη.
Για λίγα δευτερόλεπτα έκλεισα τα μάτια. Μια απόπειρα για να καθαρίσω το μυαλό απ΄ τον φόρτο, την κούραση του τρεξίματος από αίθουσα σε αίθουσα και κυρίως μια απόπειρα για πάρω δύναμη για μετά. Για το καυτό δίωρο που μας περίμενε. Βέβαια δεν πρόλαβα και πολύ, μιας και οι ερωτήσεις των διπλανών, οι επιπρόσθετες χαιρετούρες και η αναγκαία φλυαρία που εξαντλεί κάθε φορά το ακαδημαϊκό τέταρτο με ξύπνησαν, αφού με έκαναν να ξεχάσω την κούραση μου. Σε λίγα λεπτά θα έμπαινε μπριόζος, με το χαμόγελο στο στόμα, με το καλοραμμένο σακάκι του και την μεταξωτή γραββάτα, ο πιο ευθυτενής και εύγλωττος περφόμερ της σχολής. Ο επίκουρος και επικούρειος κύριος Ταδόπουλος.
Αίφνης όμως τα φώτα έσβησαν. Μια συγχρονισμένη θυμηδία διαχύθηκε σε όλες τις άκρες του αμφιθεάτρου και το σκοτάδι απλώθηκε τόσο που δεν βλέπαμε τις μύτες μας. Το φως απ΄ τα φλάς των κινητών –smartphones τε και μη- τύφλωνε την ατμόσφαιρα, και κυρίως όσους το αντίκριζαν κατάματα. Εκτός του ότι μας έχει συνηθίσει η ΔΕΗ στις διακοπές, αυτή τη φορά αναβιώναμε κάτι παραπάνω. Κάτι σαν το κρυφό σχολειό. Μια φωνή μπάσα και στεντόρεια ακουγόταν ακριβώς από τη θέση της έδρας. Τόσο στέρεα που υπερκάλυπτε και απωθούσε την εύθυμη βουή του πλήθους. Αλλά δεν ήταν γνώριμη. Δεν μας μιλούσε ο καθηγητής. Κι η εύθυμη βουή κατέπεσε.
Το πλήθος πάγωσε. Σαν ένας άγνωστος φόβος, μια ομιχλώδης ανασφάλεια να διαπερνούσε το σώμα του πολύμορφου κοινού που είχε μαζευτεί στο μεγάλο αμφιθέατρο. Κι παγωμάρα ήταν τέτοια που πέφταν τα κινητά απ΄τα χέρια μερικών και ξυπνούσε μέσα μας μια καφκική ατμόσφαιρα.
«Η ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ, ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ.» Είπε εκείνη η απροσδιόριστη φωνή, σαν να ακούγαμε τον ίδιο τον Θεό.
«Η Ελλάδα κατάντησε μια έρημη αλάνα, μια άγονη κι αμίλητη γη. Βαριά στις πλάτες της η κληρονομιά του παρελθόντος. Κι ακόμο πιο βαρύ το ασήκωτο φορτίο του παρόντος. Του σήμερα που φιάχτηκε για να αλλάξει το αύριο.» Όλοι είχαμε ανατριχιάσει, το αμφιθέατρο είχε γίνει εκκλησία, τα φλας των κινητών –που λίγο όμως φώτιζαν- κεριά.
«Χωρίς όμως το χτες, πώς να χτίσεις το σήμερα; Και χωρίς το σήμερα θα ερχόταν ποτέ το ποθητό αύριο; Μας αξίζει άραγε το μέλλον όταν δεν ξέρουμε το παρελθόν μας; Όταν δεν ξέρουμε την ιστορία του τόπου και των παππούδων μας; Όλων όσοι αγωνίσθηκαν, θυσιάστηκαν, σφαγιάσθηκαν, εξοντώθηκαν για χάρη μας; Αυτοί θυσίασαν την ζωή τους για μας. Εμείς πόσα λεπτά της ώρας έχουμε θυσιάσει γι΄αυτούς;
Δεν πρέπει όμως. Δεν πρέπει να τα παρατήσουμε. Δεν πρέπει να γονατίσουμε. Δεν πρέπει να παραδοθούμε στην αυτολύπηση και στην αυτοταπείνωση. Τέτοιες ώρες πριν 194 χρόνια, το 1821, πυροδοτούνταν εδώ στην Ελλάδα μας, στον τόπο μας, η μεγαλύτερη εξέγερση που γνώρισε ποτέ ο λαός μας. Μια εξέγερση που πήρε απ΄ την ιστορία μας ένα χαρακτήρα βαθύτατα ελληνικό, βαθύτατα φιλελεύθερο και βαθύτατα ανθρώπινο.
Το «Ελευθερία ή Θάνατος» δεν ήταν απλό τσιτάτο για το facebook ή το twitter. To σύνθημα αυτό χάραξε ανεξίτηλες, βαθιές τομές, προκαλώντας ρωγμές στον ραγιαδισμό της εποχής του. Έναν ραγιαδισμό με πτυχές όμοιες με τα σφάλματα του καιρού μας: τον κακεντρεχή εγωισμό, την αδιαφορία, το βόλεμα, τις διακρίσεις, την κακία και την απανθρωπιά.»
Τον εντόπισα, αλλά δεν μπορούσα να τον διακρίνω πλήρως. Μόνο τα μάτια του έβλεπα που έλαμπαν σαν φεγγάρια μες το σκοτάδι, και συνέχιζε να μιλάει…
«Πέραν του σημερινού ραγιαδισμού όμως γίνεται και κάτι άλλο φανερό. Όχι ασυνήθιστο όμως για μας τους Έλληνες. Και τις ρίζες του τις έχει πίσω. Πίσω, όταν πρωτοφιάξαμε μετά κόπων και βασάνων κράτος. Ναι, όταν προσπαθήσαμε μετά την επανάσταση –μετά την σωτήρια ανθρωπιστική επέμβαση προς βοήθειάν μας, των συμμάχων στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Το πρόβλημά μας αυτό δεν είναι άλλο παρά ότι κοιτάξαμε να χτίσουμε πρώτα κράτος και έπειτα κοινωνία. Κοιτάξαμε να δεθούμε με τον εξωτερικό νόμο παραβλέποντας σημαντικά τον γερό και ακατάλυτο ηθικό δεσμό, τον εσωτερικό νόμο που προστάζει ο καθένας να μην κάνει κακό στον άλλο όχι για να μην τιμωρηθεί, αλλά για να μην πάθει αυτό που έκανε.
Και η διχόνοια διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε, τρανώθηκε απ’ αυτές τις συμπεριφορές. Έλεγε ο Σολωμός «το σκήπτρο που κρατάει η διχόνοια η δολερή καθενός χαμογελάει πάρτο λέγοντας και συ». Και πόσο καλά ακτινογραφούσε την πραγματικότητα ο Σολωμός το καταλαβαίνουμε όλοι μονάχα απ’ αυτή του τη φράση. Αυτές δεν είναι λέξεις που απλά περιέγραφαν μια άλλη μακρινή πραγματικότητα όμως! Δυστυχώς παραμένουν στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Και θα παραμένουν όσο όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά δεν διεκδικούμε αυτά που μας αξίζουν. Όχι αυτά που νομίζουμε ότι μας αξίζουν… αλλά αυτά που αληθινά αξίζουν και μας αξίζουν.
Γεμίζουμε κάθε μέρα με κενό τα κεφάλια μας! Μόνο και μόνο την ποιότητα των διαφωνιών μας να δείτε. Τότε θα καταλάβετε ότι το επίπεδο μας είναι χαμηλό, είναι κάτω του μετρίου. Ανέξοδες διαφωνίες σε λεπτομέρειες που σκοπό έχουν να βγάλουν το μάτι του άλλου και να κάνουν τον υποτιθέμενο νικητή να φουσκώσει από αίσθηση της εγωιστικής ικανοποίησης. Τρώγονται για το αν υπήρχε ή όχι κρυφό σχολειό και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε με σοβαρότητα να δει που βαδίζει το σημερινό σχολειό, το σημερινό γυμνάσιο και λύκειο, το σημερινό πανεπιστήμιο.
Και σήμερα που βαδίζουμε; Λαός που περιμένει μονάχα την υπέρλαμπρη ιστορία του να τον δικαιολογεί, και να την χρησιμοποιεί ως επιχείρημα βόμβα σε κάθε δύσκολη στιγμή, δεν πιστεύει στον εαυτό του. Δεν πιστεύει αληθινά πως με τις δικές του δυνάμεις θα καταφέρει όχι να γίνει τέλειος. Όχι. Απλά να γίνεται κάθε μέρα καλύτερος απ’ ότι ήταν χθες. Να παλεύει το σήμερα για να έχει όντως ένα καλύτερο αύριο. Και για το αύριο αυτό δεν πάρει άλλος τα εύσημα, αλλά ο ίδιος ο λαός. Ο λαός που προσπάθησε, επέμεινε και τα καταφέρνει.
Η ελληνική επανάσταση του 1821, αν την δούμε χωρίς μεγαλαυχίες και αισθητισμούς, κομίζει πολλά. Εισφέρει πάρα πολλά στοιχεία που μας επιτρέπουν να δούμε τον εαυτό μας, και να τον αλλάξουμε όπου τον βρίσκουμε ελλειμματικό, λιγότερο αποδοτικό και λιγότερο χρήσιμο. Μας δίνει στοιχεία που σκιαγραφούν το τι ήμασταν και το τι κληρονομήσαμε, και άρα σε μεγάλο βαθμό τι είμαστε.
Και για να κληρονομήσουμε κάτι πρέπει, όπως λέτε και σεις στα νομικά, πρέπει να αποδεχθούμε την κληρονομιά. Αν όμως μαζί με τα καλά της κληρονομιάς, αποδεχόμαστε και τα κακά της, τα λάθη της, τα σφάλματά της χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι τότε δεν φταίει ο κληροδότης, Αλλά αντίθετα φταίει ο κληρονομούμενος που τα αποδέχεται.
Το πατριωτικό αίσθημα δεν μπορεί παρά να ισορροπεί μεταξύ αυθεντικής συντήρησης των όσων με κόπο κερδίσαμε αλλά και μεταξύ της γνήσιας βούλησης για προοδευτική απόκτηση όλων όσων μπορούμε να αποκτήσουμε. Και κυριολεκτικά δεν μπορεί να γέρνει η ζυγαριά είτε προς την κατεύθυνση του εθνοκτόνου εθνικισμού αλλά ούτε και στην άλλη κατεύθυνση του ισοπεδωτικού εθνομηδενισμού.
Η ιστορία έχει νόημα όταν ξυπνάει από μέσα μας την πράξη. Και μάλιστα την πράξη που έχει σκοπό να ζωντανέψει όχι την αισθητική ικανοποίηση του κάθε ανιστόρητου αλλά την συλλογική δράση που σκοπεύει στο γενικό συμφέρον.
Οφείλουμε να αποδίδουμε τιμές σε όσους πέθαναν για μας και διαμόρφωσαν προοδευτικά και πατριωτικά την ιστορία μας. Αλλά αυτό που πρέπει να σκεφτούμε είναι αν αυτοί που θα έρθουν μετά από 100 και 200 χρόνια θα οφείλουν να τιμούν εμάς όπως εμείς τιμήσαμε τους προγόνους μας. Έχοντας στο νου τους δηλαδή ότι σκεφτόμασταν το παρόν μας με βάση το μέλλον των παιδιών μας.
Ας μην αφήσουμε κανένα να μας εμποδίσει!»
Μετά από μια παύση πέντε δευτερολέπτων ολόκληρο το αμφιθέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Οι επευφημίες, τα σφυρίγματα και τα επιδοκιμαστικά επιφωνήματα σάρωσαν ολόκληρη την μεγάλη αίθουσα. Σα να φώναζαν όλοι: Εδώ είμαστε, ελάτε όλοι έδω! Τόσο δυνατά που όλοι σηκώθηκαν όρθιοι χτυπώντας με μανία τα χέρια τους πάνω στα έδρανα. Ακόμα και ο καθηγητής δεν διέκοψε, και μαζί με μας χειροκροτούσε τον άγνωστο ομιλητή. Αλλά αυτός, αυτός ο άγνωστος ρήτορας της αλήθειας είχε εξαφανιστεί. Δεν φαινόταν πουθενά, γιατί δεν ήρθε μάλλον για επαίνους.
Τα φώτα ξαναήρθαν. Αυτός όχι. Πάντως υποθέτω πως αν μας έβλεπε ο Ευρυγένης από μια γωνιά του αμφιθεάτρου θα δάκρυζε κι αυτός μαζί μας από χαρά, γιατί θα έβλεπε ότι γίνεται δουλειά στο ελληνικό πανεπιστήμιο…